Α΄.
Ορισμός μετανοίας.
Πριν δούμε τη διδασκαλία του ι. Χρυσοστόμου
για την μετάνοια, ας παραθέσουμε ένα ορισμό της μετάνοιας που δίδει σε σχετική
ομιλία του. «Η μετάνοια είναι», λέγει ο ιερός πατήρ, «θεραπευτικό ιατρείο της
αμαρτίας· είναι δώρο ουράνιο, δύναμη θαυμαστή, χάρη που νικά τις συνέπειες των
νόμων. Γι’ αυτό δεν απορρίπτει τον πόρνο, δεν διώχνει το μοιχό, δεν
αποστρέφεται τον μέθυσο, δεν σιχαίνεται τον ειδωλολάτρη, δεν απομακρύνει τον
κακολόγο, δεν διώχνει τον βλάσφημο, ούτε τον αλαζόνα, αλλ’ όλους τους μεταβάλλει·
γιατί η μετάνοια είναι χωνευτήρι της αμαρτίας»1.
Β΄.
Αποτελεσματικότητα της μετανοίας.
Από τον ορισμό που παραθέσαμε φαίνεται η
αξία και η αποτελεσματικότητα της μετανοίας. Η μετάνοια αφ’ ενός εξαφανίζει τις
παρανομίες, τα δάκρυα, τις ενοχές, τον φόβο, την απόγνωση, και μας δίδει
παρρησία προς τον Θεό, αφ’ ετέρου αλλάζει οντολογικά την μεταπτωτική φύση μας.
Η Εκκλησία, μέσα στην οποία ανθεί και αξιοποιείται η μετάνοια, είναι ανώτερη
και από την κιβωτό του Νώε. Διότι η κιβωτός εκείνη δέχθηκε ζώα και τα διατήρησε
σώα από τον κατακλυσμό, δεν άλλαξε όμως την φύση τους.
Ο λύκος παρέμεινε λύκος
και το γεράκι το ίδιο. Ενώ εδώ η μετάνοια δίνει την δυνατότητα στον λύκο να
γίνει πρόβατο και στο φίδι αρνί. Όχι βέβαια ότι ο άνθρωπος παίρνει κάτι που δεν
είχε, αλλά με την απομάκρυνσή του από την αμαρτία ξαναγυρίζει στο αρχαίο
κάλλος, ξαναγίνεται εικόνα Θεού2.
Ρωτούσαν οι ακροατές τον Χρυσόστομο· «Είναι
δυνατό να μετανοήσει κανείς και να σωθεί;». «Όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα
στις αμαρτίες, και σώζομαι εάν μετανοήσω;»3. Και απαντούσε ο ι. πατήρ·
«Ασφαλώς. Βεβαιότατα. Ο Κύριός μας έχει την δύναμη να εξαλείφει τα αμαρτήματα
σε τέτοιο βαθμό, ώστε ούτε ίχνος να μη μείνει. Στην περίπτωση των ιατρών του
σώματος αυτό μερικές φορές είναι αδύνατο. Γι’ αυτό, ενώ το τραύμα θεραπεύεται,
η ουλή μένει. Ο Θεός όμως, όταν εξαλείφει τα αμαρτήματα, ούτε ουλή αφήνει ούτε
ίχνος επιτρέπει να μείνει, αλλά μαζί με την υγεία χαρίζει και την ομορφιά, μαζί
με την απαλλαγή της τιμωρίας δίνει και τη δικαιοσύνη, και κάνει εκείνον που
έχει αμαρτήσει ίσον με εκείνον που δεν έχει αμαρτήσει. Γιατί εξαλείφει το
αμάρτημα και το κάνει ούτε καν να υπάρχει και σαν να μη έγινε. Τόσο πολύ τέλεια
το εξαλείφει, χωρίς να μένει ούτε ουλή ούτε ίχνος ούτε σημάδι αποδεικτικό ούτε
δείγμα»4. Γι’ αυτό ο Ησαΐας βροντοφωνάζει· «Και δεύτε διαλεχθώμεν, λέγει
Κύριος· και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ, εάν δε
ώσιν ως κόκκινον, ως έριον λευκανώ»5. Βλέπετε, αναφωνεί ο ι. πατήρ σχολιάζοντας
το χωρίο του Ησαΐα, βλέπετε, εάν κάπου υπάρχει ουλή ή ρυτίδα μαζί με το χρώμα
της καθαρότητας; Μήπως υπάρχουν κάπου μαυράδια ή λεκέδες; Πουθενά δεν
φαίνονται. Η παντοδυναμία του Θεού, όταν το ζητήσει ο άνθρωπος, εξαλείφει τα
πάντα6.
Γ΄.
Έμπρακτη και ουσιαστική μετάνοια.
Αλλά ενώ η μετάνοια έχει τόση αξία και
αποτελεσματικότητα, για να δρέψουμε τους καρπούς της πρέπει η προσωπική μας
μετάνοια να είναι έμπρακτη και ουσιαστική. Διότι «μετάνοια είναι όχι εκείνη που
διακηρύσσεται με λόγια, αλλ’ εκείνη που διαβεβαιώνεται από τα ίδια τα
πράγματα»7. Ο Ησαΐας λέγει· «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τάς πονηρίας
από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου»8. Και σχολιάζει ο άγιος Ιωάννης·
Αφού λέγει «αφέλετε τας πονηρίας από των καρδιών υμών», γιατί προσθέτει και «
απέναντι των οφθαλμών μου»; Δεν ήταν αρκετό το πρώτο μέρος της προτάσεως; Γιατί
διαφορετικά βλέπουν τα μάτια των ανθρώπων και διαφορετικά ο οφθαλμός του Θεού.
«Ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ενώ ο Θεός στην καρδιά»9. Είναι σαν να λέγει ο
Θεός στους ανθρώπους, που μετά την πτώση υποκρίνονται και παίζουν συνεχώς
θέατρο ακόμη και μπροστά στα μάτια του Θεού, ότι προσέξτε, μη νοθεύετε τη
μετάνοια με προσχήματα, αλλά δείξτε τους καρπούς της μετανοίας10.
Πολύ σοφά και αξιοπρόσεκτα λόγια. Διότι οι
άνθρωποι ρέπουν σε μια τυπική μετάνοια. Ακόμη και οι ευσεβέστεροι εφησυχάζουν
απλώς σε κάποια σωματική άσκηση, συνήθως νηστεία, την οποία χρησιμοποιούν και
ως μόνη προετοιμασία για τη θεία κοινωνία. Γι’ αυτό ο ι. πατήρ σε ομιλία του
λεχθείσα κατά την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, την κατ’ εξοχήν περίοδο μετανοίας,
λέγει τα εξής. «Είναι δυνατό να υποστούμε τον κόπο της νηστείας, αλλά να μη
λάβουμε το μισθό της νηστείας. Πως; Όταν απέχουμε βέβαια από τις τροφές, δεν
απέχουμε όμως από τα αμαρτήματα· όταν δεν τρώμε κρέατα, κατατρώμε όμως τα
σπίτια των πτωχών· όταν δεν μεθάμε βέβαια με κρασί, μεθάμε όμως με την πονηρή
επιθυμία· όταν μένουμε όλη τη μέρα νηστικοί, αλλά περνούμε όλη τη την ημέρα με
ακόλαστα θεάματα. Να, και κόπος νηστείας, και μισθός νηστείας κανένας, όταν
πηγαίνουμε στα θέατρα παρανομίας»11. Τι θα έλεγε ο ι. πατήρ σήμερα, εάν έβλεπε
ότι το θέατρο της εποχής του, που το θεωρούσε «καθέδρα της διαφθοράς,
γυμναστήριο της ακολασίας, διδασκαλείο της ασελγείας και όλων των κακών»12,
μπήκε μέσω της τηλεοράσεως σε κάθε σπίτι, σε κάθε γωνιά της γης, και οι χριστιανοί
ξοδεύουν ώρες ολόκληρες για να παρακολουθούν πιστεύοντας συγχρόνως ότι είναι
ιδεώδεις πιστοί; Κι όμως «μοιχεία είναι όχι μόνο η ένωση, ούτε μόνο η σαρκική
μείξη, αλλά και το ακόλαστο βλέμμα»13, και οι πνευματικοί οφείλουν να τονίζουν,
ότι δεν νοείται μετάνοια εάν συνυπάρχει παρακολούθηση αισχρών θεαμάτων.
