Αποστολικό Ανάγνωσμα, Τίτ. 3:8-15
Η πίστη στο Θεό εκδηλώνεται πριν απ όλα ως εμπιστοσύνη
απέναντί του. Η εμπιστοσύνη αυτή είναι η έμπρακτη αναγνώριση του Θεού ως
δημιουργού και προνοητή του κόσμου. Ξεκινώντας από τη πίστη στο Θεό και την
εμπιστοσύνη στην πρόνοιά του μπορεί ο άνθρωπος μέσα στις μεγαλύτερες θλίψεις
και τις σκληρότερες δοκιμασίες, μέσα στις σφοδρότερες συγχύσεις και τις
σοβαρότερες αντιξοότητες της ζωής του να στηρίζεται στην αγάπη και στις
αψευδείς επαγγελίες του· «τούτο γαρ εστί πίστις, όταν τις τα υπό του Θεού
επαγγελθέντα, καν μη φαίνητε τούτοις του σώματος οφθαλμοίς, αξιοπιστότερα
ηγείται των φαινομένων και προ των οφθαλμών κειμένων των ημετέρων» (Ιω.
Χρυσοστόμου, κατήχησις 8:7).
Η ζωντανή πίστη εκφράζεται με έργα. Πίστη χωρίς έργα είναι
θεωρητική κατάσταση και παραμένει ανενέργητη. Η σωτηρία ή η καταστροφή του
ανθρώπου είναι συνέπεια της πίστης ή της απιστίας του. Τα καλά έργα δεν
αποτελούν μέσα για την εξαγορά της σωτηρίας, αλλά φυσική εδήλωση της βίωσής
της. Γι αυτό και τα έργα δεν πρέπει να θεωρούνται ως απλές εξωτερικές
εκδηλώσεις, που κρίνονται ως καλές ή ως κακές με αντικειμενικά κοινωνικά ή
ηθικά κριτήρια, αλλά ως μαρτυρίες της πίστης ή της απιστίας.
Ως «ελπιζομένων υπόστασις» χαρακτηρίζεται και στην προς
Εβραίους επιστολή η πίστη. Και τούτο, γιατί η πίστη κάνει ικανό τον άνθρωπο να
αισθάνεται, να βλέπει με τις ψυχικές του ιδιότητες και ικανότητες, να
αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα των όσων πιστεύει.
Το μεν σώμα έχει τις αισθήσεις, για να έχει γνώση των
αισθητών, των υλικών, που υπάρχουν γύρω του. Η ψυχή έχει την πίστη με την οποία
αντιλαμβάνεται τόσο καθαρά, τόσο σταθερά, ώστε βλέπει με τα μάτια της ψυχής σαν
ορατά τα αόρατα, σαν χειροπιαστά τα αψηλάφητα, σαν υπόσταση και πραγματικότητα
και αυτά που ακόμα δεν έγιναν πραγματικότητα. Είναι λοιπόν, κατά τον συγγραφέα
της προς Εβραίους επιστολής η πίστη «ελπιζομένων υπόστασις και πραγμάτων
έλεγχος ου βλεπομένων» (εβρ. 11:1).
Πολλά βέβαια είναι τα «υπέρ λόγον και αίσθησιν», τα όποια
μόνον μέ τήν πίστη πλησιάζει και αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος, αλλά το πρώτο και
κυριότερο, που έχει θεμελιώδη σημασία για τον άνθρωπο, είναι ο Θεός. Πίστη,
επομένως, στο Θεό είναι η λογική και φυσική και ανώτερη ψυχική και πνευματική
εκδήλωση κάθε υγιούς ανθρώπου. Είναι η σταθερή και ακλόνητη πεποίθηση όχι μόνον
ότι υπάρχει Θεός αλλά ότι ο Θεός είναι ο μόνος Θεός, ο παντοδύναμος, ο
πάνσοφος, ο πανάγαθος, ο δημιουργός και κυβερνήτης και προστάτης μας. Η πίστη,
ακόμη, είναι η ενδόμυχη και εγκάρδια αποδοχή όλων των αληθειών και διδαγμάτων
της χριστιανικής διδασκαλίας. Η πίστη είναι η αμοιβαία ανταπόκριση του ανθρώπου
προς το συνεχές και αδιάλειπτο κάλεσμα απο τον Θεό.
