Γεννήθηκε στη Νάξο το 1749. Ο πατέρας του λεγόταν Αντώνιος και η μητέρα του Αναστασία και τον γαλούχησαν από μικρό με χριστιανική ανατροφή. Ακολούθησε σπουδές και αποφοίτησε αρχικά από τη σχολή του Αγίου Γεωργίου στη Νάξο, όπου είχε διδάσκαλο τον αδελφό του Κοσμά του Αιτωλού αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Εν συνεχεία ανεχώρησε για ανώτερες σπουδές στη Σμύρνη, όπου και σπούδασε στην Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης, για πέντε έτη. Οι ικανότητές του διαφάνηκαν αμέσως, με αποτέλεσμα ο Ιερόθεος Δενδρινός (Σμύρνης) να τον προτείνει για διευθυντή της σχολής του. Η μόρφωσή που έλαβε στη Σμύρνη εκτός από τη θεολογική επιστήμη περιελάμβανε και άλλους τομείς, όπως Φιλοσοφία, οικονομία, ιατρική και αστρονομία. Στα ιδιαίτερα χαρίσματά του ήταν ο εξαιρετικός χειρισμός της ελληνικής και αρχαίας ελληνικής γλώσσας, η γνώση γαλλικών, ιταλικών και λατινικών καθώς και η ισχυρή μνήμη.
Στιγμιότυπο από την λιτανεία στην Νάξο |
Το 1770, αφού αποφοίτησε από την Σχολή και εξ αιτίας του ρωσοτουρκικού πολέμου, επέστρεψε στην Νάξο, όπου για μια πενταετία περίπου εργάστηκε ως Γραμματέας της Μητροπόλεως Παροναξίας, υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση του Μητροπολίτου Παροναξίας Ανθίμου του Γ΄ (1742-1779). Ο Νικόδημος σε αυτή την περίοδο φαίνεται πως επηρεάστηκε από την επαφή του με τους κολλυβάδες μοναχούς, οι οποίοι είχαν καταφύγει στη Νάξο αλλά και από σημαντικές προσωπικότητες, όπως είναι ο Άγιος Μακάριος Νοταράς Επίσκοπος Κορίνθου. Στο νησί της Νάξου επίσης φαίνεται να συνδέθηκε έντονα με τους Ιησουσίτες, από τους οποίους εικάζεται ότι οφείλει τη βαθιά γνώση της δυτικής θεολογίας, αλλά και της ιταλικής γλώσσας. Τελικώς το 1775 εισήχθη στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου του Αγίου Όρους και εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημος. Σε αυτή την απόφαση ίσως να συνέβαλε και η μητέρα του, η οποία λίγο νωρίτερα είχε και αυτή καρεί μοναχή στη Νάξο ονομαζόμενη Αγαθή. Λίγο αργότερα θα δεχτεί πρόταση από τον Μακάριο να επεξεργαστεί τα χειρόγραφα της Φιλοκαλίας, του Ευεργετινού και του βιβλίου Περί συνεχούς μεταλήψεως, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί ως ερημίτης στην Καψάλα για να συνεχίσει το έργο του. Αποπειράται επίσης να συναντήσει τον Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ, αλλά μία τρικυμία τον υποχρεώνει να μείνει στη Θάσο. Από κει οδηγείται τελικά στη Σκυροπούλα, όπου μένει υποτακτικός ενός μοναχού Αρσενίου. Επιστρέφει και πάλι στο Όρος το 1784, όπου θα μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, μετά από πρόσκληση του Αθανασίου του Παρίου για να συνεργαστούν στην έκδοση των παλαμικών κειμένων.
Εκοιμήθη τελικά την Τετάρτη 14 Ιουλίου του 1809 και σε ηλικία 60 ετών στο κελί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.