Δ΄.
Εμπόδια μετανοίας.
α΄)
Ο νόμος είναι κοπιαστικός. Ο Θεός μας ζητά αδύνατα.
Αυτή είναι μια απάντηση που έδιναν οι
ακροατές του ι. Χρυσοστόμου στις ζωηρές προτροπές του για μετάνοια. Και
απαντούσε ο άγιος πατήρ· Κλείσε το στόμα σου, μη κατηγορείς τον Κύριο· γιατί
δεν αποτελεί αυτό δικαιολογία, αλλά προσθήκη της αμαρτίας πολύ πιο χειρότερη
από την προηγούμενη. Αυτοί που λένε παρόμοιες δήθεν δικαιολογίες μοιάζουν με το
δούλο που πήρε ένα τάλαντο χωρίς να το αξιοποιήσει και, όταν θέλησε να
δικαιολογηθεί, είπε· «Ήξερα ότι είσαι σκληρός· θερίζεις όπου δεν έσπειρες και
μαζεύεις απ’ όπου δεν σκόρπισες»14. Μη κατηγορείς τον Κύριο· δεν πρόσταξε
αδύνατα. Κι αυτό φαίνεται απ’ το ότι υπάρχουν άνθρωποι που όχι απλώς τα τηρούν
αλλά και τα υπερβαίνουν. Π.χ. υπάρχουν άνθρωποι όχι απλώς ηθικοί αλλά και
παρθένοι εντελώς. Υπάρχουν άνθρωποι όχι απλώς ελεήμονες αλλά εντελώς ακτήμονες.
Όλα αυτά δείχνουν την ευκολία των προσταγμάτων του Θεού. Δεν θα τα υπερέβαιναν
αυτά, αν δεν ήταν εύκολα. Εύκολα λοιπόν τα προστάγματα του Θεού και όχι
δύσκολα15. Τώρα, αν σε πολλούς φαίνονται δύσκολα τα προστάγματα του ευαγγελίου,
είναι δύσκολα όχι από τη φύση τους αλλ’ εξ αιτίας της ραθυμίας των ακροατών. Η
δυσκολία δεν βρίσκεται στη φύση των πραγμάτων, αλλά στην προαίρεση των
ανθρώπων. Και ότι αυτό είναι αληθινό γίνεται φανερό από το εξής· το μέλι έχει
φύση γλυκιά και ευχάριστη, αλλά στους ασθενείς είναι πικρό και αηδιαστικό· όχι
όμως από τη φύση του αλλά εξ αιτίας της ασθένειας εκείνων. Έτσι και ο νόμος, αν
φαίνεται ότι είναι βαρύς, αυτό προέρχεται όχι από τη φύση του, αλλ’ από τη
ραθυμία μας16.
β΄)
Απόγνωση και αδιαφορία.
Δύο βασικά και δυσυπέρβλητα εμπόδια για να
δεχθούμε την ωφέλεια της σωστής μετανοίας είναι η απόγνωση και η αδιαφορία.
Η απόγνωση δεν αφήνει τον πεσμένο να
σηκωθεί, ενώ η αδιαφορία οδηγεί στην πτώση εκείνον που είναι όρθιος. Η δύναμη
της απογνώσεως και της αδιαφορίας φαίνεται σε πολλά βιβλικά παραδείγματα. Ο
διάβολος πριν την πτώση του ήταν αγαθός· έδειξε αδιαφορία, έπεσε, και μετά
κυριεύθηκε από απόγνωση και χάθηκε. Ο Παύλος ήταν βλάσφημος και διώκτης της
Εκκλησίας· έδειξε όμως προθυμία, δεν κυριεύθηκε από απόγνωση, και έγινε ίσος με
τους αγγέλους. Ο Ιούδας ήταν απόστολος· αλλ’ επειδή έδειξε ραθυμία, έγινε
προδότης. Ο ληστής μετά από τόση κακία, επειδή δεν κυριεύθηκε από απόγνωση,
έγινε πρώτος πολίτης του παραδείσου· το ίδιο και ο τελώνης. Ενώ ο Φαρισαίος από
εγωισμό και αφοβία για τους κινδύνους της πνευματικής ζωής κατρακύλησε από το
ύψος της αρετής. Και δεν είναι μόνο άτομα που καταστράφηκαν ή σώθηκαν, αναλόγως
της στάσεώς τους, αλλά και ολόκληρες πόλεις. Τα Σόδομα και η Γομόρα
καταστράφηκαν από την αδιαφορία τους. Είναι χαρακτηριστική η στάση των γαμβρών
του Λώτ, όταν τους ειδοποίησε ότι θα καταστρέψει ο Θεός την πόλη τους. «Έδοξε
γελοιάζειν εναντίον των γαμβρών αυτού»17, λέει η αγία Γραφή. Τους φάνηκε ότι
τους κοροϊδεύει και ότι τους λέει αστεία πράγματα. Και όχι μόνο πόλεις αλλά
ολόκληρη η οικουμένη καταστράφηκε από την αδιαφορία της την εποχή του Νώε.
Αντιθέτως η πόλη της Νινευή, επειδή δεν έπεσε στην απόγνωση αλλά έδειξε
συγκλονιστική μετάνοια, σε τρεις μέρες σώθηκε18.
«Κανείς λοιπόν ας μην απελπίζεται για την
σωτηρία του.Δεν είναι φυσική η κακία· έχουμε τιμηθεί με προαίρεση και
ελευθερία. Είσαι τελώνης; Μπορείς να γίνεις ευαγγελιστής. Είσαι βλάσφημος;
Μπορείς να γίνεις απόστολος. Είσαι ληστής; Μπορείς να λεηλατήσεις τον
παράδεισο. Είσαι μάγος; Μπορείς να προσκυνήσεις τον Κύριο. Δεν υπάρχει καμμία
αμαρτία που να μην σβήνεται με την μετάνοια. Γι’ αυτό ο Κύριος διάλεξε τους πιο
καλούς καρπούς της πονηρίας, για να μη μπορεί κανείς στο τέλος ν’ απαλλαγεί από
τη κατηγορία»19. Μόνο ας προσέχουμε τη ραθυμία και τη αδιαφορία.
γ΄)
Η ντροπή
Τρίτο βασικό και ουσιαστικό εμπόδιο για τη
μετάνοια είναι η ντροπή. Πολύ μεγάλο εμπόδιο. Η ντροπή δόθηκε από τον Θεό για
να μας συγκρατεί από τον κατήφορο της αμαρτίας. Κι όμως το δώρο του Θεού το
πήρε ο σατανάς και το έκανε εμπόδιο για τη μετάνοια.
