«Εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου … καί ἡμεῖς εἰς Χριστόν ἐπιστεύσαμεν» (Γαλ. 2.16).
Νόμος, ἔργα καί πίστη εἶναι τό τρίπτυχο πού παρουσιάζει στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, κάνοντας συγχρόνως μία προσωπική ἀποκάλυψη, μία προσωπική ἐξομολόγηση.
Γνωρίζοντας, λέει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά δικαιωθεῖ ἀπό τά ἔργα τοῦ νόμου, πιστεύσαμε στόν Χριστό γιά νά δικαιωθοῦμε διά τῆς πίστεως.
Ὁ ἀπόστολος πού μᾶς ὁμιλεῖ δέν εἶναι ἕνα τυχαῖο πρόσωπο. Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πού, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ, ὑπῆρξε «ζηλωτής τῶν πατρικῶν παραδόσεων»· ὑπῆρξε ἀκριβής μελετητής καί πιστός τηρητής τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ἔκανε ὅ,τι ἐπέτασσε ὁ Μωσαϊκός νόμος μέ τή βεβαιότητα ὅτι εὐαρεστεῖ στόν Θεό. Τί συνέβη, λοιπόν, ξαφνικά καί ἄλλαξε γνώμη σχετικά μέ τά ἔργα τοῦ νόμου καί τή χρησιμότητά τους;
Γνώρισε τόν Χριστό καί κατενόησε ὅτι ὁ νόμος ἦταν «παιδαγωγός εἰς Χριστόν», δέν ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Γνώρισε τόν Χριστό καί ἀντελήφθη ὅτι, ἐάν μποροῦσαν νά μᾶς σώσουν τά ἔργα μας καί ἡ ἐφαρμογή τοῦ νόμου, δέν θά χρειαζόταν νά ἔρθει στή γῆ ὁ Χριστός καί νά θυσιασθεῖ ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Δέν θά χρειαζόταν νά πιστεύσουμε στόν Χριστό.
Γνώρισε τόν Χριστό καί κατάλαβε ὅτι ἐάν μποροῦσαν νά μᾶς σώσουν τά ἔργα τοῦ νόμου, τότε θά εἶχαν σώσει καί τόν Φαρισαῖο τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς, πού εὐχαριστοῦσε τόν Θεό, γιατί δέν ἦταν «ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων», ἀλλά πιστός τηρητής τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, καί ὅμως δέν δικαιώθηκε.
Κάποιοι ὅμως ἴσως διερωτηθοῦν: «Τί σημαίνει αὐτό; Δέν χρειάζονται πλέον τά ἔργα γιά νά σωθοῦμε; Μποροῦμε νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε καί νά παρακαλοῦμε μόνο τόν Χριστό νά μᾶς σώσει;»
Ἀσφαλῶς ὄχι, ἀδελφοί μου. Τά ἔργα εἶναι ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία μας, γιατί τά ἔργα εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς πίστεώς μας στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος δέν μᾶς ζητᾶ τώρα ἔργα νόμου, ἀλλά ἔργα πίστεως.
Τά ἔργα τοῦ νόμου εἶναι αὐτά πού κάνει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, αὐτά πού κάνει γιατί φοβᾶται τίς συνέπειες τῆς παρακοῆς καί τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου καί τήν τιμωρία.
Ἀντίθετα τά ἔργα τῆς πίστεως εἶναι αὐτά πού κάνει ὁ ἄνθρωπος ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό. Αὐτά πού κάνει, γιατί ὁ Θεός τοῦ τά ζητᾶ καί δέν θέλει νά τόν πικράνει καί νά τόν στενοχωρήσει μέ τήν παρακοή του.
Αὐτά τά ἔργα μᾶς ζητᾶ ὁ Χριστός. Ὄχι γιατί αὐτά μᾶς σώζουν, ἀλλά γιατί αὐτά μᾶς κάνουν δεκτικούς τῆς σωτηρίας πού προσφέρει ὁ Χριστός σέ ὅσους τόν πιστεύουν.
Δέν μᾶς σώζουν τά ἔργα μας, οὔτε καί αὐτά ἀκόμη τά ἔργα τῆς πίστεως, γιατί, ἐάν μᾶς ἔσωζαν, τότε ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς θά ἦταν σωτήρας τοῦ ἑαυτοῦ του καί δέν θά χρειαζόταν, ὅπως εἴπαμε, ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ γιά νά μᾶς σώσει.
Δέν μᾶς σώζουν τά ἔργα μας, γιατί, ἐάν μᾶς ἔσωζαν, τότε θά κινδυνεύαμε νά χάσουμε τή σωτηρία μας ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τήν ἀλαζονεία μας ὅτι τά ἔργα μας εἶναι αὐτά πού μᾶς σώζουν, ὅτι ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀρετή μας καί τίς ἀγαθοεργίες μας. Ἀλλά ὅλα αὐτά, ἀδελφοί μου, καί οἱ μεγαλύτερες ἀκόμη ἀρετές καί οἱ καλύτερες πράξεις εἶναι ἕνα τίποτε μπροστά στήν ἁγιότητα καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς προσφέρει τή βασιλεία του καί μᾶς καθιστᾶ κληρονόμους του. Γι᾽ αὐτό καί μᾶς συστήνει ὁ Χριστός: «ὅταν ποιήσητε πάντα τά διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμέν, ὅτι ὅ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν».
Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός ζητᾶ μέν τά ἔργα τῆς πίστεως, προσθέτει ὅμως στά ἔργα αὐτά καί τή χάρη του γιά νά σωθοῦμε, ἐπιβεβαιώνοντας αὐτό πού ἔλεγε ἄλλοτε στόν πρωτοκορυφαῖο του ἀπόστολο «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται».
Ἐμεῖς χρειάζεται νά προσπαθοῦμε, χρειάζεται νά κάνουμε τά ἔργα τῆς πίστεως πού μᾶς ζητᾶ ὁ Θεός, ὄχι γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλά γιατί αὐτά μᾶς κρατοῦν κοντά του· γιατί αὐτά ἀνοίγουν τήν πηγή τοῦ ἐλέους καί τῶν οἰκτιρμῶν του γιά μᾶς καί μᾶς κάνουν ἀξίους τῆς σωτηρίας.
Καί γι᾽ αὐτή τή σωτηρία θά πρέπει νά ἐργαζόμαστε, καλλιεργώντας τήν πίστη καί τά ἔργα της καί παρακαλώντας τόν Χριστό νά μᾶς χαρίσει τό ἔλεός του καί νά μᾶς καταστήσει κληρονόμους τῆς βασιλείας του.
Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.