Στο μέσο της παλιάς Πλατείας είδα σήμερα πολλούς
να κάθονται και να μιλούνε, πλήθος από περαστικούς.
Σε μια γωνιά του κύκλου της, εστάθηκα μόνος, σιωπηλός
απέναντι μου ένας βρώμικος, ζητιάνος αδελφός.
Άλλοι πέρα εγελούσανε, νέοι ωραίοι δυνατοί
κι οι γέροι αθόρυβα περνούσανε κοντά τους βιαστικοί.
Τα πρόσωπα τους εφωτίζοντο απ’ έναν Ήλιο δροσερό
κι ο χειμώνας γλύκαινε και πρόδιδε της Άνοιξης τον
ερχομό.
Νέοι και γέροι, όλοι τους, ξεχάσαν εκείνη τη γωνιά
που ο ζητιάνος έμενε μες τη δική του παγωνιά.
Με κοίταξε κατάματα ψάχνοντας λίγη θαλπωρή
την ώρα εκείνη εφτερούγιζε η ψυχή στο Λυτρωτή.
Τον κόσμο τούτο άφησε κοιτώντας Ουρανό
κανένας δεν εκτίμησε τον εδικό του θησαυρό.
Και στη γωνιά μου απέμεινα μονάχος πλέον, ζωντανός
μα ένας ζητιάνος Άγγελος εστάθει εμπρός μου, φωτεινός.
Και η Πλατεία ξάφνου άδειασε, χαθήκαν οι περαστικοί
μυρίπνοα άνθη εγενήκαμεν σε Βασιλική αυλή.
Θεολόγος Παπαδόπουλος
πηγή:εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.