«Πρόσεχε τι σου έκανε ο διάβολος»,
αναφωνεί ο ι. πατήρ. «Δύο είναι αυτά· η αμαρτία είναι τραύμα, η μετάνοια
φάρμακο. Η αμαρτία έχει ντροπή, ενώ η μετάνοια έχει την παρρησία· η αμαρτία
προκαλεί το σάπισμα, η μετάνοια προκαλεί την θεραπεία. Την τάξη αυτή αντέστρεψε
ο σατανάς, και έδωσε την παρρησία στην αμαρτία και τη ντροπή στη μετάνοια»28.
Γιατί όμως να το δεχόμαστε αυτό, τη
δαιμονική αυτή ανατροπή των πραγμάτων; «Μήπως το φάρμακο προξενεί τη σαπίλα;
Μήπως το τραύμα παρέχει τη θεραπεία»21. Δεν λέει η αγία Γραφή «Λέγε γαρ τάς
ανομίας σου πρώτος, ίνα δικαιωθής»22, και «δίκαιος εαυτού κατήγορος εν
πρωτολογία»23; Δεν καταλαβαίνουμε ότι μ’ αυτή την ανατροπή των πραγμάτων ο
σατανάς και στην αμαρτία μας σέρνει και από τη μετάνοια μας αποτρέπει;
«Τι ντρέπεσαι τώρα; Όταν πόρνευες δεν
ντρεπόσουν, όταν παίρνεις το φάρμακο ντρέπεσαι; Όταν απαλλάσσεις τον εαυτό σου
από την αμαρτία ντρέπεσαι; Τότε όφειλες να ντρέπεσαι, όταν αμάρτανες· τώρα που
γίνεσαι δίκαιος όχι»24.
Ε΄.
Μετάνοια και χρόνος.
Για την μετάνοια δεν χρειάζεται μεγάλο
διάστημα χρόνου. Εάν υπάρχει ζήλος και ορμή, αρκεί και μία στιγμή.
Ο Πέτρος αρνήθηκε τον Χριστό τρεις φορές.
Έφθασε στο κατάντημα να φοβηθεί μια υπηρετριούλα. Κι όμως, την ίδια νύχτα που
έπεσε, την ίδια και σηκώθηκε. Την ίδια νύχτα και την πληγή δέχτηκε και το
φάρμακο. Και αρρώστησε και επανεύρε την υγεία του. Η πτώση του φοβερή· κανένα
κακό δεν είναι ίσο με την άρνηση. Το αξίωμά του μεγάλο· ήταν απόστολος. Με
ανθρώπινα κριτήρια συγγνώμη γι’ αυτόν δεν υπήρχε. Κι όμως μέσα σε μία νύχτα
βρήκε την θεραπεία. Οι Νινευΐτες καταδικάσθηκαν αμετάκλητα από τον Θεό να
καταστραφούν εντός τριών ημερών. Κι όμως μέσα σε τρεις μέρες κατόρθωσαν να
εξαλείψουν τόσων αμαρτημάτων οργή23.
«Δεν περιμένει ο Θεός να περάσει χρόνος
από τη μετάνοια· είπες την αμαρτία σου, δικαιώθηκες· μετανόησες, ελεήθηκες. Δεν
απομακρύνει την αμαρτία ο χρόνος, αλλ’ ο τρόπος εκείνου που μετανοεί σβήνει την
αμαρτία· είναι δυνατό να περάσει πολύς χρόνος και να μη επιτύχει κάποιος την
σωτηρία· και άλλος πάλι μέσα σε λίγο χρόνο, αφού εξομολογηθεί ειλικρινά, ν’
απαλλαχθεί από την αμαρτία»26. Έτσι ο μακάριος Σαμουήλ, αν και ανάλωσε πολύ
χρόνο για να προσεύχεται να σωθεί ο Σαούλ, δεν πέτυχε τίποτα, διότι δεν τον
βοήθησε ο τρόπος του Σαούλ. Ενώ ο μακάριος Δαυίδ, που μετά τον έλεγχο του Νάθαν
έδειξε ειλικρινή μετάνοια, σώθηκε. Ένας λόγος ειλικρινής, που λέχθηκε μέσα σε
μια στιγμή, πρόσφερε αμέσως τη σωτηρία27. Διότι μόλις είπε ο Δαυίδ «Ήμαρτον τω
Κυρίω» αμέσως του είπε ο Νάθαν· «Και Κύριος παρεβίβασε το αμάρτημά σου, ου μη
αποθάνης»28.
Λοιπόν δεν χρειάζεται χρόνος για τη
μετάνοια αλλά διάθεση. Το μόνο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι «ο τωρινός
καιρός είναι καιρός μετανοίας· γιατί είναι μεγάλος ο φόβος για τα αμαρτήματα
που διαπράξαμε, αν δεν προλάβει η μετάνοια τη τιμωρία»29. «Προφθάσωμεν το
πρόσωπο αυτού εν εξομολογήσει»30. Κάποτε θα έλθει η ώρα που θα διαλυθεί το
θέατρο του κόσμου αυτού, ή θα τελειώσει η ζωή μας. Τότε πλέον θα αρχίσει ο
χρόνος της κρίσεως. Ας εκμεταλλευθούμε τον τωρινό χρόνο της μετανοίας. Μέχρι
τώρα φροντίζαμε να ζούμε για την σάρκα, τις ηδονές, τη δόξα. Ας φροντίσουμε
πλέον για το πνεύμα, για τις αρετές, για τη μετάνοια. Μια επίσκεψη στους τάφους
αρκεί να μας συνετίσει. Δεν υπάρχει εκεί πλέον η ομορφιά της νεότητας, το
χαρούμενο πρόσωπο, τα όμορφα μάτια, τα φλογερά χείλη, το λαμπερό μέτωπο, η
καλοκαμωμένη μύτη. Δεν ξεχωρίζει ο σοφός από τον αγράμματο, ο ιδιώτης από τον
βασιλιά, ο ευγενής από τον δούλο. Αυτά αν σκεφθούμε, όσο ακόμη έχουμε καιρό, ας
επιστρέψουμε από τον πλανεμένο δρόμο μας31.
Και αφού αναγκαστικά θα λυπηθούμε για τα
αμαρτήματά μας, είτε εδώ είτε εκεί, είναι προτιμότερο να λυπηθούμε εδώ, παρά
εκεί. Και στην άλλη ζωή θα υπάρχει λύπη για τις αμαρτίες, αλλά δεν θα υπάρχει
λύτρωση και βελτίωση της καταστάσεως. Διότι λέγει ο ψαλμωδός· «Εν τω Άδη τις
εξομολογήσεταί σοι;»32. Όχι ότι δεν θα εξομολογούμεθα, αλλά ότι θα αποβαίνει
μάταιο. Παράδειγμα η περίπτωση του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου. Ο πλούσιος
υποφέροντας στην κόλαση βελτιώνεται και ενδιαφέρεται για τα πέντε αδέλφια του
-αν και δεν τα βλέπει, όπως έβλεπε χρόνια τον Λάζαρο- να μη καταντήσουν όπως κι
αυτός. Αφού απέτυχε ο ίδιος να ευεργετηθεί, στη συνέχεια φροντίζει για την
σωτηρία των άλλων. Πόσο σκληρός ήταν πριν, και πόσο φιλάνθρωπος έγινε μετά! Κι
όμως δεν ωφελήθηκε σε τίποτα από τη μετάνοια και βελτίωσή του αυτή. Διότι η
μετάνοιά ήταν άκαιρος33.
