Ἀγωνία
Ἡ νύχτα
σ' αὐτὸν τὸν
τόπο
ἔχει φεγγάρι καὶ πέτρες
Νύχτα
καὶ ἡ ἀδελφή μου.
Τράβηξε λίγο τὰ μπράτσα σου
νὰ δῶ τὸ πρόσωπό σου
νὰ χαρῶ.
Τὰ μάτια σου δυὸ λίμνες
στίλβουσες
στὴν ἀνατολή.
Οἱ παρειές σου ρόδινες
στὸ χρῶμα τοῦ σούρουπου.
Τὸ δέρμα τὸ λεπτὸ
κάτω ἀπ' τὰ μάτια σου
μαβί, μαγευτικὸ σὰν τριαντάφυλλο
βαθύ.
Τὰ μπράτσα σου μίσχοι
ἀγκαθωτοί.
Σὲ κάθε ἄγγιγμά σου
ξυπνῶ
ἀπὸ ‘νὰ βὰθὺ
καὶ ταλαίπωρο
ὄνειρο.
ἔχει φεγγάρι καὶ πέτρες
Νύχτα
καὶ ἡ ἀδελφή μου.
Τράβηξε λίγο τὰ μπράτσα σου
νὰ δῶ τὸ πρόσωπό σου
νὰ χαρῶ.
Τὰ μάτια σου δυὸ λίμνες
στίλβουσες
στὴν ἀνατολή.
Οἱ παρειές σου ρόδινες
στὸ χρῶμα τοῦ σούρουπου.
Τὸ δέρμα τὸ λεπτὸ
κάτω ἀπ' τὰ μάτια σου
μαβί, μαγευτικὸ σὰν τριαντάφυλλο
βαθύ.
Τὰ μπράτσα σου μίσχοι
ἀγκαθωτοί.
Σὲ κάθε ἄγγιγμά σου
ξυπνῶ
ἀπὸ ‘νὰ βὰθὺ
καὶ ταλαίπωρο
ὄνειρο.
Βάρος πλακώνει τὰ σωθικά μου
Βάρος πλακώνει
Τὰ σωθικά μου.
Νύχτα τῆς λησμονιᾶς
Μοῦ πλάνεψε τὰ χείλη.
Ἀπόμεινα μονάχος
Νὰ κυλιέμαι
στὰ φαντάσματα.
Εἶναι ἡμέρα Σάββατο
παραμονή.
Οἱ Μαρίες θὰ σηκωθοῦνε
λίαν πρωί.
Νὰ μετανοήσω
ἀπὸ ἀγάπη μόνο
γιὰ τὸν μεγάλο
τῆς ψυχῆς μου ἔρωτα.
Βάρος πλακώνει
Τὰ σωθικά μου.
Νύχτα τῆς λησμονιᾶς
Μοῦ πλάνεψε τὰ χείλη.
Ἀπόμεινα μονάχος
Νὰ κυλιέμαι
στὰ φαντάσματα.
Εἶναι ἡμέρα Σάββατο
παραμονή.
Οἱ Μαρίες θὰ σηκωθοῦνε
λίαν πρωί.
Νὰ μετανοήσω
ἀπὸ ἀγάπη μόνο
γιὰ τὸν μεγάλο
τῆς ψυχῆς μου ἔρωτα.
Δὲν ἠμπορῶ νὰ γράφω πιὰ
Δὲν ἠμπορῶ νὰ γράφω πιὰ
στημένα ρήματα
τὶς λέξεις νὰ μετράω σὰν φλουριά
ἑνὸς ἐμπορίου ποὺ ξεπουλήθηκε.
Μ’ ἀρέσει ὁ ποταμὸς
Ποὺ ξεπηδᾶ ἀπὸ τὸ στῆθος
δίχως σχήματα κι ἀναστολὲς
συμβολισμοὺς καὶ σοβαρότητα σαθρή.
Ἀγάπησα τὸν κάμπο καὶ τὴ θάλασσα
καὶ τοῦ κλουβιοῦ ἡ μπόχα μὲ ἀπόκαμε.
Ψυχή μου Σαμαρείτισσα.
Τὸν Κύριό σου δὲ θυμᾶσαι
Ποῦ ἀπάτησες.
Χωράφι τῆς ψυχῆς μου
πού 'γινες δρόμος τῆς βιοτῆς.
Πατήθηκε τοῦ ἀγαπητοῦ ὁ σπόρος
καὶ μπήχτηκε στὸ στῆθος μου.
Μὲ καίει ὅλη νύχτα
ποὺ πλάγιασα ἀμετανόητος.
Σιμὰ ἡ αὐγὴ κι ἀνάξιος νὰ μεταλάβω.
Κύριε, ἡ ἀδελφή μου μ' ἔφερε στὴν ἔρημο
Κύριε, ἡ ἀδελφή μου
μ' ἔφερε στὴν ἔρημο
νὰ μάθω μόνο
μὲ τὶ μοιάζει ἡ ψυχή μου.
Κι εἶν' ὄμορφα ἐδῶ
κάτω ἀπ' τ' ἀστέρια
καὶ τὸν οὐρανὸ
τὸν διάφανο.
Ἐπίτρεψέ μου μόνο
νὰ συναντῶ τὴν ἀσχημούλα μου
τούτη τὴν ψυχή, ποὺ σέρνοντας
ἐξέμαθε νὰ περπατάει.
Στὸ κελὶ τῆς σπλαχνικιᾶς ἐξορίας μου
Σ’ αὐτὸ τὸ κελὶ
τῆς σπλαχνικιᾶς ἐξορίας μου
μετρῶ τὰ κράσπεδα
τῆς παλέστρας τοῦ κλουβιοῦ μου.
Κι ἀναμετρῶ τὶς ὀμορφιὲς
καὶ τὰ χαλάσματα
τούτης τῆς πρόσκαιρης ζωῆς
ποὺ τόση χαρὰ καὶ πίκρα
μέχρι θανάτου μᾶς ἐπότισε.
Καὶ σταματῶ μὲ σεβασμὸ
στὴ μὲρα
ποὺ γνώρισα τὸν πόνο.
Ὅταν τὰ ὀστά μου ἔτριξαν
σκάζοντας στὰ κύματα
ἀπ' τοῦ ἀνέμου τὴ χαρὰ
στὰ κοῖλα
τῆς θαλάσσης μνήματα.
Μοναχός Ἀμόναχος
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Ψυχή μου», ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1993.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.