«Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καί ἔκραξεν λέγων· ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν. 7.37).
Στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς τῶν Ἰουδαίων ἀναφέρεται τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, στό ὁποῖο ὁ Χριστός καλεῖ ὅσους διψοῦν νά τόν πλησιάσουν καί νά πιοῦν ἀπό τό νερό πού τούς προσφέρει. Ἀκατανόητα ἠχοῦν τά λόγια του ἀκόμη καί τούς ἴδιους τούς μαθητές του. Τό ἴδιο ἀκατανόητα θά φανοῦν σέ κάποιους καί τά λόγια τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ὅταν μετά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ, «ἤρξαντο» οἱ μαθητές «λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις, καθώς τό πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι».
Δύο χιλιάδες χρόνια σχεδόν ἔχουν περάσει ἀπό τή μοναδική ἐκείνη ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ὑπάρχουν ἀκόμη ἀρκετοί συνάνθρωποί μας πού δέν μποροῦν ἤ δέν θέλουν νά κατανοήσουν τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ, πού δέν θέλουν νά κατανοήσουν ὅσα οἱ μαθητές του μέ τή χάρη καί τόν φωτισμό τοῦ Παναγίου Πνεύματος κηρύσσουν καί διδάσκουν. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού εἰρωνεύονται ὅσους μιλοῦν γιά τόν Χριστό καί τήν ἀλήθειά του, γιά τήν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, γιά τήν ἁγιότητα καί τή θέωση, καί τούς χλευάζουν λέγοντας «ὅτι γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσίν», εἶναι μεθυσμένοι, εἶναι ἐκτός τόπου καί χρόνου.