ΣΤ΄.
Ιδιότητες Θεού και μετάνοια.
Για να συνειδητοποιήσουμε πόσο εύκολα μας
δέχεται ο Θεός και πόσο επιθυμεί την επιστροφή μας, ο ι. Χρυσόστομος,
ευκαίρως–ακαίρως, αναφέρεται στις ιδιότητες και τα γνωρίσματα του Θεού. Έτσι ο
Θεός είναι·
α΄)
Ήμερος Δεσπότης.
Ο Θεός είναι ήμερος Δεσπότης. Θέλει μια
αιτία να βρει και αμέσως να επιδείξει όλη τη φιλανθρωπία του. Ο Θεός, εάν
αμαρτάνοντας και μένοντες ατιμώρητοι δεν γινόμασταν χειρότεροι, θα παρέβλεπε
την τιμωρία μας. Αλλά ξέρει ότι η ζημιά που υφιστάμεθα, εάν αμαρτάνοντας δεν
τιμωρηθούμε, δεν είναι λιγώτερη από τη ζημιά που υφιστάμεθα από τα ίδια τα
αμαρτήματα. Επειδή λοιπόν θέλει να διορθώσει τιμωρεί, και όχι για να πάρει
ικανοποίηση.
Γι’ αυτό λέει στο Μωυσή· «Άφες με, και
θυμωθείς εκτρίψω αυτούς»34. Όχι ότι ο Μωυσής τον κρατούσε, διότι παρευρισκόταν
σιωπών, αλλά επειδή οι Ισραηλίτες έκαναν πράξεις άξιες τιμωρίας, και ήταν
αναγκαία η τιμωρία, ο Θεός όμως δεν ήθελε να τους τιμωρήσει, ούτε όμως και να
τους κάνει οκνηρούς, γι’ αυτό παρουσιάζεται ότι δήθεν ο Μωυσής δεν τον αφήνει
να τους τιμωρήσει.
Επίσης στον Ιεζεκιήλ λέει· «Περιδράμετε και
ίδετε εν τοις οδοίς Ιερουσαλήμ, ει έστι τις ποιών κρίμα και δικαιοσύνην· ίλεως
έσομαι αυτοίς»35. Δηλαδή, από την αρετή του ενός συναπολαμβάνουν και πολλοί από
τους πονηρούς. Όταν όμως είναι πολλοί οι πονηροί και ένας ο δίκαιος, τότε αυτός
δεν καταστρέφεται μαζί τους. Έτσι ο Μωυσής σώζει τους Ισραηλίτες αλλά και ο Νώε
δεν χάνεται μαζί με τους άλλους.
Αλλά έχουμε και τρίτο παράδειγμα που
δείχνει πόσο ήμερος είναι ο Δεσπότης. Όταν δεν βρει ζώντες ανθρώπους να έχουν
παρρησία για να ικετεύσουν, καταφεύγει σ’ εκείνους που έχουν πεθάνει και ότι
συγχωρεί τα αμαρτήματα εξ αιτίας εκείνων. Έτσι στον Εζεκία λέει· «Υπερασπιώ της
πόλεως ταύτης δι’ εμέ, και δια Δαυίδ τον παίδα μου»36τον ήδη τετελευτηκότα.
Να λοιπόν ότι τα πάντα μετέρχεται ο Θεός,
ώστε να μας απαλλάξει από την κόλαση και την τιμωρία37.
β΄)
Ο Θεός είναι βραδύς για τιμωρία, γρήγορος για σωτηρία.
Βλέπουμε ότι στην περίπτωση του Δαυίδ ο
Θεός δεν τον ελέγχει αμέσως όταν αμάρτησε, αλλά αφού κυοφόρησε η γυναίκα και
γεννήθηκε το βρέφος, τότε αποστέλλεται ο Νάθαν. Γιατί γνωρίζει ο Θεός ότι στην
έξαψη του πάθους δεν προσφέρει τίποτα ο έλεγχος. Αλλά ενώ άργησε να τον ελέγξει
ο Θεός, μόλις ο Δαυίδ είπε «ημάρτησα τω Κυρίω»38, σε μια στιγμή του δόθηκε η
μετάνοια και η άφεση.
Εμείς οι άνθρωποι κάνουμε πολύ χρόνο να
κτίσουμε ένα σπίτι, αλλά το γκρεμίζουμε γρήγορα. Ο Θεός κάνει το αντίθετο·
καταστρέφει αργά, αλλά κτίζει πολύ γρήγορα. Το πρώτο δείχνει την αγαθότητά του,
το δεύτερο την δύναμή του. Έτσι ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο σε έξη ημέρες· για
να καταστρέψει όμως την Ιεριχώ καθυστερεί επτά ολόκληρες μέρες. Όχι διότι
ατονεί η δύναμή του, αλλά μακροθυμεί η φιλανθρωπία του. Η πολιορκία των επτά
ημερών είναι κήρυγμα μετανοίας για την Ιεριχώ. Γι’ αυτό αργεί ο Θεός 39.
γ΄)
Η φιλανθρωπία του Θεού μέτρο δεν έχει.
Πολύ συχνά στις ομιλίες του ο ι.
Χρυσόστομος τόνιζε· «Κι αν ακόμη κάθε μέρα αμαρτάνεις, κάθε μέρα μετανόει». Και
απαντούσαν οι ακροατές του· «Ούτως εχόντων των πραγμάτων, είναι δυνατόν να
μετανοήσει κανείς και να σωθεί;». Και ερχόταν η παρήγορη απάντηση του ι.
πατρός· «Ασφαλώς ναι. Από πού είναι φανερό; Από την φιλανθρωπία του Κυρίου σου.
Μόνη η μετάνοιά σου δεν αρκούσε. Επειδή όμως με τη μετάνοια αναμιγνύεται και η
φιλανθρωπία του Θεού, έχε θάρρος. Μέτρο στη φιλανθρωπία του Θεού δεν υπάρχει. Η
δική σου κακία έχει μέτρο. Σκέψου ένα σπινθήρα που έπεσε στο πέλαγος· μήπως
μπορεί να μείνει εκεί ή να φανεί; Έτσι είναι και φιλανθρωπία του Θεού απέναντι
στην αμαρτία. Ή καλύτερα ούτε τόσο, αλλά πολύ περισσότερο. Γιατί το πέλαγος, κι
αν ακόμη είναι μεγάλο, έχει όρια, ενώ η φιλανθρωπία του Θεού είναι
απεριόριστη»40.
δ΄)
Σκοπός της μακροθυμίας του Θεού.
