Αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, τῶν ἀσεβῶν βασιλέων, καὶ Λυσίου Δουκός, ἐπιτροπεύοντος τῆς ἐπαρχίας Λιμιτανέων, καὶ Ἀγρικολάλου διοικοῦντος ὅλην τὴν ἐπαρχία τῆς Ἀνατολῆς, κατὰ τὸ ἔτος 296.
Περισσότερο δὲ καὶ ἀπὸ τοὺς προγόνους τους ἐσέβοντο τὸν Χριστό, ἐκρύπτοντο δὲ ὅτι εἶναι χριστιανοὶ γιὰ τὸ φόβο τῶν τυράννων καὶ διωκτῶν. Ἀπὸ αὐτοὺς λοιπόν, ὁ μὲν ἅγιος Εὐστράτιος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἀραβράκων, κατὰ τὴ τάξη δὲ ἧταν Σαρινιάριος τῆς Δούκικης τάξεως καὶ σὲ αὐτὴ εἶχε τὰ πρωτεῖα. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸς επεθύμει νὰ ομολογήσει παρρησία τὴν εἰς Χριστόν πίστη, ἐφοβεῖτο δὲ τὸ ἄδηλον τῆς ἐκβάσεως, τὶ κάνει; δίνει τὴν ζώνη του σὲ ἕνα ὑπηρέτη, καὶ τὸν προστάζει νὰ πάει στὴν ἐκκλησία τῶν Ἀραβράκων καὶ νὰ τὴν ἀφήσει ἐκεῖ, μὲ τὸν ἐξῆς συλλογισμό, ὅτι ἂν μὲν ὁ Πρεσβύτερος Αὐξέντιος μπαίνοντας στὴν ἐκκλησία, πάρει στὰ χέρια του τὴν ζώνη, εἶναι βέβαιο σημεῖο, ὅτι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ θέλει νὰ γίνει ἡ ὁμολογία του, ἆρα καὶ νὰ μὴν φοβηθεῖ ὁποιοδήποτε βάσανο, ἀλλὰ μὲ θάρρος νὰ παρασταθεῖ στὸν ἄρχοντα καὶ μὲ παρρησία νὰ ὁμολογήσει ὅτι εἶναι χριστιανός. Ἂν δὲ κάποιος ἄλλος ἱερεὺς ἢ ἐκκλησιαστικὸς παραλάβει τὴν ζώνη, τότε αὐτὸ εἶναι σημεῖο ὅτι πρέπει νὰ κρατήσει ἀκόμα τὴν πίστη του εἰς τὸν Χριστὸ κρυφή. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Αὐξέντιος παρέλαβε τὴν ζώνη, ὑπέλαβε ὁ ἅγιος ὅτι καλῶς θὰ ἀποβεῖ εἰς αὐτὸν ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως.
Ἐπειδὴ λοιπόν ὁ μάρτυς εἶχε ἀξίωμα πρῶτος αὐτὸς νὰ παριστᾷ εἰς τὸ κριτήριον τοὺς ἅγιους μάρτυρες, γιὰ αὐτὸ μαζὶ μὲ ἐκείνους παρέστει καὶ αὐτὸς μπροστὰ στὸν Λυσία καὶ ὀνομάζει πρῶτον τὸν ἑαυτό του χριστιανόν, στερεῖται δὲ ἀμέσως τῆς ζώνης του, ἡ ὁποία ἧταν γνώρισμα τοῦ ἀξιώματός του, καὶ γυμνωθείς, ἐξαπλώνεται κατὰ γῆς καὶ δέρνεται.
Ἔπειτα δεθεὶς μὲ σχοινιά κρεμᾶται ὑψηλὰ καὶ κατακαίεται ἀπὸ τὴν φωτιά ποὺ ἧταν στρωμένη ἀπὸ κάτω, ἔπειτα ρίχνουν πάνω στὰ καιόμενα μέλη του ξύδι μὲ ἀλάτι καὶ μὲ τοῦβλα κατατρίβουν τὰ πλευρά του. Ἐπειδὴ δὲ διὰ θαυματουργίας ἔγινεν πάλι ὑγιής, ἡ χάρις του εἴλκυσε στὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τὸν ἅγιο Εὐγένιο, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ σειρά του ὁμολογεῖ μὲ παρρησία τὸν Χριστόν, λέγοντας ὅτι εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ἅγιο Εὐστράτιο καὶ προσφέρει λατρεία καὶ σεβασμό εἰς τὸν παρά τοῦ Εὐστρατίου σεβόμενο Θεό. Βλέποντας αὐτὸ ὁ Λυσίας, προστάζει νὰ καρφώσουν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου σιδερένια ὑποδήματα καὶ νὰ τὸν βάλουν νὰ τρέχει ἀπὸ τὴ πόλη τῆς Σεβαστείας, ἔως τὴν Νικόπολη (ἴσως τῆς Ἀρμενίας).
Ἐν τῶ μεταξὺ βλέποντας ὁ Μαρδάριος τὸ ἄτιμο τρόπο ποὺ βασανίζεται ὁ ἅγιος Εὐστράτιος, τὸν πρώην περιφανὴ καὶ ἔνδοξο, ἐμακάρισε αὐτὸν γιὰ τὴν ὑπομονὴ καὶ μεγαλοψυχία του, ὅτι, γιὰ τὴν εἰς Χριστόν πίστη καὶ ἀγάπη, ἀπὸ τὴν πρότερη περίβλεπτη ἀξία, τὴν ὁποία εἶχε, ἦλθε σὲ τέτοια ἐλλεεινὴ κατάσταση, καὶ ὅτι ἐνῶ ἧταν ἔνδοξος καὶ λαμπρὸς κατὰ τὸ γένος ἐπροτίμησε νὰ πάσχει γιὰ τὸν Χριστόν τὰ τῶν κακούργων βάσανα. Ἀμέσως ὁ ἀοίδιμος μὲ τὴν συμβουλὴ τῆς γυναικός του, ἡ ὁποία τὸν παρεκίνει εἰς τὸ μαρτύριον, ἀφιερώνει πρῶτον αὐτὴν καὶ τὰ τέκνα του εἰς τὸν Θεόν, ἔπειτα τρέχει καὶ φθάνει στὸ δρόμο τὸν ἅγιο Εὐστράτιο καὶ μαζί μὲ αὐτὸ δένεται ὡς κατάδικος. Ὅταν δὲ ὁ Λυσίας κάθισε γιὰ νὰ κρίνει τοὺς ἅγιους, πρῶτος ἀπεκεφαλίσθει ὁ ἅγιος Αὐξέντιος, ἐπειδὴ δὲ ὀνόμασε τὸν ἑαυτό του χριστιανό, ὁ ἡγεμόνας τὸν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει μὲ πολλές δελεαστικές ὑποσχέσεις. Ἀλλὰ ὁ ἄξιος λειτουργὸς τοῦ Χριστοῦ ἀπάντησε: "Δὲν εἶναι ανάγκη νὰ λέω πολλὰ λόγια Λυσία. Στὴ ζωὴ αὐτὴ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ εἶμαι δικός Του μέχρι θανάτου. Καὶ ἂν αναρίθμητους δαρμοὺς καὶ πληγὲς μοῦ δώσεις, καὶ ἂν μὲ φωτιά καὶ σίδερο μὲ λιώσεις, ὁ Χριστός μου εἶναι παντοδύναμος καὶ ὁ Σταυρός Του ἀκαταμάχητος. Αὐτὸς καθ' ἑαυτὸν ὁ Αὐξέντιος εἶναι ἀδύνατος. Ἀλλὰ τοῦ χριστιανοῦ Αὐξεντίου τὸ φρόνημα δὲ θὰ κάμψεις ποτέ", δεύτερος ὁ ἅγιος Μαρδάριος, τρυπηθεὶς στοὺς ἀστράγαλους, ἐκρεμάσθει κατακέφαλα καὶ μὲ σούβλας ὀξεῖες καὶ πυρωμένες κατακαίεται στὸ πίσω μέρος τῆς κεφαλῆς του, καὶ ἐν μέσω αὐτοῦ τοῦ βασάνου παραδίδει τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τρίτος ὁ ἅγιος Εὐγένιος ἀποκόπτεται τὴν γλῶσσα, καὶ συντρίβεται στὰ σκέλη μὲ χονδρά ραβδιά, καὶ ἐν μέσω τῶν βασάνων αὐτῶν παραδίδει καὶ αὐτὸς τὴν ψυχή του εἰς τὸν Θεόν.
