Ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς εἶναι ὁ
Ἀρχηγὸς τῆς
ζωῆς καὶ τοῦ
θανάτου. Στὰ χέρια Του βρίσκονται τὰ
πάντα· προνοεῖ καὶ οἰκονομεῖ
τὰ κτιστὰ ὄντα·
φροντίζει καὶ ἐπιμελεῖται
μὲ φιλοστοργία τὴν σωτηρία ὅλων
τῶν ἀνθρώπων, καλῶντας
τους νὰ ἔρθουν κοντά
Του, στὴν πηγὴ τῆς
ζωῆς. Τὸ σημερινὸ
θαῦμα ἀποτελεῖ
προανάκρουσμα τῆς δικῆς Του Ἀναστάσεως,
ἀλλὰ καὶ
τῆς κοινῆς ἀναστάσεως
κατὰ τὴν δεύτερη
παρουσία Του.
Πῶς ἄλλωστε θὰ
ἦταν δυνατὸν νὰ
μὴν εἶχε ἐπιτελέσει
ἕνα τέτοιο θαῦμα, ὅταν
ὁ Ἴδιος ἑκουσίως
πορευόταν πρὸν τὸν Σταυρό, ἔχοντας
ἔρθει μὲ σκοπὸ
νὰ νικήσῃ τὸν
θάνατο; Καὶ πῶς θὰ
ἦταν δυνατὸν ἀπὸ
τὴν ἄλλη πλευρὰ
νὰ μὴν εἶχε
τὴν δύναμη νὰ νικήσῃ
τὸν θάνατο διὰ τοῦ
θανάτου Του, ὅταν ἀνέσταινε ἄλλους;
Παρόντες ἦταν οἱ μαθητές Του
στὴν Ναΐν· κι ὅμως, ὅταν
Τὸν σταύρωσαν καὶ Τὸν
κατέβασαν ἄπνουν ἀπὸ
τὸν Σταυρὸ καὶ
Τὸν ἔθαψαν στὸν
μνημεῖο, ἐκεῖνοι,
ἀπέλπιδες πλέον, σκανδαλίστηκαν καὶ
διεσκορπίστηκαν ὡς πρόβατα «μὴ ἔχοντα
ποιμένα». Ἔλεγαν χλευαστικὰ οἱ
ἄρχοντες τῶν ἑβραίων:
«ἄλλους ἔσωσε· τὸν
ἑαυτό Του δὲν ἔχει
τὴν δύναμη νὰ σώσῃ»
καὶ ἀντὶ
οἱ μαθητὲς νὰ
ἀντιτάξουν τὴν ἐλπίδα,
ἐκπηγάζουσα ἀπὸ
τὸ σημερινὸ θαῦμα,
ἐνίσχυαν τὴν ἀπογοήτευσή
τους.
Στὴν ἴδια
μοῖρα καὶ ὁ
λαός μας, ἀδελφοί μου, ἀπογοητευμένος
μὲ αὐτὰ
ποὺ τοῦ συμβαίνουν τὸν
τελευταῖο καιρό. Ἡ πατρίδα
πεθαίνει καὶ μαζὶ μὲ
αὐτὴν ἡ
ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως.
Τί χρειαζόμαστε στὴν παροῦσα φάση; Ἕνα
χέρι! Ναί, ἕνα χέρι νὰ ἀγγίξῃ
τὴν σορὸ τῆς
Ἑλλάδος καὶ νὰ
τὴν προστάξῃ: «Ἡ
Ἑλλάς, σοὶ λέγω· ἐγέρθητι».
Ἕνα χέρι ζωοπάροχο, ἕνα χέρι εὐλογίας,
πνοῆς, ἀναδημιουργίας,
ἀναστάσεως. Καὶ αὐτὸ
τὸ χέρι, ἀδελφοί μου, εἶναι
τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ
Κυρίου μας· εἶναι τὸ χέρι ποὺ
ἀφήσαμε, γιατὶ νομίσαμε ὅτι,
κρατῶντας Το, μᾶς περιόριζε
τάχα τὴν ἐλευθερία· εἶναι
τὸ χέρι ποὺ ἀφήσαμε,
γιατὶ νομίσαμε πὼς μεγαλώσαμε
καὶ πὼς θὰ
μπορούσαμε ἐπιτέλους μόνοι μας νὰ διαχειριστοῦμε
τὴν τύχη μας. Κι ὅμως· «φάγαμε τὰ
μοῦτρα μας» κατὰ τὸ
κοινῶς λεγόμενον, ὁδηγηθήκαμε ἐθελούσια
στὴν κηδεμονία τῆς ἀγχόνης
ποὺ μᾶς ἑτοίμασε
ὁ πονηρὸς καὶ
τὰ ὄργανά του, φθάσαμε
στὸν θάνατο τῆς ἐλπίδας,
θαφτήκαμε στὸ μνημεῖο τῆς
ἱστορίας καὶ κατεβήκαμε στὸν
ᾅδη τῆς χρεωκοπίας μὲ
τοὺς φαρισαίους τοῦ κόσμου νὰ
μᾶς χλευάζουν καὶ νὰ
πανηγυρίζουν γιὰ τὸν ἀφανισμό
μας.
