Ἡ λέξη
«πλησίον» ἔχει διπλὴ ἐννοιολογικὴ
σημασία. Πρωταρχικῶς ὡς ἐπίῤῥημα
σημαίνει «κοντά». Κατὰ τὴ δεύτερη ἔννοια
δηλώνει τὸ συνάνθρωπο. Ἔτσι τὴν
καταλαβαίνει καὶ ὁ πολὺς
κόσμος· ὁ πλησίον μας εἶναι ὁ
συνάνθρωπός μας.
Ἐντούτοις ἡ προοπτικὴ
τῆς ἔννοιας, ὅπως
φαίνεται ἀπὸ τὰ
τελευταῖα λόγια τοῦ Κυρίου μας στὸ
σημερινὸ εὐαγγελικὸ
ἀνάγνωσμα, εἶναι διαφορετικὴ
ἀπὸ αὐτὴν
ποὺ καταλαβαίνουμε. Συνηθίσαμε τὴν
ἔννοια τοῦ πλησίον νὰ
τὴν ἀποδίδουμε σὲ
κάποιον ἄλλον ἐκτὸς
τοῦ ἑαυτοῦ
μας.
Ὁ Χριστὸς ὅμως
δὲν ῥωτᾶ
τὸ νομοδιδάσκαλο ποιός ἦταν
ὁ πλησίον γιὰ τὸν
καλὸ Σαμαρείτη, ἀλλὰ
ποιός ἀποδείχτηκε πλησίον ἐκείνου ποὺ
ἔπεσε στοὺς ληστές. Ὑπάρχει
μία ἀντίστροφη δυναμικὴ φορὰ
στὸν τρόπο, μὲ τὸν
ὁποῖο ὁ
Κύριος προδιαθέτει τὸ νομοδιδάσκαλο νὰ συλλάβῃ
τὴν ἔννοια, μία
διαφορετική, ὅπως εἶπα, προοπτική,
ποὺ δὲν εἶναι
ἄλλη ἀπὸ
τὸ νὰ ἀντιληφθῇ
ὅτι πλησίον του δὲν εἶναι
ἁπλῶς ὁ
συνάνθρωπός του, ἀλλὰ ὁ
ἴδιος πρέπει νὰ γίνεται
πλησίον στὸν κάθε ἄνθρωπο. Αὐτὸ
συνεπάγεται ἕνα δυναμισμό, μία κίνηση, μία πορεία, μία σχέση ποὺ
ἀφορᾶ στὴν
ἀγαπητικὴ ἔξοδο
ἀπὸ τὸν
ἑαυτό μας πρὸς τοὺς
ἄλλους. Πλησίον δὲν εἶναι
μόνον ὁ ἄλλος γιὰ
ἐμᾶς· πλησίον
πρέπει νὰ γίνώμαστε ἐμεῖς
γιὰ τὸν ἄλλον.
Ὁ θεῖος νόμος λέγει:
«ἀγαπήσεις...καὶ τὸν
πλησίον σου ὡς σεαυτόν», ὅμως ἀγαπῶ
τὸν πλησίον σημαίνει ὅτι γίνομαι ἐγὼ
πρῶτα πλησίον γιὰ ἐκεῖνον,
δὲν περιμένω νὰ ἔρθῃ
κοντά· πηγαίνω ἐγὼ πρῶτος
κοντά του, γιὰ νὰ τοῦ
ἀποδείξῳ στὴν
πράξη τὴν ἀγάπη μου,
διότι ἐνδεχομένως νὰ τὸν
ἀγαπῷ ἀπὸ
μακρυά, ἀλλὰ ἡ
ἐξ ἀποστάσεως ἀγάπη
κινεῖται συνήθως στὰ ὅρια
τῆς τυπικότητος, χάνοντας τὴν
ὁλότητά της. Ὅλους μποροῦμε
νὰ τοὺς ἀγαποῦμε
ἀπὸ μακρυά, ὅμως
ἡ ἀγάπη κρίνεται ἀπὸ
κοντά.
«Πλησίον
τοῦ ἐμπεσόντος εἰς
τοὺς ληστὰς» ἔγινε
ἕνας Σαμαρείτης· ἕνας καλὸς
ἄνθρωπος μὲ πλούσια ἀγάπη
καὶ μεγαλεῖο ψυχῆς.
Τί κι ἂν θεωρεῖτο αἱρετικὸς
ἀπὸ τὴ
θρησκευτικὴ κοινότητα τῶν ἑβραίων!