Αλλά γιατί ο Θεός είναι τόσο φιλάνθρωπος
και τόσο πολύ μακροθυμεί; Γιατί ενδιαφέρεται και για την σωτηρία των αμαρτωλών
αλλά και για το μέλλον των απογόνων του. Και αν ακόμη αυτός που αμαρτάνει δεν
πρόκειται να μετανοήσει, ευσπλαχνίζεται πολλές φορές τη ρίζα, για να φυλάξει τους
καρπούς. Έτσι ανέχεται τον ειδωλολάτρη Θάρα χάριν του απογόνου Αβραάμ. Ανέχεται
τον «πόρνο και βέβηλο»41 Ησαύ χάριν του δικαίου Ιώβ. Διότι λέγει η Γραφή· «Ησαύ
εγέννησε τον Ραγουήλ, Ραγουήλ τον Ζάρα, Ζάρα τον Ιώβ»42. Οι νόμοι των Ρωμαίων
λένε να μη θανατώνεται έγκυος γυναίκα, που έπεσε σε θανάσιμο παράπτωμα, εάν δεν
γεννήσει πρώτα. Εάν οι ανθρώπινοι νόμοι δείχνουν τόση ευσπλαχνία, δεν είναι
εύλογο ο Θεός, πολύ περισσότερο, να κάνει το ίδιο;
Αλλά και για τους ίδιους τους αμαρτωλούς
συμβαίνει αυτό. Διότι αν προλάβαινε η τιμωρία την διόρθωση, ο κόσμος θα χανόταν
κυριολεκτικά. Έτσι ο Παύλος από διώκτης έγινε απόστολος, ο Ματθαίος από τελώνης
ευαγγελιστής, ο Πέτρος από αρνητής πρωτοκορυφαίος των αποστόλων κ.ο.κ.42.
ε΄)
Ο Θεός είναι σκληρός στους δικαίους, ελεήμων στους αμαρτωλούς.
Μια άλλη περίεργη ιδιότητα του Θεού είναι
ότι φαίνεται σκληρός στους δικαίους, ελεήμων στους αμαρτωλούς. Έτσι ενώ στους
αμαρτωλούς λέει «Μη ο πίπτων ουκ ανίσταται; ή ο αποστρέφων ουκ επιστρέφει;»43
και «Επιστράφητε προς με και επιστραφήσομαι προς υμάς»44 και πάλι «Ζω γαρ εγώ,
λέγει Κύριος· ου βούλομαι τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην
αυτόν»45,στούς δικαίους όμως αλλάζει τον τόνο της φωνής του και τους
υπενθυμίζει ότι· «Εάν ποίηση άνθρωπος πάσα δικαιοσύνη και πάσα αλήθεια και
στραφείς αμάρτη, ου μη μνησθώ της δικαιοσύνης αυτού, αλλ’ εν τη αμαρτία αυτού
αποθανείται».
Βλέποντας τα χωρία αυτά της αγίας Γραφής ο
ι. πατήρ αναφωνεί· «Πω πω, πόση ακριβολογία για τον δίκαιο· πω πω, πόση
μεγαλοδωρία προς τον αμαρτωλό! Τόσους ποικίλους και διαφόρους τρόπους επινοεί,
χωρίς αυτός να αλλάξει, αλλά μοιράζοντας χρήσιμα τη μεγάλη του αγαθότητα· και
άκου πώς. Τον αμαρτωλό κ’ εκείνον που επιμένει στις αμαρτίες, αν τον φοβίσει,
τον οδηγεί στην απόγνωση και στη στέρηση της ελπίδας, ενώ τον δίκαιο, αν τον
μακαρίσει, χαλαρώνει τον τόνο της αρετής του. Επειδή μακαρίσθηκε ήδη, τον κάνει
αδιάφορο στην προθυμία προς την αρετή. Γι’ αυτό τον αμαρτωλό τον ελεεί, ενώ τον
δίκαιο τον φοβίζει»48. Έτσι στην αμαρτωλή γυναίκα που τον συνάντησε στο σπίτι
του Σίμωνος του Φαρισαίου, μόλις είδε τα δάκρυά της, την συγχώρησε47, ενώ την
Μαριάμ την αδελφή του Μωυσέως, εξ αιτίας μικρού γογγυσμού, την τιμώρησε με
λέπρα48.
Και υπάρχει και κάτι άλλο παράξενο και παράδοξο·
επειδή τα αμαρτήματα θεωρούνται σαν χρέη, στους αμαρτωλούς που μετανοούν
χαρίζει και το κεφάλαιο, ενώ από τους δικαίους απαιτεί και τους τόκους. Έτσι ο
δούλος που χρωστούσε μύρια τάλαντα, μόλις είπε «Κύριε μακροθύμησον επ’ εμοί και
πάντα αποδώσω»49, ο Κύριος δεν περίμενε να τον εξοφλήσει, αλλά θεώρησε την
εξομολόγηση εξόφληση του χρέους. Ενώ στην παραβολή των ταλάντων από τους
δικαίους απαιτεί και τόκους. «Δια τι γαρ ουκ εδώκατε το αργύριόν μου τοις
τραπεζίταις, καγώ ελθών συν τόκοις απήτησα;»50. Όπως εμείς απαιτούμε από τους
πλουσίους πολλά και δεν τους χαρίζουμε τίποτα, ενώ τους φτωχούς τους λυπούμαστε
και τους ελεούμε, έτσι και ο Θεός. Διότι θεωρεί τον δίκαιο πλούσιο και τον
αμαρτωλό πτωχό51.
Ζ΄.
Μετάνοια και μνήμη.
Ο Θεός συγχωρεί βέβαια όλες τις αμαρτίες
μας και δεν τις θυμάται μετά την εξομολόγηση, εμείς όμως θα πρέπει να τις
έχουμε συνέχεια μπροστά μας. Γιατί η ανάμνηση των αμαρτιών που διαπράχθηκαν
γίνεται αιτία αποφυγής άλλων μελλοντικών αμαρτιών· και εκείνος που υποφέρει για
τα προηγούμενα αμαρτήματα, δείχνει τη γνώμη πιο ασφαλή για τα επόμενα. Γι’ αυτό
ο Δαυίδ δεν ξεχνά τι έκανε, αλλά όλο συντριβή αναφωνεί «και η αμαρτία μου
ενώπιόν μου εστί δια παντός»52. Και ότι ο Θεός απαιτεί από μας αυτή την
κατάσταση, άκουσε τον ίδιο που λέει· «Εγώ ειμί, εγώ ειμί ο εξαλείφων τας
ανομίας σου πρώτος, ίνα δικαιωθείς»53. Να λοιπόν που είναι απαραίτητη η μνήμη
των αμαρτημάτων μας, άσχετα αν έχουμε λάβει την άφεση 54. Γι’ αυτό ο Παύλος δεν
παύει να λέει· «Ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, ότι εδίωξα την
εκκλησίαν»55 και «Χριστός ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ών πρώτος ειμί
εγώ»56. Δεν είπε ήμουν, αλλά είμαι. Η συγχώρηση των αμαρτημάτων έγινε από τον
Θεό, αλλά η ενθύμησή τους δεν εξαφανιζόταν από την σκέψη του Παύλου57.
Πρέπει όμως να θυμόμαστε τις αμαρτίες μας
όχι μόνο για να έχουμε ασφάλεια στο μέλλον αλλά και για να γίνουμε ένδοξοι
μπροστά στα μάτια του Θεού. Διότι η ενθύμηση των αμαρτιών δεν μας ντροπιάζει·
το αντίθετο, μας κάνει λαμπρούς. Μάλιστα δεν μας κάνει τόσο λαμπρούς η μνημόνευση
των κατορθωμάτων όσο η μνημόνευση των αμαρτημάτων. Ας έχουμε υπ’ όψη μας αυτό
όσοι από ντροπή ή μια κακώς νοούμενη αξιοπρέπεια δεν λέμε τα αμαρτήματά μας και
προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε ώστε να μη νιώθουμε τον έλεγχο της συνειδήσεως.
