Μία
από τις σημαντικότερες δυνάμεις του
λογιστικού του ανθρώπου είναι η φαντασία. Φυσική της λειτουργία είναι να επιτρέπει
στον άνθρωπο να αναπαριστά τα αισθητά, όπως είναι πράγματι.
Η φαντασία
είναι η δύναμη που μετατρέπει τα περιεχόμενα της αντίληψης σε αντίστοιχες εικόνες
και αναπαραγωγής των προϊόντων αυτών, όταν η μνήμη τα ανακαλεί. Είναι εξίσου
και η ικανότητα να παράγει και να δημιουργεί νέες εικόνες συνδυάζοντας πολλές απ’
όσες έχει πάρει, είτε πλήρως είτε μερικώς. Έτσι η φαντασία μπορεί να πάρει
τριπλή μορφή: της φαντασίας που α) παράγει, β) αναπαράγει, γ) δημιουργεί. Καθεμιά
απ’ αυτές θεμελιώνεται στην προηγούμενή της. Υπό τις δύο τελευταίες μορφές παράγει
τα όνειρα, στις ειδικές συνθήκες του ύπνου.
Στην
αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου, η φαντασία στου συνδεόταν αποκλειστικά με την
αναπαράσταση των αισθητών δημιουργημάτων, που υπήρχαν. Ήταν δύναμη απαραίτητη
στο πλαίσιο των αναγκαίων σχέσεών του μ’ αυτά, όμως δεν αποτελούσε εμπόδιο στη
σχέση του με το Θεό, ούτε οδηγούσε σε εκτροπή την πορεία του προς Αυτόν.
Στην
προπτωτική του κατάσταση ο άνθρωπος διέθετε την «ευπρεπή φαντασίαν». Η ένωση με
το Θεό μέσα από τη θεωρία, στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατή παρά μόνο μέσω της
«καθαράς προσευχής», επομένως, προϋποθέσεις της ένωσης με το Θεό είναι αφενός
μεν η απάθεια και αφετέρου η απουσία οποιασδήποτε αναπαράσταστης κάθε σκέψης
και κυρίως κάθε φαντασίας, που αναφέρονται όχι μόνο στα αισθητά, αλλ’ ακόμη και
στον ίδιο το Θεό. Σ’ αυτό το επίπεδο της θεωρίας, η φαντασία παύει ν’ ασκείται
εξίσου στον ύπνο. Ο άνθρωπος βρίσκεται μόνιμα, ενωμένος στενά με το Θεό, και
στον ύπνο του ακόμη ο νους του παραμένει άγρυπνος.
Με
το προπατορικό αμάρτημα, η φαντασία στον άνθρωπο καθίσταται εργαλείο που συμβάλλει
στη διακοπή της κοινωνίας με το Θεό. Με όσα αυτή παράγει, θα γεμίζει από τώρα
και στο εξής ο άνθρωπος τον κενό, από το Θεό, νου του.
Αυτό
ισχύει πράγματι για τη δημιουργό φαντασία. Στο συγκεκριμένο σημείο, δεν μπορεί
κάποιος παρά να θυμηθεί την εξήγηση του Μεγάλου Αθανασίου σύμφωνα με την οποία
η ψυχή μη μπορώντας να παραμείνει ακίνητη και χωρίς αντικείμενο, αφότου ο άνθρωπος
αποστράφηκε το Θεό για τον Οποίο η πρώτη του φύση τον προόριζε, βάλθηκε να φαντάζεται
αντικείμενα, πάνω στα οποία θα μπορούσε να στιριχτεί: « Κινείται ουν η ψυχή ουκ
έτι μεν κατά αρετήν, ουδέ ώστε τον Θεόν οράν, αλλά τα μη όντα λογιζομένη, το
εαυτής δυνατόν μεταποιεί, καταχρωμένη τούτω ει ας επενόησεν επιθυμίας…»
Ο άνθρωπος
λοιπόν, που οδηγείται στην άγνοια του πνευματικού κόσμου, κατασκευάζει με το
νου και τη φαντασία του ένα φανταστικό κόσμο, στον οποίο προσκολλάται τόσο
περισσότερο, όσο αυτός αποκρίνεται στις αισθητές επιθυμίες και στα πάθη, που
αναπτύσσονται μέσα του.
Αφ’
ενός η φαντασία διεγείρει τα πάθη, προσφέροντας σ’ αυτά ερείσματα, επί των οποίων
μπορούν να στηριχθούν και ν’ αναπτυχθούν. Αφετέρου και κυρίως τα πάθη διεγείρουν
τη δράση και τις παραγωγικές δυνάμεις της φαντασίας: τρεφόμενα κατ’ εξοχήν με
το φανταστικό, τα πάθη καταφέρνουν να παράγουν και να γεννούν τις εικόνες
(παλαιές και νέες) που αντιστοιχούν σ’ αυτά και του προσφέρουν την ηδονή και
την τέρψη που επιζητούν.
