Ἦταν πλούσιος.
Εἶχε ὄνομα στὴν
κοινωνία. Εἶχε φίλους ποὺ τὸν
ἀγαποῦσαν, μᾶλλον
γιὰ ὅσα εἶχε,
ἴσως γι’ αὐτὸ
ποὺ ἦταν. Τὸ
τραπέζι του πάντα γεμάτο, στρωμένο μὲ τὰ
καλύτερα ἑδέσματα, ὅπως καὶ
ἡ καρδιά του στρωμένη μὲ
τὰ καλύτερα αἰσθήματα γιὰ
τοὺς συνδαιτημόνες του. Ἀπολάμβανε
τὴν ὡραία ζωή. Ὅμως
ὁ θάνατος δὲν τὸν
ξεχώρισε. Χτύπησε τὴν πόρτα του καὶ ἦρθε
τὸ τέλος τῶν ἀπολαύσεων.
Ὅλα ὅσα εἶχε
ἀνῆκαν πλέον ἀλλοῦ.
Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς
εἶδε νὰ ἀλλάζῃ
τὸ σκηνικό, ἀλλὰ
ὁ πρωταγωνιστὴς ἔμεινε
ἴδιος. Ἄλλαξαν ὅλα
τὰ γύρω, τὰ μέσα ἔμειναν
ἀναλλοίωτα.
Ἡ κόλαση, ἀδελφοί
μου, εἶναι ἡ ἀμετάβλητη
κατάσταση τῶν παθῶν μας μέσα στὶς
ἀκτῖνες τοῦ
θείου φωτός, γι’ αὐτὸ καὶ
εἶναι αἰώνια. Ὁ
πλούσιος τῆς παραβολῆς δὲν
ἄλλαξε στὴν κόλαση.
Παρέμεινε ἀχόρταγος, ἐγωϊστής,
φιλήδονος, ὑπερήφανος. Ὁ θάνατος, ὅπως
μᾶς βρίσκει, ἔτσι καὶ
μᾶς περνᾶ στὴν
ἄλλη ζωή· συμβαίνει σὰν νὰ
σταματᾷ καὶ νὰ
καταργεῖται ἀπὸ
κεῖ καὶ πέρα ὁ
χρόνος, ὁ δὲ ἄνθρωπος
νὰ ἐπισφραγίζῃ
τὶς ἐπιλογές του ὁριστικά,
βάζοντας στὸ συμβόλαιο ποὺ ὁ
ἴδιος συνέταξε γιὰ τὴν
ζωή του τὴν ἐπικυρωτικὴ
σφραγῖδα. Οἱ ἐπιθυμίες
τῆς καρδιᾶς, τὰ
πάθη, ἡ ῥοπὴ
πρὸς τὴν ἁμαρτία,
οἱ σχέσεις μὲ τὸν
Θεὸ καὶ τὸν
ἄνθρωπο, παγιώνονται μὲ
τὸν θάνατο. Ὁ πλούσιος
συνέχισε νὰ πεινᾷ καὶ
νὰ διψᾷ μέσα στὴν
κόλαση, συνέχισε νὰ λυπᾶται γιὰ
τὴν χαμένη ἀπόλαυση τῆς
σαρκός, νὰ ὀδύρεται γιὰ
τὴν ἀκούσια ἔνδεια
τῆς κολάσεως.
Στὸν ἀντίποδα
ὁ κατὰ κόσμον ἀνώνυμος,
ὁ ταλαίπωρος φτωχός, ποὺ
ἐκλιπαροῦσε γιὰ
λίγα ψίχουλα, γιὰ τὰ περισσεύματα
τῶν περισσευμάτων, τὰ ἀποφάγια
τῶν δείπνων τοῦ πρώτου. Εἶχε
ὅμως ὄνομα, ποὺ
ματαφράζεται «ὁ Θεὸς εἶναι
βοηθός μου», ὄνομα καταξιωθὲν στὸν
Παράδεισο, γιατὶ τὸ εἶχαν
ἀπαξιώσει στὸν κόσμο οἱ
συνθῆκες. Αὐτὸς
δὲν ἤξερε νὰ
ζῇ τὴν ζωή του, ὅπως
ὁ πλούσιος, γιατὶ δὲν
εἶχε ζωή. Ἦταν ἕνας
ζωντανὸς νεκρός, ἀλλ’ ὅταν
πραγματικὰ πέθανε, γέμισε μὲ πραγματικὴ
ζωή.
Ξέρετε τί συμβαίνει, ἀδελφοί
μου; Ἐπειδὴ γνωρίζουμε τὸ
ἀποτέλεσμα καὶ γιὰ
τοὺς δύο, γι’ αὐτὸ
καὶ μακαρίζουμε τὸν Λάζαρο καὶ
ὀνειδίζουμε τὸν πλούσιο. Στὴν
πραγματικότητα ὅμως τρέμουμε τὴν πτωχεία τοῦ
Λαζάρου καὶ ἀπὸ
τὴν ἄλλη ζηλεύουμε
τὴν πολυτέλεια τοῦ πλουσίου. Μήπως
δὲν προσπαθοῦμε κάποιοι ἀπὸ
ἐμᾶς νὰ
τὸν συναγωνιστοῦμε στὴν
βὺσσο καὶ τὴν
πορφύρα; Σὲ τί θὰ διέφερε ἡ
πολυτελῆ μας ἀμφίεση σήμερα ἀπὸ
τὴν πορφύρα καὶ τὴν
βύσσο τοῦ πλουσίου; Ξέρουμε ὅλοι ὅτι
ὅλα τὰ χρυσὰ
καὶ τὰ κεντητὰ
καὶ τὰ περίτεχνα δὲν
θὰ χωρέσουν στὸν τάφο μας, ἀλλὰ
κι ἂν τὰ παίρναμε μαζί
μας, θὰ ἔλιωναν μαζὶ
μὲ τὸ φέρετρο καὶ
τὸ νεκρὸ σῶμα
μας. Καὶ μὴν μοῦ
πεῖτε ὅτι κατὰ
τὴν κοινὴ ἀνάσταση
θὰ τὰ
ξαναφορέσουμε, γιατὶ θὰ εἴμαστε
καὶ γιὰ γέλια καὶ
γιὰ κλάμματα.