Στην παραβολή του φαρισαίου και του τελώνη, τον Φαρισαίο, αφού είπε τα
κατορθώματά του, τον σιχάθηκε ο Θεός, ενώ τον τελώνη τον αγάπησε και τον
δόξασε. Η ενθύμηση των κατορθωμάτων μας οδηγεί στην υπερηφάνεια και τον
κομπασμό, στην δήθεν αγιότητα. Η ενθύμηση όμως των αμαρτημάτων συγκρατεί τη
διάνοια, την κάνει να σκέπτεται ταπεινά, να είναι επιεικής στα λάθη των άλλων
αδελφών, και ελκύει την εύνοια του Θεού58. Γι’ αυτό ο Χριστός κελεύει· « Όταν
ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμέν, ότι ό
ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν»59.
Και κάτι άλλο που πρέπει να διευκρινίσουμε.
Πολλοί χριστιανοί λένε στον πνευματικό ή στους γνωστούς· Είμαι αμαρτωλός·
γενικά και αόριστα. Όχι, αυτό είναι λάθος. «Δεν είναι αρκετό»,λέει ο ι.
Χρυσόστομος, «μόνο το να πούμε ότι είμαι αμαρτωλός, αλλά πρέπει να ενθυμούμεθα
τα πλημμελήματά μας χωριστά και κατ’ είδος. Διότι τότε μόνο βρίσκουμε ίαση»60.
Στο γιατρό δεν λέμε γενικά ότι είμαστε άρρωστοι, αλλά κάνουμε λεπτομερείς
διευκρινήσεις για το μέλος του σώματος που πάσχει και για το είδος του πόνου
και των διαφόρων συμπτωμάτων. Εκτός τούτου ο Χρυσόστομος συνιστά να λέμε «τα
πλημμελήματα κατ’ είδος» ώστε να συνειδητοποιήσουμε τη χάρη που λαμβάνουμε με
την άφεση και να γίνουμε ευγνώμονες στον ευεργέτη61. Πράγματι, αν πρέπει να
είμαστε ευγνώμονες για ό,τι καλό μας δίνει ο Θεός, τόσο πρέπει να ξεχειλίζει η
καρδιά μας από ευγνωμοσύνη, όταν ενθυμούμεθα την άφεση των αμαρτιών; Λέμε άραγε
ένα ευχαριστώ μετά από κάθε εξομολόγησή μας;
Η΄.
Οδοί μετανοίας
Πολλοί και ποικίλοι είναι οι δρόμοι της
μετανοίας για να καταστεί εύκολη η σωτηρία μας. Εάν ο Θεός μας έδιδε μια οδό
μετανοίας, θα αναβάλλαμε και θα λέγαμε· Δεν μπορούμε να τη βαδίσουμε δεν
μπορούμε να σωθούμε. Τώρα όμως δεν μας δίνει μία οδό ούτε δύο, αλλά πολλές και
διάφορες, για να μας κάνει εύκολη την ανάβαση στον ουρανό62.
1η
οδός μετανοίας· η αυτοκατάκριση.
Αμάρτησες; Πες στο Θεό· «Αμάρτησα». Αν δεν
το πεις εσύ, θα σε κατηγορήσει ο διάβολος. Και τότε ουδέν το όφελος. Πρόλαβε
και άρπαξε το αξίωμα αυτού και τότε σώζεσαι. Η Γραφή λέει· «Λέγε συ τάς ανομίας
σου πρώτος ίνα δικαιωθείς»63. Πες την αμαρτία, για ν’ απαλλαγείς από την
αμαρτία. Δεν υπάρχει σ’ αυτό κόπος, ούτε δαπάνη χρημάτων, ούτε κάτι το επώδυνο.
Ο Κάιν, ενώ μετανόησε64 αργότερα για τον φόνο του αδελφού του, επειδή δεν είπε
πρώτος την αμαρτία αλλά περίμενε να τον ελέγξει ο Θεός, τιμωρείται να στενάζει
και να τρέμει διαρκώς πάνω στη γή65. Ο Δαυίδ όμως, όταν έπεσε στο αμάρτημα της
μοιχείας και τον ήλεγξε ο Νάθαν με πλάγιο τρόπο, αμέσως ομολόγησε· « Ήμάρτηκα
τω Κυρίω»66. Και έτσι δικαιώθηκε67.
2α
οδός μετανοίας· το πένθος.
Το πένθος είναι μια άλλη οδός μετανοίας. Ο
βασιλιάς Αχαάβ πένθησε για το έγκλημα κατά του Ναβουθαί68, ο Πέτρος «έκλαυσε
πικρώς»69 για την άρνησή του, ο Δαυίδ έλουζε με δάκρυ κάθε νύχτα το κρεβάτι
του70· και έτσι ο Θεός τους δέχθηκε όλους, αν και είχαν φοβερά αμαρτήματα. Αν
και είναι μεγάλη η φωτιά της αμαρτίας, εν τούτοις λίγα δάκρυα αρκούν να την
σβήσουν. Αν και είναι μεγάλη η δυσωδία της, το δάκρυ τη διώχνει μακριά. Τα
δάκρυα είναι το λουτρό και το καθάρσιο των αμαρτημάτων. Χύσε λοιπόν δάκρυα, κι
αυτός σου δίνει τη συγχωρηση71. Μάλιστα πρέπει να πενθούμε όχι μόνο για τα
αμαρτήματα τα δικά μας αλλά και για τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι είμαστε ένα
σώμα. Το πρόβλημα του ενός μέλους είναι πρόβλημα όλου του σώματος. Έπειτα, όταν
καίγεται το σπίτι του γείτονα, αν δεν φροντίσω να σβήσω τη φωτιά, θα καεί και
το δικό μου72. Γι’ αυτό ο Παύλος μαλώνει τους Κορινθίους, γιατί δεν πένθησαν
για το σφάλμα του αιμομίκτη. «Και ουχί μάλλον επενθήσατε, ίνα εξαρθή εκ μέσου υμών
ο το έργον τούτο ποιήσας»73.
3η
οδός μετανοίας η ταπεινοφροσύνη.
Δείξε ταπεινοφροσύνη, κι αμέσως εξαλείφεις
το πλήθος των αμαρτιών σου. Φαίνεται ξεκάθαρα στην παραβολή του τελώνου και του
φαρισαίου, Εκεί τα γεμάτα ταπείνωση λόγια του τελώνη νίκησαν τα’ αμαρτωλά έργα
του. Αν και βέβαια ούτε ταπεινοφροσύνη ήταν εκείνο. Γιατί ταπεινοφροσύνη είναι
όταν κανείς είναι μεγάλος και ταπεινώνει τον εαυτό του. Ο τελώνης απλώς
αισθάνθηκε τα’ αμαρτήματά του και είπε την αλήθεια. Αληθινά ταπεινός είναι ο
Παύλος. Αυτός, που ήταν ουρανοπολίτης, που απλώς έφερνε το σώμα, ο στύλος των
εκκλησιών, ο επίγειος άγγελος, ο επουράνιος άνθρωπος. Εκείνος που υπέμεινε
φυλακές και πληγές και μαστιγώματα, εκείνος που σαγήνευε μ’ επιστολές την
οικουμένη, εκείνος ταπεινοφρονεί όταν λέει· « Εγώ γαρ ειμί ο ελάχιστος των
αποστόλων, ός ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος»74. Αυτή η ταπεινοφροσύνη
είναι πολύ δύσκολη και κατόρθωμα των μεγάλων αγίων. Τουλάχιστον ας αποκτήσουμε
την ταπείνωση του τελώνου, ο οποίος αισθάνθηκε την αμαρτωλότητά του και
αναγνώρισε το χάλι του 75.
