Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Να τί σημαίνει αρρώστια, όλος ο κόσμος έγινε ναός του Θεού!




 Σελίδες ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς λευΐτη


γιατρς κουνοσε τ κεφάλι του ποδοκιμαστικά.
— Μ εναι λογικό, π. θανάσιε, ν βγαίνεις ξω, στν παγωνι κα τ θύελλα, φο ξέρεις πς χεις τόσο δύνατους πνεύμονες;
λοι νησυχοσαν γι μένα. λεγαν πς θάνατος κρεμόταν πάνω π᾿ τ κεφάλι μου, μ Χριστς τν διωξε κα μο χαμογέλασε...

ταν παπς εναι καλ κα δν ντιμετωπίζει δοκιμασίες κα θλίψεις, ο νθρωποι το χωριο χι μόνο δν τν πολυσέβονται, μ κα τν ερωνεύονται, το πετνε πρεπες κουβέντες, τραγουδνε μπροστά του σεμνα τραγούδια... ταν μως ρρωστήσει — τί ντίθεση! — εναι τοιμοι κα τν ψυχή τους ν δώσουν γι ν τν βοηθήσουν... Κακ τ ψέματα, ρσος νιώθει π᾿ λους γκαταλειμμένος, κα μόνο τν ερέα θεωρε κόμα σν «πατέρα του»... πατέρα συχν νάξιο, μως οκεο κα χώριστο... Τ διο γινε κα μ μένα: ταν μουνα καλά, πέμενα συχν τς ερωνεες κα τς πρέπειές τους. Μόλις ρρώστησα βαριά, ρχισαν ν κλανε, ν προσεύχονται γι μένα, ν μο φιλνε τ χέρια!

* * *
Τώρα γι μένα λος κόσμος γινε νας το Θεο. Ν τί σημαίνει ρρώστια!
Πάνω στ τραπέζι πεσαν ο κτνες το λιου. κούμπησα κε τ χέρια μου κι νιωσα πολλ χαρ ζω συνεχίζεται!
Βγκα ξω, στν καθαρ έρα, γι πρώτη φορά. Μάρτης περπατάει πάνω στ χιόνι κα πίσω του χοροπηδνε κα φτερουγίζουν τ σπουργίτια. χ, ατ τ σπουργίτια! Τί χαριτωμένα πο εναι! Σ γεμίζουν εθυμία κα εφροσύνη μ τ ζωηράδα τους, τ καμώματά τους, τν κανοποίησή τους... «Καλ λίαν» εναι γ το Θεο! Σ λίγο θά ᾿ρθει νοιξη, καί, πως λέει λαός μας, θ᾿ ρχίσει ν κεντάει τν καινούργια νυφιάτικη φορεσι τς γς μ τ πολύχρωμα λουλούδια, τ χορτάρια κα τ ποικιλόσχημα φύλλα.
διακο-Ζαχαρίας μ βοήθησε ν σηκωθ π τ κρεβάτι. κφρασή του, τ χαμόγελό του— μαρτυρον πς εναι πολ εχαριστημένος γι τ βελτίωσή μου. Παρατηρ τ πλατύ, φωτεινό του πρόσωπο κα συλλογίζομαι: «Τί καλ πο θά ᾿ταν, ν τσι πάντα πορεύονταν ο νθρωποι πάνω στ γ το Θεο, βοηθώντας νας τν λλον κα χαμογελώντας τόσο γλυκά... μ τόση εχαρίστηση... πο ξεπηδάει π᾿ τ βάθη τς καρδις...»
Δν εναι καλ γι ναν ερέα ν σκέφτεται τ γήινα... Μ σήμερα ρθαν στ νο μου γήινες ναμνήσεις, πο μ᾿ καναν ν μελαγχολήσω: θυμήθηκα τ μακαρίτισσα τν πρεσβυτέρα μου—πόσο θ χαιρόταν τώρα γι τν νάρρωσή μου!... θ μ στήριζε γι ν περπατήσω... ταν κι κείνη ψυχ στοχαστική... ν ζοσε, θ᾿ ναπολούσαμε τος νεανικούς μας περιπάτους στ Μόσχα..., τς ναβάσεις στς βουνοπλαγις το Βορομπίεβι..., τ θεο πόθο πο γεννοσε στς καρδιές μας τ κουσμα τς σαρακοστιανς καμπάνας... Κάθε νοιξη μς θύμιζε τν γν νιότη—το «χαρε νύμφη νύμφευτε».
Μ δν μπορε νθρωπος ν χει μέσα του πόλυτη, θόλωτη χαρά!