Πίστη μπορεί να συναντήσουμε και σε θρησκείες εκτός
Χριστιανισμού. Η διαφορά στο Χριστιανισμό βρίσκεται στο γεγονός ότι ομολογούμε
τόν Τριαδικό Θεό, τόν Πατέρα, τόν Υιό και τό Άγιο Πνεύμα. Από την ενσάρκωση του
Υιού του Θεού η πίστη έχει χριστολογική διάσταση, περνά δηλαδή μέσα από τόν
Χριστό. Η πίστη, κατά συνέπεια, στόν Χριστιανισμό είναι προσωπική σχέση του
ανθρώπου με τόν Πατέρα Θεό, ο οποίος τον δημιούργησε και θέλει τη σωτηρία του,
με τόν Υιό, το Σωτήρα και μοναδικό μεσίτη μεταξύ του ανθρώπου και του Πατέρα,
και με το Άγιο Πνεύμα που τον χαριτώνει και τον αγιάζει.
Στην Αγία Γραφή και κυρίως στην Καινή Διαθήκη διδασκόμαστε
την αναγκαιότητα της πίστεως. Κατά τους λόγους του Κυρίου η πίστη στον Θεό και
το απολυτρωτικό Του έργο είναι απαραίτητος όρος για την σωτηρία του ανθρώπου.
«Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μκ. 16:16). Όπως επίσης αυτός που έχει
την καρδιά του ανοιχτή και πιστεύει στο Θεό ακούγοντας τους λόγους Του και
πράττοντας τους, έχει δηλαδή απόλυτη επμιστοσύνη στο δημιουργό του, τότε βιώνει
την έμπρακτη αγάπη του Θεού προς αυτόν και μαζί με τη δική του καλή διάθεση και
πίστη μπορεί να γίνει πολίτης της ουράνιας Βασιλείας του Θεού. «Ο τον λόγον μου
ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αίώνιον» (Ιω. 5:24). Ο Κύριος
Ιησούς Χριστός θέτει σαν όρο σωτηρίας την πίστη στο Θεό και το απολυτρωτικό Του
έργο. Για τούτο η πίστη χαρακτηρίζεται σαν δικαιούσα και σώζουσα τον άνθρωπο,
εφ’ όσον με την πίστη οικειοποιείται (κάνει δική του) την εν Χριστώ σωτηρία.
«Τον υιόν αυτού τον Μονογενή έδωκεν ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη άπόλυται
αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. 3:16).
Αλλά συγχρόνως η πίστη δίνει και δύναμη ανυπολόγιστη στον
άνθρωπο. Ο μεν Κύριος είπε ότι, εάν έχουμε πίστη και όρη μπορούμε να
μετακινήσουμε, ο δε Απόστολος Παύλος αναφέρει τα θαυμαστά κατορθώματα της
πίστεως του Ιουδαϊκού γένους λέγοντας χαρακτηριστικά, ότι δεν θα τον έπαιρνε ο
χρόνος εάν ανέφερε όλα αυτά τα εξαίσια γεγονότα τα όποια αποδεικνύουν ότι οι
μεγάλοι άνδρες «διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, είργάσαντο δικαιοσύνην,
επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον
στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας...» (Εβρ. 11:33-35). Δοκίμασαν
τη δύναμη της πίστης όσοι κατόρθωσαν με αυτή να μετακινήσουν όχι όρη γήινα αλλά
τα όρη των ψυχικών παθών, όσοι κατόρθωσαν να νικήσουν όχι εχθρό εξωτερικό αλλά
τον εσωτερικό εχθρό της αμαρτίας. Όσοι με την δύναμη του Θεού αναγεννήθηκαν.
Για να έχει, βέβαια, την δύναμη αυτή η πίστη, πρέπει να είναι
ζωντανή και όχι νεκρή. Και για να είναι ζωντανή είναι ανάγκη να είναι σταθερή,
χωρίς αμφιβολίες και αμφιταλαντεύσεις, να είναι αυθεντική, να πιστεύει όλα τα
διδάγματα της θρησκείας μας, να είναι λογική, απαλλαγμένη προλήψεων και
δεισιδαιμονιών και τέλος να είναι ενεργή δηλαδή να συνοδεύεται από έργα αντάξια
της πίστης.
Είναι φανερό, ότι η «πίστη άνευ έργων νεκρά εστίν» (Ιακ. 2:
20), όπως πολύ ωραία γράφει ο Άγιος Ιάκωβος και απευθυνόμενος στο Χριστιανό
λέγει «δείξόν μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου» (Ιακ. 2: 18 ). Δεν είναι
δυνατόν, να υπάρχει πραγματική πίστη εάν δεν υπάρχει και αγάπη προς τον
συνάνθρωπο. Εάν πιστεύει ο άνθρωπος στον Θεό θα υπακούει σ’ Αυτόν, θα εκτελεί
τις εντολές Του και τα έργα του θα είναι καρπός της πίστης του. «Ζωντανή»
λοιπόν και όχι «νεκρή» πίστη ζητεί ο Κύριος.