Οι
ασκητές γνωρίζουν ανέκαθεν ότι τα όνειρα δημιουργούνται από τη φαντασία σε συνάρτηση
με τις σωματικές και τις ψυχικές διαθέσεις, στην τελευταία αυτή περίπτωση αυτό
γίνεται: α) είτε ως συναθροίσεις των καταλοίπων της μνήμης, που συνδέονται με
ασχολίες και μέριμνες της καθημερινότητας, β) είτε ως μέσα ικανοποίησης των
επιθυμιών της επιθυμητικής δύναμης και γ) είτε, αναφορικά προς το θυμοειδές, ως
απάντηση στο θυμό και την οργή του ήτο φόβο του, αν πρόκειται για εφιάλτες. Λέγει
ο άγιος Μάξιμος: « Όταν η επιθυμία αύξη, τας ποιητικάς των ηδονών ύλας εν τοις ύπνοις
ο νους φαντάζεται, όταν δε ο θυμός τα φόβων ποιητικά πράγματα βλέπει».
Οι
Πατέρες υπογραμμίζουν τον πολύ σημαντικό ρόλο, που διαδραματίζουν οι δαίμονες
στη διπλή αυτή σχέση φαντασίας και παθών: α) είτε ωθώντας τον άνθρωπο να φαντάζεται
ως απάντηση στα πάθη του και με τη μεσολάβησή τους, β) είτε διεγείροντας άμεσα
σ’ αυτόν εικόνες και φαντάσματα με σκοπό να ενεργοποιήσουν τα πάθη. Στην τελευταία
αυτή περίπτωση, είναι αρκετό οι δαίμονες να βάλουν στο νου του ανθρώπου, κατά
τον ύπνο όπως και κατά την εγρήγορση, εικόνες νέες γι’ αυτόν, χωρίς καμία σχέση
με κάποια από τις παρούσες ή τις προηγούμενες αντιληπτικές εμπειρίες του, όχι δημιουργημένες
από αυτόν τον ίδιο αλλ’ επιβαλλόμενες στο νου του κατά κάποιο τρόπο. Έχουν ως σχέδιο
να τον οδηγήσουν στη διάπραξη νέων αμαρτιών ή να τον παρασύρουν σε πονηρούς δρόμους,
που δεν έχει ακόμη βαδίσει. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για τους δαίμονες, που
εξαπατούν τον άνθρωπο και τον κρατούν μακριά από τον Θεό.
Η κυριότερη
μορφή, που παίρνουν οι δαιμονικές υποβολές, που ωθούν τον άνθρωπο στην αμαρτία,
είναι οι φαντασιώσεις: αν στα ασκητικά κείμενα οι λογισμοί συχνά συνδυάζονται
με τις φαντασιώσεις, επίσης συχνά ανάγονται πραγματικά σ’ αυτές ή έχουν σ’ αυτές
την αρχή και την πηγή τους. Επομένως, η φαντασίωση εμφανίζεται ως η κύρια πύλη
εισόδου των δαιμονικών υποβολών στην ψυχή.
Σε
κάθε περίπτωση, η φαντασία εμφανίζεται ως το κύριο όργανο της δαιμονικής ενέργειας
στην ανθρώπινη ψυχή, τόσο στην κατάσταση της εγρήγορσης όσο και στον ύπνο: μέσω
της φαντασίας οι δαίμονες ενοχλούν τον άνθρωπο, επιζητώντας α) να τον ωθήσουν
στην αμαρτία και να ξυπνήσουν ή να διεγείρουν τα πάθη του και β) να τον ταράξουν
και να τον θορυβήσουν με πολλούς τρόπους, να του προκαλέσουν λύπη, στεναχώρια
και αγωνία, να τον εξαπατήσουν, να τον παραπλανήσουν μέσα από διάφορες φρεναπάτες
και κυρίως να τον υποδουλώσουν. Ο Άγιος Ησύχιος ο Ιεροσολυμίτης, της αποδίδει
πρωταγωνιστικό ρόλο στην πτώση του ανθρώπου επισημαίνοντας: «ούτω πάλιν (ο
Σατανάς) τον Αδάμ εχώρισε του Θεού, θεϊκον αξίωμα φαντάσας αυτόν. Και ούτω πάντας
τους αμαρτάνοντας απατάν ο ψεύστης και δόλιος είωθεν εχθρός».
Όσο
ο πεπτωκώς άνθρωπος δεν έχει ξαναβρεί τη νήψη, που χαρακτηρίζει τη φύση του
στην κατάσταση της τελειότητας και της υγείας, τόσο η καρδιά του παραμένει
ανοικτή στις πονηρές εισηγήσεις, τις οποίες του υποβάλλει ο εχθρός μέσα από το
κανάλι της φαντασίας του και αφήνεται να κυριεύεται νυχθημερόν από εικόνες, που
παρασύρουν το νου του στην εκτροπή και τον αλλοτριώνουν, οδηγούμενος και παραμένοντας
έτσι μακριά από το Θεό.
Όσο
ο άνθρωπος φαντάζεται αυτό, που τον αποξενώνει από το Θεό, τόσο περισσότερο
φανερώνει ότι, πέρα από τη φαντασία του, και η ψυχή του στο σύνολό της είναι
ασθενής.
Jean Claude Larchet
Η Θεραπευτική
των Πνευματικών Νοσημάτων
Τόμος Α΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.