Σκάβοντας τὸ
χωράφι του ἕνας ἀγρότης, βρῆκε
κάποτε μία μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Σκέφθηκε ἀμέσως νὰ τὴν
πάῃ στὴν Ἐκκλησία
τοῦ χωριοῦ, γιὰ
νὰ τὴν προσκυνήσουν
οἱ συγχωριανοί του. Ἐπειδὴ
ὅμως ἦταν βαρειά, τὴν
ἔβαλε στὴν πλάτη τοῦ
ὑποζυγίου του καὶ τράβηξε κατὰ
τὸ χωριό. Στὸ δρόμο, ὅσοι
ἔβλεπαν τὴν εἰκόνα,
τὴν προσκυνοῦσαν μὲ
εὐλάβεια. Τὸ ὑποζύγιο
αἰσθάνθηκε σπουδαῖο καὶ
νόμισε πὼς εἶχε μερίδιο στὰ
προσκυνήματα τοῦ κόσμου. Ὁ χωρικός,
βλέποντας τὸ ἄλογό του νὰ
φουσκώνῃ ἀπὸ
ὑπερηφάνεια, τοῦ εἶπε:
«Κάτσε νὰ τελειώσουμε πρῶτα μὲ
τὴν εἰκόνα καὶ μετὰ
θὰ σὲ ξυλοφορτώσῳ,
ὅπως σοῦ ταιριάζει».
Τὸ ὑποζύγιο
τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ
ἀναγνώσματος εἶναι ἕνα
ταπεινὸ γαϊδουράκι. Ἀσυνήθιστο τὸ
φαινόμενο ἕνας βασιλιὰς νὰ
μὴν ἱππεύῃ
ἄλογο, ποὺ εἶναι
σύμβολο δύναμης. Ἰδοὺ ἡ
πρώτη ἀπογοήτευση τῶν Ἱεροσολυμιτῶν,
ἀνακατεμένη μὲ τὶς
ἰαχὲς καὶ
τὶς φωνὲς τοῦ
ἐνθουσιώδους ὄχλου.
Περίμεναν βασιλιὰ δυνατό, αὐστηρό, βλοσυρό,
μὲ δυὸ τρία μαχαίρια
ζωσμένα στὴ μέση, ἕτοιμο νὰ
δώσῃ μὲ βροντερὴ
φωνὴ τὸ σύνθημα τῆς
ἐπανάστασης, ἱκανὸ
νὰ πατάξῃ τοὺς
ῥωμαίους δυνάστες καὶ νὰ
ἀναδείξῃ τοὺς
ἑβραίους σὲ κυρίαρχη
δύναμη στὴν περιοχή, βασιλιὰ ποὺ
θὰ ξεχώριζε στὰ ἐνδύματα
καὶ θὰ φοροῦσε
πολύτιμο δαχτυλίδι, σημάδι ἐξουσίας.
Ὄχλος! Ἴδιος
χθὲς καὶ σήμερα! Ἀνόητος
πάντοτε, ὡς μὴ διακρίνων τὸ
ὀρθό, τὸ ἀληθινό,
ἀπὸ τὸ
ψεύτικο καὶ παροδικό, μεταβαλλόμενος ἀπὸ
τὴ μιὰ μέρα στὴν
ἄλλη, ἀγόμενος καὶ
φερόμενος ἀπὸ τὸν
ἄνεμο τοῦ συμφέροντός
του, εὐκολόπιστος, ἐλαφρόμυαλος,
καιροσκόπος, ἐπικίνδυνος. Ναί! Τέτοιος ἦταν
καὶ ὁ ὄχλος
ποὺ προϋπάντησε τὸν Χριστό ἔξω
ἀπὸ τὴν
ἱερὴ πόλη, γιατὶ
μετὰ ἀπὸ
ἕξι ἡμέρες Τὸν
σταύρωσε. Ἄλλα εὐεργετήθηκε, ἄλλα
περίμενε, ἄλλα κατάλαβε, ἄλλα ἀποφάσισε.
Τόσα θαύματα, τόσες θεραπεῖες, τόσες εὐεργεσίες,
χορτασμοί, λόγια σοφά, νεκραναστάσεις, κι ὅμως! τὴ
μιὰ «Εὐλογημένος», τὴν
ἄλλη «Ἐπικατάρατος»·
τὴ μιὰ «μετὰ
βαΐων καὶ κλάδων», τὴν ἄλλη
«μετὰ μαχαιρῶν καὶ
ξύλων»· τὴ μιὰ «Ὡσαννά»,
τὴν ἄλλη
«Σταυρωθήτω». Νά, αὐτὸς εἶναι
ὁ ὄχλος!