Σήμερα βέβαια τὰ
οἰκονομικὰ δεδομένα στὴν
κοινωνία μας ἔχουν πάρει ἄλλη τροπή. Ὅλοι
λίγο πολὺ ὑποφέρουν, ὅλοι
ἔγιναν λίγο πολὺ Λάζαροι, χωρὶς
βεβαίως αὐτὸ νὰ
σημαίνῃ αὐτόματη
δικαίωση. Τὸν Λάζαρο τῆς παραβολῆς
δὲν τὸν δικαίωσε ἡ
πτωχεία του, ἀλλὰ ἡ
ὑπομονὴ σὲ
αὐτήν καὶ τὸ
γεγονὸς ὅτι δὲν
γόγγυσε κατὰ τοῦ Θεοῦ.
Θὰ μοῦ πεῖτε:
«Τὸν πλούσιο τὸν καταδίκασε ὁ
γογγυσμὸς κατὰ τοῦ
Θεοῦ;». Ὄχι! Τὸν
καταδίκασε ὅμως ἡ ἀδιαφορία
γιὰ τὸν Θεὸ
καὶ τὸν συνάνθρωπό
του. Κι ἐμεῖς ἀνάλογα
θὰ κριθοῦμε, εἴτε
ἔχουμε, εἴτε δὲν
ἔχουμε.
Σὲ ὅλα
τὰ πράγματα τὸ μέτρο εἶναι
ἕνα χρήσιμο ἐργαλεῖο,
γιὰ νὰ διαχειριστοῦμε
τὴν ζωή μας. Πολλοὶ λένε: «Ἐγὼ
δὲν εἶμαι πλούσιος· ἔχω
ἕνα σπίτι καὶ ἕνα
ἐξοχικό. Ὁ ἄλλος
μὲ τὰ δέκα σπίτια εἶναι
πλούσιος». Ἄλλο ὅμως πλούσιος
κι ἄλλο πλουσιότερος. Καὶ ἐν
πάσῃ περιπτώσει αὐτὸς
ποὺ ἔχει δύο εἶναι
πλουσιότερος ἀπὸ αὐτὸν
ποὺ ἔχει ἕνα
καὶ πλούσιος σὲ σχέση μὲ
αὐτὸν ποὺ
δὲν ἔχει τίποτα. Θὰ
πῇ κάποιος: «Καὶ γιατὶ
ἐγὼ ποὺ
ἔχω δύο νὰ θεωροῦμαι
πλούσιος σὲ σχέση μὲ αὐτὸν
ποὺ δὲν ἔχει
τίποτα καὶ νὰ μὴν
θεωροῦμε φτωχὸς σὲ
σχέση μὲ αὐτὸν
ποὺ ἔχει δέκα;».
Δίκαιη ἀπορία! Γι’ αὐτὸ
λοιπὸν δὲν θὰ
πρέπῃ νὰ ἔχουμε
ὡς μέτρο ζωῆς τὰ
περουσιακά μας στοιχεῖα, δὲν θὰ
πρέπῃ νὰ μᾶς
κρίνῃ τὸ πλῆθος
καὶ ἡ ἀξία
τῶν ἀγαθῶν,
ἀλλὰ τὸ
μέγεθος τῆς ἀγαθοεργίας. Ἔχεις
ἑκατὸ καὶ
μοιράζεις τὸ ἕνα; Εἶσαι
σχεδὸν ἴδιος μὲ
τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς.
Ἔχεις δέκα καὶ μοιράζεις τὰ
πέντε; Εἶσαι μακάριος, γιατὶ ἐφαρμόζεις
θεία ἐντολή. Ἔχεις ἕνα
καὶ τὸ χαρίζῃς;
Ἀνοίγεις τὴν πόρτα τοῦ
Παραδείσου. Θὰ μοῦ πῇς:
«Ἐντάξει! Καὶ τί νὰ
χαρίσῳ στοὺς πτωχοὺς;
τὰ ῥοῦχα
μου; τὶς ἠλεκτρικές μου
συσκευές; νὰ κόψῳ τὸ
αὐτοκίνητό μου στὴ μέση; νὰ
δώσῳ τὸ μισὸ
ἐμπόρευμα τοῦ καταστήματός
μου δωρεάν; νὰ βγῷ ἀπὸ
τὸ σπίτι μου καὶ νὰ
βάλῳ μιὰ οἰκογένεια
ἀστέγων;». Ἡ ἀπάντηση,
ἀδελφέ μου, εἶναι νὰ
ἐφαρμόσῃς τὸ
μέτρο τῆς φιλανθρωπίας κατὰ τὸ
μέτρο τῶν δυνατοτήτων σου καὶ ἂν
ἀκόμη μπορῆς κατὰ
τὸ μέτρο τῆς ὑπέρβασης
τῶν δυνατοτήτων σου. Ἔτσι μόνον θὰ
ἀνοιχτῇ ὁ
Παράδεισος καὶ ἡ ἀγκάλη
τοῦ Ἀβραάμ.
π. Στυλιανός Μακρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.