Κυριακή 27 Μαΐου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ



 «Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορ­τῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καί ἔκραξεν λέγων· ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καί πινέ­τω» (Ἰωάν. 7.37).
Πεντηκοστή τῶν Ἰουδαίων καί ὁ Ἰη­σοῦς καλεῖ ὅσους διψοῦν νά τόν πλη­σιά­­σουν καί νά πιοῦν ἀπό τό νερό πού τούς προσφέρει. Ἀκατάληπτα ἠχοῦν τά λόγια του ἀκό­μη καί τούς ἴδιους τούς μαθητές του, πού δέν μποροῦν νά ἀντιληφθοῦν τό νόημά τους. Τό ἴδιο ἀκατάληπτα θά φα­νοῦν σέ κάποιους καί τά λόγια τῶν μαθη­τῶν τοῦ Κυ­ρίου, ὅταν τήν ἡμέρα μιᾶς ἄλ­λης Πεντηκοστῆς, καί ἐνῶ οἱ μαθητές ἔ­χουν δεχθεῖ στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος, «ἤρ­ξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθώς τό πνεῦμα ἐδί­δου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι».

Τό γεγονός αὐτό δέν εἶναι ἀσυνήθιστο στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Δύο χι­λι­ά­­δες χρόνια σχεδόν ἔχουν περάσει ἀπό τή μοναδική ἐκείνη ἡμέρα τῆς Πεντηκο­στῆς, καί ὑπάρχουν ἀκόμη ἀρκετοί συνάνθρω­ποί μας πού δέν μποροῦν ἤ δέν θέλουν νά κα­τανοήσουν τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ, πού δέν θέλουν νά κατανοήσουν ὅσα οἱ μαθη­τές του μέ τή χάρη καί τόν φωτισμό τοῦ Πα­ναγίου Πνεύματος κηρύσσουν καί δι­δά­­­σκουν. Ὑπάρ­χουν ἄνθρωποι πού σάν ἐκεί­νους τούς αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ θαύ­ματος τῆς Πεντη­κοστῆς εἰρωνεύονται ὅσους μιλοῦν γιά τόν Χριστό καί τήν ἀλή­θειά του, ὅσους μιλοῦν γιά τήν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, γιά τήν ἁγιότητα καί τή θέωση, καί τούς χλευάζουν λέγοντας «ὅτι γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσίν», εἶναι με­θυ­σμένοι, εἶναι ἐκτός τόπου καί χρόνου.
Ὅμως ὁ Χριστός οὔτε ἐνο­χλεῖται οὔτε ἐμποδίζεται ἀπό αὐτή τή συμπε­­ρι­φορά τῶν ἀνθρώπων· συνεχίζει ἀνά τούς αἰῶνες νά τούς καλεῖ κοντά του· συνεχίζει νά βρίσκεται καί σήμερα, κατά τή μεγάλη αὐτή ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἀνά­μεσά μας καί νά μᾶς καλεῖ λέγοντας: «ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καί πινέ­τω».
Ὅσοι διψοῦμε ἄς προστρέξουμε στόν Χρι­στό γιά νά ἀντλήσουμε ἀπό τό πνευ­μα­τικό ὕδωρ πού προσφέρει. Καί διψοῦμε ὅλοι, ἀδελφοί μου, ἔστω καί ἄν δέν τό ἔ­χουμε συνειδητοποιήσει ὅσο χρειάζεται. Δι­ψοῦμε γιά τήν ἐλευθερία σέ ἕνα κόσμο πού εἶναι κατ’ ὄνομα ἐλεύθερος, ἀλλά στήν πραγματικότητα μᾶς δεσμεύει μέ ποι­­κίλα δεσμά. Διψοῦμε γιά τή δικαιο­σύ­νη ζῶντας σέ μιά κοινωνία πού ἰσχυρί­ζεται ὅτι ἐφαρμόζει τό δί­καιο, ὅμως ἐμεῖς αἰ­σθανόμαστε συχνά τήν ἀδικία νά μᾶς περικυκλώνει. Διψοῦμε γιά τήν ἰσό­τητα, γιατί νιώθουμε πώς, παρά τίς μεγαλόστο­μες ὑποσχέσεις καί ἐξαγγελίες, ἡ ἰσότητα ἀποτελεῖ περισσότερο εὐχή παρά πραγμα­τι­κό­τητα. Διψοῦμε γιά τήν ἀλληλεγγύη, ἀλλά οἱ περισσότεροι ἐνδιαφερόμαστε μό­νο γιά τό προσωπικό μας συμφέρον. Δι­ψοῦ­με γιά τήν ἀγάπη, ἀλλά αὐτό πού προσ­φέρουμε καί δεχόμαστε εἶναι συχνά μιά ἀγάπη συμβατική καί ἐπιφανειακή καί ὄχι οὐσιαστική καί ἀληθινή. Διψοῦμε γιά τήν χαρά καί τήν εὐτυχία, γιατί ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία πού ζοῦμε ἐξατμίζεται πολύ εὔκολα. Διψοῦμε γιά τήν ψυχική γαλήνη καί τήν ἠρεμία, γιατί αἰσθανόμαστε τα­λαι­πω­ρημένοι ἀπό τίς δυσκολίες καί τά προ­βλήματα τῆς ζωῆς. Διψοῦμε γιά τήν ἀλήθεια, γιατί φοβόμαστε ὅτι μᾶς περικυ­κλώ­νει τό ψέμα. Διψοῦμε γιά τήν ἀσφά­λεια, γιατί οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς στόν σύγχρονο κόσμο μᾶς κάνουν πολλές φο­ρές νά αἰσθανόμαστε ἀνασφαλεῖς.
Ποιός μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰ­ώ­να δέν διψᾶ εἴτε γιά ὅλα αὐτά εἴτε γιά κά­ποιο ἀπό αὐτά, ἔστω καί ἄν δέν θέλει νά τό παραδεχθεῖ; Ποιός μπορεῖ νά μᾶς πεῖ ποιός ἄλλος σέ αὐτό τόν κόσμο μπορεῖ νά μᾶς προσφέρει ὅλα αὐτά πού μᾶς προσφέ­ρει ὁ Χριστός γιά νά κορέσει τή δίψα μας; Γιατί δέν ὑπάρχει καμιά ἀμφιβολία ὅτι ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς τά προσφέρει ὅλα αὐτά, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἀλήθεια, εἶναι ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ὁ δίκαιος καί ὁ «δικαιοσύνας ἀγαπῶν», εἶναι Αὐτός πού μᾶς προσφέρει τή χαρά τήν ὁποία «οὐδείς αἴρει ἀφ’ ἡμῶν». Εἶναι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καλεῖ πάντοτε «τούς κο­πιῶ­ντας καί τούς πεφορτισμένους» κοντά του καί ὑπόσχεται ὅτι θά τούς χαρίσει τήν ἀνάπαυση. Εἶναι Ἐκεῖνος πού ἀνέλαβε στούς ὤμους του τό βαρύ φορτίο τῶν ἁ­μαρ­τιῶν καί τῶν ἀδυναμιῶν μας καί μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό αὐτό μέ τή σταυρική του θυσία. Εἶναι Ἐκεῖνος πού προσφέρει τό Πνεῦ­μα του σέ ὅσους τόν πιστεύουν γιά νά τούς κατευθύνει «πρός πᾶσαν τήν ἀλή­θειαν» καί νά ἀρδεύει τήν ψυχή τους μέ τά ἀκένωτα νάματα τῆς χάριτός του.
Ἀδελφοί μου, ὅποιος αἰσθάνεται τήν δί­ψα ὅλων αὐτῶν, ὅποιος αἰσθάνεται τή δίψα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Πα­ναγίου Πνεύματος στή ζωή του, ἄς σπεύ­σει νά ἐπωφεληθεῖ τῆς εὐκαιρίας· ἄς σπεύσει νά ἀνταποκριθεῖ στήν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ «ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω». Ἡ φωνή του ἀκούεται καθα­ρή καί στίς ἡμέρες μας, ἔστω καί ἄν οἱ θό­ρυ­βοι τοῦ κόσμου προσπαθοῦν νά τήν κα­λύψουν. Ἄς τρέξουμε κοντά στόν Χρι­στό καί ἄς ἀντλήσουμε ἀπό τό ὕδωρ τό ζῶν πού μᾶς προσφέρει, καί νά εἴμαστε βέ­βαιοι ὅτι ὅποιος πιεῖ ἀπό τό ζωοποιό αὐτό ὕδωρ πού προσφέρει ὁ ζωοδότης Χρι­στός «οὐ μή διψήσει εἰς τόν αἰῶνα».

 Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...