Ο,τι είναι για το σώμα οι αισθήσεις, ο,τι είναι για το πλοίο
η μηχανή, το ραντάρ και ο ασύρματος, είναι για τον άνθρωπο η πίστη. Είναι ο
σύνδεσμος ο οποίος συνδέει τον άνθρωπο με τον Θεό. Είναι ο αγωγός θείας δύναμης
από την παντοδυναμία του Θεού στον αδύνατο άνθρωπο. Είναι το φως, που φωτίζει
τον δρόμο της ζωής. Είναι η πηγή της αγάπης προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Είναι
ή σωτηρία.
Όταν μιλούμε για έργα πρέπει να έχουν και ένα υπόβαθρο στη
χριστιανική πίστη, στην πνευματική ζωή δεν συνδυάζονται καλά έργα και άστατη
ζωή πνευματικά, η ζωή του κάθε πιστού είναι κατ’ επέκταση οι πράξεις και τα
έργα του. Μπορεί κάποιος να κάνει καλά έργα όπως ελεημοσύνη και διαφόρων ειδών
φιλανθρωπίες, όμως να τα κάνει από φιλοδοξία και για προβολή του εαυτού του
ανυψώνοντας την εικόνα του στα μάτια των άλλων. Αυτού του είδους έργα δεν
σώζουν γιατί απουσιάζει η Ταπείνωση και η Αγάπη ως κινητήρια δύναμη. Είναι
καθαρά μια εγωιστική συμπεριφορά. Από την άλλη τα έργα μας για να είναι ενεργά
πρέπει να υπάρχει εσωτερικά αυτό που λέγεται ταπείνωση και φθάνει στην αγάπη,
έτσι ώστε κάθε φορά να γινόμαστε και εμείς ένας Σίμων Κηρυναίος στον πόνο και
τη δυσκολία του συνανθρώπου μας και να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση του
άλλου, να μπορέσουμε να τον καταλάβουμε, τότε τα έργα μας θα είναι έργα
έμπρακτης αγάπης. Τα παραδείγματα καλών έργων μας αναφέρει ο κύριος μας Ιησούς
Χριστός στο ευαγγέλιο της μελλούσης κρίσεως «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός
μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου.Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτισατέ
με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και
επισκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθατε πρός με...Κύριε πότε σε είδομεν
πεινώντα και εθρέψαμεν;...Αμήν λέγω υμίν, εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των
αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Μτ. 25:31-46). Δεν υποκρίνονται οι
δίκαιοι όταν τον ρωτούν. Απλώς όταν εκδήλωναν την αγάπη τους το έκαναν τόσο
πηγαία, επειδή το αισθανόταν και όχι επειδή τους το επέβαλε κανείς ή επειδή
ήθελαν να δείξουν κάτι (φαρισαϊσμός). Έτσι δεν θυμούνται κάν το καλό που έκαναν
γιατί το θεωρούσαν καθήκον τους, που δεν άξιζε κάποια ιδιαίτερη ανταμοιβή. Ετσι
σκέφτονται αυτοί που αγαπούν πραγματικά το Θεό.
Ας θυμηθούμε την παραβολή του τελώνη και του φαρισαίου που ο
μεν φαρισαίος έκανε αγαθοεργίες, ήταν πιστός, νήστευε και τηρούσε τις εντολές
του Θεού, αλλά είχε εγωισμό και έκανε σύγκριση του εαυτού του με τους άλλους,
πίστευε ότι ήταν καλύτερος των υπολοίπων, ο δε τελώνης δεν έκανε τίποτα απ’ όλα
όσα έκανε ο φαρισαίος, αλλά είχε ταπείνωση που δεν είχε εκείνος και που
αναγνώριζε τα λάθη του και ζητούσε το έλεος του Θεού, ο μεν φαρισαίος έκανε
έργα και δεν σώθηκε, ο δε τελώνης δεν έκανε έργα, είχε ταπείνωση και σώθηκε.
Τα έργα εκτός από τον τρόπο ζωής μας είναι ένας ακόμη
πρακτικός τρόπος σωτηρίας, είτε είναι έργα φιλανθρωπίας είτε συμπόνιας, χωρίς
την ταπείνωση που είναι μια μεγάλη αρετή η οποία πηγάζει από την πίστη, την
ορθή αντίληψη δηλαδή περί του Θεού, δεν αποσκοπούν πουθενά. Μπορεί να μην
γίνονται έργα υλικά αλλά έργα πνευματικά όπως ο τελώνης που σώθηκε χωρίς έργα,
το τέλειο είναι όταν γίνεται συνδυασμός και των δύο και πίστης και καλών έργων.
πηγή:εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.