4η
οδός μετανοίας· η ελεημοσύνη.
Όσες αμαρτίες κι αν έχεις, η ελεημοσύνη σου
τις ισοζυγίζει όλες. Αυτή φθάνει στον θρόνο του Θεού και γίνεται συνήγορός σου.
Γι’ αυτό λέει ο Θεός στον Κορνήλιο· «Κορνήλιε αι προσευχαί σου και αι
ελεημοσύναι σου ανέβησαν ενώπιον του Θεού»76. Στις 10 παρθένες όμως, που, ενώ
κατόρθωσαν την δύσκολη αρετή της παρθενίας, δεν φρόντισαν να αποκτήσουν το
έλαιον της ελεημοσύνης, έκλεισε την πόρτα του παραδείσου. Συνεπώς, ακόμη και η
υπερφυσική αρετή της παρθενίας τότε μόνο έχει αξία όταν μαζί της έχει την
αδελφή της την ελεημοσύνη. Φθάνει ο ι. πατήρ στο σημείο να πει ότι, εάν
επιθυμήσει άνδρα η παρθένος, δεν είναι τόσο μεγάλο έγκλημα, γιατί επιθυμεί
ομοούσια ύλη· στην περίπτωση όμως της ασπλαχνίας η κατηγορία είναι μεγάλη,
γιατί επιθυμεί ξένη ύλη77. Στην παραβολή της κρίσεως78 το κριτήριο διαχωρισμού
δικαίων και αδίκων είναι η ελεημοσύνη. Στην παραβολή αυτή ο Χριστός δεν κρίνει
την αμαρτία, αλλά την απανθρωπιά και την αδιαφορία των ανθρώπων να τους
συγχωρηθούν οι αμαρτίες μέσω της ελεημοσύνης79. Είναι τόση η αδυναμία του Θεού
προς την ελεημοσύνη, που αυτός ο αδέκαστος κριτής δέχεται να «δωροδοκηθεί»
χάριν των πενήτων80.
5η
οδός μετανοίας· η προσευχή.
Άλλη οδός μετανοίας, πολύ εύκολη, είναι η
προσευχή. «Να προσεύχεσαι κάθε ώρα», συνιστά ο ι. πατήρ, «και μη λιποψυχήσεις
προσευχόμενος, ούτε να ζητάς με αδιαφορία τη φιλανθρωπία του Θεού· και να είσαι
σίγουρος, ότι δεν θ’ αποστραφεί την επιμονή σου, αλλά θα συγχωρήσει τις
αμαρτίες σου και θα σου δώσει αυτά που ζητάς»81. Ας μη προσευχόμαστε ούτε για
υγεία ούτε για χρήματα ούτε για ο,τιδήποτε άλλο82. Η μόνη μας επιδίωξη, ο μόνος
μας πόθος να είναι η σωστή σχέση της ψυχής μας με τον Θεό. Και όχι μόνο όταν
έχουμε θλίψεις, αλλά και όταν ζούμε ευτυχείς83.
6η
οδός μετανοίας· η νηστεία.
Όταν ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, αμέσως ο
Θεός τον παρέδωσε στη νηστεία84, διότι τη θεώρησε φιλόστοργη και άριστη δασκάλα
για την σωτηρία του. Όταν ο άνθρωπος την αρίστη αυτή παιδαγωγό την περιφρόνησε,
τιμωρήθηκε με θάνατο85. Και μετά την πτώση του, όμως, έχει τόση δύναμη η
νηστεία, ώστε να καταργεί το θάνατο και να δίνει ζωή86. Έτσι σώζει την
Νινευΐ87, όπου νήστεψαν ακόμη και τα ζώα, τον Δανιήλ88 μέσα στον λάκκο των
λιονταριών, τους τρεις παίδες89 μέσα στο καμίνι, εκδιώκει τους δαίμονες90,
ανακαινίζει τον έσω άνθρωπο91, ξηραίνει νόσους92, μας καθιστά αξίους για
θεοπτία93.
Επίλογος
Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην συνταράξασα
το Βυζάντιο έριδα περί του ποιος είναι υπέρτερος μεταξύ των τριών ιεραρχών,
Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, οι
οπαδοί του Μ. Βασιλείου τον εξυμνούσαν ως «ταις αρεταίς μικρού τοις αγγέλοις
παραμιλλώμενον, και μη δ’ εκ του προχείρου συγχωρούντα», υποβίβαζαν δε τον ι.
Χρυσόστομο, «ως εναντίως δήθεν εκείνω διακείμενον, κατά το πρόχειρον είναι και
ελκτικόν εις μετάνοιαν»94.
Πολύ νωρίτερα, την εποχή που ζούσε ακόμη ο
ι. πατήρ, η σύνοδος -που συνεστήθη παρανόμως εναντίον του- του απέδωσε
εικοσιεννέα κατηγορίες. Ανάμεσα σ’ αυτές η έκτη τον κατηγορούσε· «ότι άδειαν
παρέχει τοις αμαρτάνουσι, διδάσκων, ‘εάν πάλι αμάρτης, πάλιν μετανόησον, και
οσάκις αν αμάρτης, ελθέ προς με, και εγώ σε θεραπεύσω’»95.
Αυτές, οι δήθεν μειωτικές για τον
Χρυσόστομο κρίσεις, αποδίδουν, νομίζουμε, το μεράκι, τον πόθο, την ασίγαστη
έφεση και επιθυμία που φλόγιζε συνεχώς την καρδιά του ι. πατρός να σπεύσουν
όλοι οι χριστιανοί προς το μυστήριον της μετανοίας, χωρίς να απελπισθούν για
την κατάστασή τους ή ν’ αποθαρρυνθούν από τις συνεχείς πτώσεις τους. Ο ι.
Χρυσόστομος όπως τονίζει σύγχρονος ερευνητής96, υπερέβαλε όλους τους πατέρες
στην ανάπτυξη του κηρύγματος της μετανοίας. Κ’ ενώ δεν θυσιάζει ούτε «ιώτα» από
την ακρίβεια του ευαγγελικού νόμου, βρίσκει τρόπο να μιλά συνεχώς για την
γλυκύτητα και την φιλανθρωπία του Θεού, για το απέραντο έλεός του, που δεν
μπορεί να το εξαντλήσει τίποτα και ποτέ.
1.
Ε.Π.Ε. Έργα Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 241.
2. Ένθ’ ανωτ., σ. 287.
3. Αυτόθι.
4. Ένθ’ ανωτ., σ. 297.
5. Ησ. 1,18.
6. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ., σσ. 309, 311.
7. Ένθ’ ανωτ., σ. 253.
8. Ησ. 1,16.
9. Α΄ Βασ. 16,7.
10. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ., σ. 255.
11. Ένθ’ ανωτ., σ. 211.
12. Ένθ’ ανωτ., σ. 213.
13. Ένθ’ ανωτ., σ. 215.
14. Ματθ. 25,4.
15. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ., σσ. 221, 223.
16. Ένθ’ ανωτ., σ. 233.
17. Γεν. 19,14.
18. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ., σσ. 95, 97.
19. Χρυσοστόμου, τομ. 33, σ. 445.
20. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 291, 293.