Περίμεναν ἐπιβλητικὴ
εἴσοδο, ἀλλὰ
λίγο τοὺς τὰ χάλασε τὸ
γαϊδουράκι...Ἀπὸ μακρυὰ
οἱ φαρισαῖοι κοιτοῦσαν
καχύποπτοι. «Ἀποκλείεται νὰ εἶναι
αὐτὸς ποὺ
περιμένει ὁ Ἰσραήλ»,
σκέφτονταν πονηρά. Ἡ προφητεία γνωστή: «Μὴ
φοβᾶσαι, Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ
ὁ βασιλιάς σου ἔρχεται καθήμενος
ἐπάνω σὲ ἕνα
γαϊδουράκι», ὅμως ὁ νοῦς
τους τελείως ἀλλοτριωμένος ἀπὸ
τὸν φθόνο καὶ τὴν
κακία, πλανεμένος ἀπὸ τὴν
ὑπερηφάνεια τῆς ὑπεροχῆς
τῆς κοινωνικῆς τους θέσης,
δὲν τοὺς ἄφηνε
νὰ ἐννοήσουν τὰ
δέοντα. Ὁ ὄχλος, ἀρκετὰ
ἀσυγκράτητος, ἐνθουσιώδης, ἦταν
δύσκολο ἐκείνη τὴ στιγμὴ
νὰ χειραγωγηθῇ. Ἂς
ἔστρωνε τὰ ἱμάτιά
του. Εἶχαν ἕξι ἡμέρες
καιρό, γιὰ νὰ τὸν
δασκαλέψουν, νὰ τὸν καθοδηγήσουν,
νὰ τὸν κοροϊδέψουν,
νὰ τὸν πάρουν μὲ
τὸ μέρος τους, νὰ τὸν
στρέψουν κατὰ τοῦ εὐεργέτη
του, ὅταν Ἐκεῖνος
στὸ βῆμα τὸ
Λιθόστρωτο θὰ ἄκουγε τοὺς
ἑβραίους νὰ ἐπιλέγουν
τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ
Βαραββᾶ.
Ποτὲ δὲν
κατάλαβαν ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς,
γιατὶ ποτὲ δὲν
εἶχαν ταπείνωση. Ὁ ταπεινὸς
διακρίνει τὸν ταπεινό, γι’ αὐτὸ
καὶ οἱ φαρισαῖοι
δὲν διέκριναν ὅτι ἐπάνω
στὸ ταπεινὸ ὑποζύγιο
ἦταν ὁ ταπεινὸς
Μεσσίας. Τὸν περίμεναν ἐν δόξῃ,
τὸ δὲ ὑποζύγιό
του συνευδοκοῦσε στὴν ντροπὴ
καὶ τὴν ἀτίμωση,
τὴν ὁποίαν ὡς
ἀνταπόδωση τοῦ ἐτοίμασαν
στὸ Γολγοθᾶ. Τὸν
εἶδαν νὰ δακρύζει, ἀπαράδεκτο
γιὰ ὅποιον ἔχει
ἀξιώσεις νὰ εἶναι
βασιλιάς.
Οἱ ἀπόγονοί
τους ἀκόμη περιμένουν τὸν Μεσσία. Τὸ
εἶπε ὁ ἴδιος
ὁ Κύριος: «Ἐγὼ
ἔχω ἔρθει στὸ
ὄνομα τοῦ Πατρός Μου καὶ
δὲν μὲ δέχεσθε· ἂν
ἔλθῃ ἄλλος
στὸ ὄνομα τοῦ
ἑαυτοῦ του, ἐκεῖνον
θὰ τὸν δεχθῆτε».
Ναί, θὰ τὸν δεχθοῦνε,
ἀδελφοί μου, αὐτὸν
ποὺ θὰ ἔρθῃ
ὡς Χριστὸς τάχα μὲ
μιὰ δεύτερη παρουσία, ἀλλὰ
θὰ ἀποδειχθῇ
τέτοιος ποὺ ταίριαζε στοὺς προγόνους
τους, σκληρὸς καὶ ἀδυσώπητος,
βλοσηρὸς καὶ κακόψυχος, ἀσυγκίνητος
καὶ ἄσπλαχνος, ἀλλαζονικὸς
καὶ ὑπερφίαλος, μὲ
ὅλες τὶς ἁμαρτίες
καὶ ὅλα τὰ
δαιμονικὰ ἰδιώματα.
Γιὰ ἐμᾶς
τοὺς χριστιανοὺς ὁ
Μεσσίας ἦρθε· εἶναι ὁ
πρᾷος καὶ ταπεινὸς
στὴν καρδιὰ Ἰησοῦς
Χριστός, ὁ ἀληθινὸς
Θεὸς ποὺ ἔγινε
ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας. Σήμερα
Τὸν ὑποδεχόμαστε
λειτουργικά, ὄχι ὡς ὄχλος,
ἀλλὰ ὡς
λαός Του εὐλογημένος, ὡς Ἐκκλησία
Του, ὡς ποίμνιό Του. Δὲν μᾶς
ζητᾶ νὰ στρώσουμε ἱμάτια,
ἀλλὰ τὶς
ἁμαρτίες μας, γιὰ νὰ
περάσῃ ἀπὸ
ἐπάνω τους μὲ τὸ
ὑποζύγιο τῆς ταπεινώσεως,
στὸ ὁποῖο
ἀναπαύθηκε, τὸν Τίμιο καὶ
Ζωοποιὸ Σταυρό Του, ἔτσι ὥστε
νὰ τὶς σβήσῃ
μιὰ γιὰ πάντα. Δὲν
μᾶς ζητᾶ νὰ
κρατήσουμε βάγια, ἀλλὰ τὰ
ἅγια προστάγματά Του στὴν
καρδιά μας, ἔτσι ὤστε νὰ
μὴν παρασυρθοῦμε, νὰ
μὴν πλανηθοῦμε καὶ
Τὸν προδώσουμε, ὅπως ὁ
ὄχλος ἐκεῖνος.
Σήμερα τὸ ἀπόγευμα, ἀδελφοί μου, εἰσοδεύουμε στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὴν πιό κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ ἔτους. Ἂς προετοιμάσουμε ἐαυτοὺς καταλλήλως, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε καὶ τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως.
π. Στυλιανός Μακρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.