Ἀποδεικνύεται ἄνθρωπος ὑπεράνω
πάσης διακρίσεως. Θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν
χαρακτηρίσουμε ὡς μαθητὴ τοῦ
Παύλου πρὸ τοῦ Παύλου, ὡς
ἕνα πρὸ τῆς
Ἐκκλησίας χριστιανό. Διότι καὶ
οἱ χριστιανοὶ τῶν
πρώτων αἰώνων γίνονταν πλησίον σὲ
ὅλους, εἰδωλολάτρες καὶ
χριστιανούς, Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες,
στοὺς ὁποίους
γνώριζαν τὸν Ἐπουράνιο
Πατέρα μὲ τὰ καλά ἔργα
τους. Ὁ καλὸς Σαμαρείτης δὲν
ἔκανε ἁπλῶς
τὸ καθῆκον του. Θὰ
μποροῦσε νὰ περιποιηθῇ
τὸν ἀτυχῆ,
νὰ τὸν πήγαινε ἔστω
μέχρι τὸν πανδοχεῖο, καὶ
ἀπὸ ἐκεῖ
καὶ πέρα, ὡς μὴ
ἔχων ἄλλη ὑποχρέωση,
νὰ φύγῃ. Ὅμως
ἡ ἀληθινὴ
ἀγάπη του τὸν ἔκανε
νὰ μείνῃ στὸ
πανδοχεῖο, νὰ οἰκονομήσῃ
τὰ τῆς φροντίδας, νὰ
πληρώσῃ γιὰ ἐκεῖνον
τὴ διαμονή, ἀλλὰ
καὶ νὰ ἀναλάβῃ
πιθανὰ ἐπιπλέον ἔξοδα,
ἐὰν θὰ παρουσιαζόταν
ἀνάγκη.
Ὁ
καλὸς Σαμαρείτης ἀγάπησε τὸν
συνανθρωπό του ὅπως ἀγαποῦσε
τὸν ἑαυτό του. Δὲν
τὸν προσπέρασε, ὅπως ἔκαναν
οἱ ἄλλοι δύο. Γιὰ
τὸ λόγο αὐτὸ
ἀναδείχθηκε σὲ γνησιότερο
τηρητὴ τοῦ νόμου ἀπὸ
τοὺς ὀρθόδοξους ἑβραίους.
«Κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ
ἐστι νόμος», διαβεβαιώνει τοὺς
Γαλάτες ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,
ὅταν μιλᾷ γιὰ
τοὺς καρποὺς τοῦ
Πνεύματος, μείζων τῶν ὁποίων ἡ
ἀγάπη. Καὶ ὁ
Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης
μᾶς διδάσκει πώς, ἂν λέμε πὼς
ἀγαποῦμε τὸ
Θεό, χωρὶς νὰ ἀγαποῦμε
τὸ συνάνθρωπο, εἴμαστε ψεῦτες.
Ὅσο πλησίον γινόμαστε στὸ
συνάνθρωπο, τόσο πλησιάζουμε καὶ τὸ
Θεό, μιὰ καὶ Ἐκεῖνος
ἔγινε ἄνθρωπος,
συνάνθρωπός μας, πρῶτος ἀπ’ ὅλους
δικός μας πλησίον. Καὶ μᾶς ἀγάπησε
ὁ Χριστὸς «ἐξ
ὅλης τῆς καρδίας Του
καὶ ἐξ ὅλης
τῆς ψυχῆς Του». Ἔγινε
ὁ «οὐκ ἐκ
Σαμαρείας, ἀλλ’ ἐκ τῆς
Παρθένου Μαρίας» καλὸς Σαμαρείτης γιὰ τὴν
ἀνθρωπότητα, ἀναλαμβάνοντας
νὰ περιποιηθῇ τὰ
τραύματα τῆς ἁμαρτίας μας, ἐκχέοντας
τὸ ἔλεός Του στὴν
πληγωμένη μας φύση, μεταφέροντάς μας στὸ πανδοχεῖο
τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἀξίζει
ἕνα τέτοιον πλησίον νὰ ἀγαποῦμε
μὲ ὅλη μας τὴν
ὕπαρξη καὶ ὅλη
μας τὴν ψυχὴ καὶ
γιὰ χάρη Του νὰ εἴμαστε
πλησίον στοὺς ἄλλους.
π. Στυλιανός Μακρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.