Ὁ δὲ ἅγιος Ὀρέστης, ἐπειδὴ ἐνῶ ἔριχνε βέλος εἰς τὸ σκόπευμα, ἐφάνη ὁ χρυσὸς σταυρός, τὸν ὁποίον εἶχε κρεμασμένο στὸ λαιμό του κάτω ἀπὸ τὰ ἐνδύματά του, καὶ ἐκ τούτου ἔγινε γνωστὸ ὅτι εἶναι χριστιανός, γιὰ αὐτὸ ρωτήθηκε ἀπὸ τὸν Λυσία τὶ εἶναι. Ὁ δὲ μάρτυς ἀπεκρίθη, ὅτι εἶναι δούλος Χριστοῦ, ὁπότε δέθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Εὐστράτιο καὶ ἐστάλησαν καὶ οἱ δύο εἰς τὸν Ἀγρικόλαον, γιατὶ νόμισε ὁ Λυσίας ὅτι εἶναι συμφέρον του νὰ σταλεῖ ἐκεῖ ὁ ἅγιος Εὐστράτιος, καὶ γιατὶ ἐφοβεῖτο τὴν ἐν λόγοις σοφίαν τοῦ Ἁγίου καὶ δύναμιν, μὲ τὴν ὁποία ἐστηλίτευσε καὶ αὐτὸν τὸν Λυσίαν καὶ τὴν θρησκεία τῶν ἀρχαίων, καὶ ἔδειξεν εἰς ὅλους φανερά τὴν αλήθειαν, καὶ γιὰ νὰ μὴ θαυματουργήσει πάλι καὶ ἐλκύσει περισσότερους στὴν τοῦ Χριστοῦ πίστη.
Ὅταν λοιπόν παρεστάθει στὸν Ἀγρικόλαο ὁ ἅγιος Εὐστράτιος, ὄχι μόνο ἐστηλίτευσε καὶ ἐκπόμπευσε ὅλη τὴν ἀρχαιοελληνικὴ πλάνη ἀπὸ τοὺς ἱδίους σοφούς τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων, γιατὶ ἧταν ἐξαίρετος στὴν γνώση αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ διηγήθει ὅλη τὴν οἰκονομία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ διὰ τούτων ἐξέπληξε τὸ τύραννο. Ἀμέσως ρίχθηκε στὴν φυλακή, ἐκεῖ δὲ εὐρισκόμενος ἐκοινώνησε τὰ θεῖα μυστήρια ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο τῆς Σεβαστείας ἅγιον Βλάσιο, στὸν ὁποῖο καὶ ἐνεχείρησεν ὁ μάρτυς τὴν διαθήκη ποὺ ἔκανε, διατάσσοντας πῶς νὰ οἰκομηθοῦν τὰ πράγματά του μετὰ τὸ αὐτοῦ μαρτύριον. Τέταρτος δὲ ὁ ἅγιος Ὀρέστης ἀπλωθεὶς πάνω σὲ σιδερένιο κρεββάτι πυρακτωμένο, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο. Πέμπτος καὶ τελευταῖος ὁ ἅγιος Εὐστράτιος, βληθεὶς σὲ ἀναμμένη κάμινο, παρέδωσε καὶ αὐτὸς τὴν μακαρία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι λάβανε καὶ οἱ πέντε τους, τοῦ μαρτυρίου ἀμαραντίνους στεφάνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.