21. Αυτόθι.
22. Ησ. 43,26.
23. Παρ. 18,17.
24. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 295.
25. Ένθ’ ανωτ., σ. 191.
26. Ένθ’ ανωτ., σ. 255.
27. Ένθ’ ανωτ., σ. 257.
28. Β΄ Βασ. 12,13.
29. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 267.
30. Ψαλμ. 94,2.
31. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 319.
32. Ψαλμ. 6,6.
33. Χρυσοστόμου, τομ. 31, σσ. 147, 149, 151.
34. Έξ. 32,10.
35. Ιεζ. 5,1.
36. Δ΄ Βασ. 20,6.
37. Χρυσοστόμου, τομ. 31, σσ. 163, 165, 167.
38. Β΄ Βασ. 12,13.
39. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 257, 259.
40. Ένθ’ ανωτ., σσ. 287, 289.
41. Εβρ. 12,16.
42. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 241, 243, 245.
43. Ιερ. 8,4.
44. Ζαχ. 1,3.
45. Ιεζ. 33,11.
46. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 245, 247.
47. Λουκ. 7,47.
48. Αριθ. 12,10.
49. Ματθ. 18,26.
50. Ματθ. 25,27· Λουκ. 19,23.
51. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 249.
52. Ψαλμ. 50,55.
53. Ησ. 43,25-26.
54. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 255.
55. Α΄ Κορ. 15,9.
56. Α΄ Τιμ. 1,15.
57. Χρυσοστόμου, τομ. 31, σ. 155.
58. Ένθ’ ανωτ., σ. 157
59. Λουκ. 17,10.
60. Χρυσοστόμου, τομ. 31, σ. 167.
61. Χρυσοστόμου, τομ. 9, σ. 455.
62. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 137.
63. Ησ. 43,26.
64. Γεν. 4,13.
65. Γεν. 4,12.
66. Β΄ Βασ. 12,13.
67. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 113-121.
68. Γ΄ Βασ. 20,27.
69. Ματθ. 26,75.
70. Ψαλμ. 6,7.
71. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 121, 155, 266.
72. Ένθ’ ανωτ., σσ. 99, 101.
73. Α΄ Κορ. 5,2.
74. Α΄ Κορ. 15,9
75. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 129, 131.
76. Πραξ. 10,4.
77. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ.139, 141, 149, 151.
78. Ματθ. 25,41.
79. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 279.
80. Ένθ’ ανωτ., σ. 269
81. Ένθ’ ανωτ., σ. 151.
82. Ένθ’ ανωτ., σ. 177.
83. Ένθ’ ανωτ., σ. 171.
84. Γεν. 2,16.
85. Γεν. 3,19.
86. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 187, 189.
87. Ιων. 3,7-10.
88. Δαν. 6,18-22.
89. Δαν. 3,27 και 1,5-15.
90. Ματθ. 17,21· Χρυσοστόμου. τομ. 30, σ. 185.
91. Β΄ Κορ. 4,16.
92. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 203.
93. Ένθ’ ανωτ., σ. 187.
94. Συναξάρι εορτής Τριών Ιεραρχών, Μηναίο Ιανουαρίου Λ΄.
95. Φωτίου πατριάρχου, Βιβλιοθήκη ΝΘ΄, P.G. 103, 112Α.
96. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 7.
2. Ένθ’ ανωτ., σ. 287.
3. Αυτόθι.
4. Ένθ’ ανωτ., σ. 297.
5. Ησ. 1,18.
6. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ., σσ. 309, 311.
7. Ένθ’ ανωτ., σ. 253.
8. Ησ. 1,16.
9. Α΄ Βασ. 16,7.
10. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ., σ. 255.
11. Ένθ’ ανωτ., σ. 211.
12. Ένθ’ ανωτ., σ. 213.
13. Ένθ’ ανωτ., σ. 215.
14. Ματθ. 25,4.
15. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ., σσ. 221, 223.
16. Ένθ’ ανωτ., σ. 233.
17. Γεν. 19,14.
18. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ., σσ. 95, 97.
19. Χρυσοστόμου, τομ. 33, σ. 445.
20. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 291, 293.
21. Αυτόθι.
22. Ησ. 43,26.
23. Παρ. 18,17.
24. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 295.
25. Ένθ’ ανωτ., σ. 191.
26. Ένθ’ ανωτ., σ. 255.
27. Ένθ’ ανωτ., σ. 257.
28. Β΄ Βασ. 12,13.
29. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 267.
30. Ψαλμ. 94,2.
31. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 319.
32. Ψαλμ. 6,6.
33. Χρυσοστόμου, τομ. 31, σσ. 147, 149, 151.
34. Έξ. 32,10.
35. Ιεζ. 5,1.
36. Δ΄ Βασ. 20,6.
37. Χρυσοστόμου, τομ. 31, σσ. 163, 165, 167.
38. Β΄ Βασ. 12,13.
39. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 257, 259.
40. Ένθ’ ανωτ., σσ. 287, 289.
41. Εβρ. 12,16.
42. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 241, 243, 245.
43. Ιερ. 8,4.
44. Ζαχ. 1,3.
45. Ιεζ. 33,11.
46. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 245, 247.
47. Λουκ. 7,47.
48. Αριθ. 12,10.
49. Ματθ. 18,26.
50. Ματθ. 25,27· Λουκ. 19,23.
51. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 249.
52. Ψαλμ. 50,55.
53. Ησ. 43,25-26.
54. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 255.
55. Α΄ Κορ. 15,9.
56. Α΄ Τιμ. 1,15.
57. Χρυσοστόμου, τομ. 31, σ. 155.
58. Ένθ’ ανωτ., σ. 157
59. Λουκ. 17,10.
60. Χρυσοστόμου, τομ. 31, σ. 167.
61. Χρυσοστόμου, τομ. 9, σ. 455.
62. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 137.
63. Ησ. 43,26.
64. Γεν. 4,13.
65. Γεν. 4,12.
66. Β΄ Βασ. 12,13.
67. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 113-121.
68. Γ΄ Βασ. 20,27.
69. Ματθ. 26,75.
70. Ψαλμ. 6,7.
71. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 121, 155, 266.
72. Ένθ’ ανωτ., σσ. 99, 101.
73. Α΄ Κορ. 5,2.
74. Α΄ Κορ. 15,9
75. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 129, 131.
76. Πραξ. 10,4.
77. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ.139, 141, 149, 151.
78. Ματθ. 25,41.
79. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 279.
80. Ένθ’ ανωτ., σ. 269
81. Ένθ’ ανωτ., σ. 151.
82. Ένθ’ ανωτ., σ. 177.
83. Ένθ’ ανωτ., σ. 171.
84. Γεν. 2,16.
85. Γεν. 3,19.
86. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σσ. 187, 189.
87. Ιων. 3,7-10.
88. Δαν. 6,18-22.
89. Δαν. 3,27 και 1,5-15.
90. Ματθ. 17,21· Χρυσοστόμου. τομ. 30, σ. 185.
91. Β΄ Κορ. 4,16.
92. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 203.
93. Ένθ’ ανωτ., σ. 187.
94. Συναξάρι εορτής Τριών Ιεραρχών, Μηναίο Ιανουαρίου Λ΄.
95. Φωτίου πατριάρχου, Βιβλιοθήκη ΝΘ΄, P.G. 103, 112Α.
96. Χρυσοστόμου, τομ. 30, σ. 7.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ
ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
πηγή:εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.