* * *

Μεγάλη Σαρακοστή. Μυστήριο τς ξομολογήσεως. Μ βαρεις μαρτίες εναι φορτωμένος νθρωπος. λίμονο, κάθε χρόνο τ μαρτήματά του εναι πι μεγάλα κα πι μαρα... σήκωτος ζυγς στος μους το ερέα: Ν λύνει τος νθρώπους π᾿ τ δεσμ τς μαρτίας! Σ πολλος πρέπει ν βάλω πιτίμια, σύμφωνα μ τος κανόνες τς κκλησίας, λλ δν τ ντέχω... Δν μπόρεσα ποτ ν γίνω αστηρός! π τν λλη πάλι, πόση συμπάθεια νιώθω, ταν βλέπω τν ελικριν μετάνοιά τους! Ατ μετάνοια εναι μόνη λπίδα το ρωσικο λάου, τ μοναδικό του πλο μπροστ στ κακό, πο λο κα πλησιάζει... μαρτάνει μ εναι κανς ν κλάψει πικρά, παναλαμβάνοντας τ λόγια του γίου νδρέου Κρήτης στν Μεγάλο Κανόνα: «πώλεσα τ πρωτόκτιστον κάλλος κα τν επρεπειάν μου· κα ρτι κεμαι γυμνς κα καταισχύνομαι».
Τ᾿ νοιξιάτικα νερ κυλνε στ γ, σχηματίζοντας ρυάκια.
Μετ τ Μέγα πόδειπνο πγα ναν περίπατο στ δάσος κι κοψα μερικ κλαδι π τς λυγαριές, τς στολισμένες μ τ κόκκινα λουλούδια τους. Θαρρ πώς, ταν θ πεθαίνω, δν θ νειρεύομαι π᾿ τ γήινα τίποτ᾿ λλο, παρ μονάχα τοτες τς νθισμένες κόκκινες λυγαριές!
... Τ δάση μας τ κόβουν! Κα τ κόβουν συλλόγιστα, μ καταστροφικ μανία. λόγυρα στ χωριό μας πρχαν τόσα πυκνά, παρθένα δάση... Κα ζοσαν κε μέσα τόσα πουλιά, τόσα γρίμια... Μ τώρα, ρημιά...
Παρατηρ, πς σο περισσότερο καταστρέφεται φύση, τόσο χειροτερεύει ζω πάνω στ γ, τόσο σκοτεινιάζουν τ πρόσωπα τν νθρώπων…θελήσαμε ν δείξουμε τν ψευτοπαλληκαριά μας πάνω στ φύση! Βαλθήκαμε ν τν κατακτήσουμε, ν τν ποτάξουμε, ν τν ξουσιάσουμε, ν τν «ξιοποιήσουμε»...
Πόσες φορές, π λαζονικ πιδεκτικότητα κα μόνο, δν κάψαμε τεράστια δάση, δν σκοτώσαμε τόσα ζα κα πουλιά... Μ τρόμο ντιμετωπίζει πι φύση τν νθρωπο, σν τν χειρότερο χθρό της. Μήπως π᾿ ατ θ ρθει μεγάλη θλίψη;




Βασίλειος Νικηφόρωφ-Βόλγιν - Τὸ ὁδοιπορικὸ ῥαβδί

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ῥωσικά 
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...