Ὅμως, ἀδελφοί
μου, ὁ νεκρὸς δὲν
χάνεται, δὲν ἀφανίζεται, ὅταν
πιστεύῃ στὸν Ἀναστάντα
Χριστό. Καὶ ἴσως ἡ
δόξα τῆς ἀνάστασης τοῦ
πιστοῦ νὰ περνᾷ
μέσα ἀπὸ τὸν
ἐξευτελισμὸ τοῦ
θανάτου του. Ἴσως, ἐπειδὴ
φθάσαμε στὸ τέρμα, ὁ Χριστὸς
μᾶς ἑτοιμάζει μιὰ
καινούρια ἀρχή, μιὰ ἀφετηρία,
ποὺ θὰ σημάνῃ
τὴν ῥιζικὴ
ἀλλαγὴ τῶν
δεδομένων. Θυμηθεῖτε, ἀδελφοί μου, αὐτὸ
ποὺ ἔλεγε Ἐκεῖνος,
ὅτι, γιὰ νὰ
καρποφορήσῃ ὁ σπόρος ποὺ
πέφτει στὴ γῆ, πρέπει νὰ
μπῇ στὸ χῶμα,
νὰ ταφῇ καὶ
νὰ πεθάνῃ. Ἡ
χώρα πέθανε καὶ ἐτάφη καὶ
τὰ δάκρυα τῶν πολιτῶν
τὴν ποτίζουν καθημερινὰ πλέον, ὅμως
βλάστηση πουθενά...
«Καὶ ἰδὼν
αὐτὴν ὁ
Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῆ
καὶ εἶπεν αὐτῇ·
Μὴ κλαῖε». Μὰ
τί λέγεις ἐδῶ, Κύριε; Πῶς
νὰ μὴν κλάψη ἡ
μάνα γιὰ τὸ νεκρὸ
σπάχνο της; Πῶς νὰ μὴν
κλάψουμε κι ἐμεῖς γιὰ
τὶς τόσες αὐτοκτονίες, γιὰ
τὶς δεσμευθεῖσες
περιουσίες, γιὰ τὶς ἀπωλεσθεῖσες
ἐργασίες, γιὰ τὶς
ἁρπαγεῖσες οἰκίες;
Πῶς νὰ μὴν
κλάψουμε γιὰ τὸ ζοφερὸ
παρὸν καὶ τὸ
ζοφερότερο μέλλον τῆς ἄνεργης
νεολαίας μας; Πῶς νὰ μὴν
κλάψουμε γιὰ τὶς ἀπολύσεις
τῶν ὑπαλλήλων, γιὰ
τὰ ἐπαχθῆ
καὶ ἀπεχθῆ
χρέη, γιὰ τὴν νοσοῦσα
ὑγειονομικὴ περίθαλψη, γιὰ
αὐτὸ τὸ
κράτος ποὺ φτιάχτηκε μὲ τὸ
αἷμα καὶ τὶς
θυσίες ἡρώων;
Νὰ κλάψουμε, ἀδελφοί
μου! Νὰ κλάψουμε μὲ δάκρυα
μετανοίας, γιὰ νὰ εὐσπλαγχνισθῇ
κι ἐμᾶς ὁ
Κύριος, ὅπως εὐσπλαγχνίσθη τὴν
χήρα τῆς Ναΐν. Δὲν ἦταν
κατακριτέα τὰ δάκρυά της. Δὲν τῆς
εἶπε ὅτι εἶναι
κακὸ νὰ κλαῖς.
Κι Ἐκεῖνος δάκρυσε, ὅταν
πληροφορήθηκε τὸν θάνατο τοῦ Λαζάρου, τοῦ
ἀγαπημένου Του φίλου. Γι’ αὐτὸ
καὶ ὁ λόγος Του «Μὴ
κλαῖε» δὲν ἦταν
λόγος ἐλεγκτικὸς τῶν
δακρύων τῆς χήρας. Ἦταν λόγος ἐλπίδος
καὶ βεβαίας παρηγοριᾶς. Ἦταν
σὰν νὰ τῆς
ἔλεγε: «Δὲν χρειάζεται ἄλλο
νὰ κλαῖς, γιατὶ
Ἐγὼ θὰ
ἀναστήσῳ τὸ
παιδί σου». Ἂν δὲν ἔκλαιγε
ἐκείνη, ἴσως νὰ
μὴν ἐξέφραζε τὴν
εὐσπλαχνία Του μὲ τὸ
θαῦμα. Κι ἂν ἐμεῖς
δὲν κλάψουμε καὶ δὴ
ἐν μετανοίᾳ, δὲν
θὰ ζήσουμε τὸ θαῦμα
τῆς εὐσπλαγχνίας
Του.
Ἔλεγε ὁ
σύγχρονος ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης
ὅτι οἱ φίλοι μας
θέλουν νὰ μᾶς τσαλακώσουν,
οἱ δὲ ἔχθροί
μας νὰ μᾶς ἐξαφανίσουν,
γιατὶ εἴμαστε ὀρθόδοξοι
ἕλληνες. Περάσαμε μπόρες καὶ
μπόρες ὡς ἔθνος. Ἀνάδελφοι,
μόνοι, ἀβοήθητοι, πολεμούμενοι ὑπὸ
πάντων, ἀντέξαμε στὸ χρόνο καὶ
φθάσαμε ἐδῶ ποὺ
φθάσαμε. Ὁ Χριστὸς ξέρει καὶ
ἀπὸ θάνατο καὶ
ἀπὸ Ἀνάσταση.
Περιμένει τὴν μετάνοιά μας, τὰ δάκρυά μας,
γιὰ νὰ ἁπλώσῃ
τὸ χέρι Του στὴ σορὸ
τῶν προδομένων ὀνείρων μας καὶ
νὰ μᾶς ἀναστήσῃ.
π. Στυλιανός Μακρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.