Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Κυριακή του Ασώτου: Δεν αρκεί η νοσταλγία του παραδείσου, χρειάζεται η έμπρακτη μετάνοια.



σωτος σημαίνει μ σωζόμενος. λλ σωτος τς παραβολς σώθηκε. Κα σώθηκε, ταν γκατέλειψε τς σωτίες, ταν πέστρεψε στν πατέρα του, ποος τν γαποσε, κόμη κι ταν κενος πομακρύνθηκε π κοντά του. Κα τ νδιαφέρον το πατέρα ταν σίγουρα μεγαλύτερο, ταν γιός του βρισκόταν σ ξένη γ. τσι εναι συχν ο γονες· χαίρονται, σο τ παιδιά τους εναι κοντά, κα πονον, γωνιον γι’ ατά, ταν κενα τος γκαταλείπουν. Πικραίνονται, μ περιμένουν...

Δν τν μάλωσε, πο ζήτησε τ μισ κληρονομιά· δν τν μπόδισε ν νοίξ τ φτερά του κα ν πετάξ· γνώριζε καλύτερα π τν καθένα τν παρορμητισμ κα σως τν πιπολαιότητα το γιο του παιδιόθεν κα πιθανς ν ποψιαζόταν τν οκονομικό του κα κοινωνικ κατήφορο, μως δν τν μπόδισε ν φύγ, κι ς καταλάβαινε τι λα τ χρήματα πο δινε στν γιό του ργ γρήγορα θ ταν χαμένα. Γι’ ατ κα τν περίμενε στ κατώφλι το σπιτιο· κι ταν τν εδε, τρεξε ν τν καταφιλήσ. Δν πολόγισε οτε τ παλιά, οτε τ καινούρια ξοδα. ταν νας γιός του, πολύτιμη περιουσία του πο χάθηκε κα ξανακερδίθηκε.
Περιουσία το Θεο εμαστε ο νθρωποι, δελφοί μου. Κα ατν τν περιουσία ρχεται διάβολος ν κλέψ κα ν τιμάσ. Περιουσία νεκτίμητη, μ τν ποία τίποτε δν μπορε ν συγκριθ, γιατ εναι αώνια κα ποτ δν χάνει τν ξία της, κόμη κι ν βρεθ νάμεσα σ καθαρσίες. Ατν τν περιουσία τν πανάκριβη Θες τν ντάλλαξε μ τν μονάκριβο θησαυρό Του, τν Συνάναρχο κα μονογεν Υό Του, τσι στε ν τν ποθησαυρίσ στ μέχρι τότε δεια ταμεα το ορανο.
εσπλαχνος πατέρας προσκαλε σ πανηγύρι τος φίλους κα συγγενες. Παραθέτει πλούσιο τραπέζι μ ρχήστρα κα χορό. Τέτοιο πανηγύρι γίνεται κα στν ορανό, ταν νας μαρτωλς πιστρέφ στν Θεό Πατέρα. Κα τ πανάκριβα οχα, τ πολύτιμο δαχτυλίδι, τ καινούρια ποδήματα, ρχονται ν πιβεβαιώσουν τι πατρικ γάπη εναι συνεχς κα ληθινή, πως τέτοια εναι κα γάπη το Θεο πρς τν καθένα μας. λλ πάρχει νας παράγοντας πο καθορίζει, ν ατ γάπη θ μείν νεκμετάλλευτη ν θ ξιοποιηθ πρς φελος το γαπημένου· κι ατς παράγοντας εναι μπρακτη πόφαση. Ναί! μπρακτη πόφαση ν πιστρέψουμε μ μετάνοια πρς τν Θε χρειαζόμαστε, δελφοί μου, γι ν πολαύσουμε ατν τν γάπη· μπρακτη πόφαση πο ξεκιν, μόλις λθ σωτος αυτός μας «ες αυτόν» μέσα στ λάσπη τν χοίρων παθν κα τ ξυλοκέρατα τς δονς, κα φτάνει ως τν μόσχο τν σιτευτό.
Δν ρκε ν νοσταλγομε τν παράδεισο· ζωή μας, σωτηρία μας, χρειάζεται κίνηση, θηση, νακατεύθυνση. σωτος νοσταλγοσε τν σφάλεια κα θαλπωρ το πατρικο του σπιτιο, λλ σο βοσκε χοίρους, νοσταλγία δν τν χόρταζε. Βουτξτε, δελφοί μου, τ παξιμάδι τς νοσταλγίας το παραδείσου στ λασπωμένο τσάϊ τς μαρτίας κα θ δτε τι ατ πο θ μείν στ στόμα θ εναι παίσια γεύση τς λάσπης. σο μένουμε στ βρωμι τς μαρτίας, δν μς καθαρίζει λαχτάρα το παραδείσου. Θέλει να ποφασιστικ «κλίκ», να γενναο δευτερόλεπτο, μι μεγαλειώδη στιγμ το χρόνου, γι ν γίν καλ ρχή. π‘κε κα πέρα τ τέρμα εναι κοντά. Θες συντέμνει τν διαδρομή, πλώνει τ χέρια Του, τρέχει κα γκαλιάζει τ χαμένα παιδιά Του.
σωτος μλλον δν ξερε καλ τν πατέρα του· δν περίμενε τι θ τν δεχόταν ς υό, οτε ταν σίγουρος τι θ τν δεχόταν ς μίσθιο, ς μμισθο ργάτη, γιατ δν επε: « πατέρας μου σίγουρα θ μ δεχθ ς να τν μισθίων του», λλ «θ το ζητήσ ν μ κάν μμισθο ργάτη του». σως ν εχε κατ νο ν πιστρέψ μέσα π τν μμισθη ργασία σα εχε πρν παιτήσ, λλ’ ατς δν εναι βέβαια λόγος, γι τν ποο θέλει ν γυρίσ σπίτι· εναι νάγκη, προσωπικ νάγκη τς πιβίωσης, τ θλιβερ γεγονς τι «λιμ πόλλυται». Ο χριστιανο δν γνωρίζουμε καλ τν Θεό. χουμε πιφυλάξεις κα νδοιασμος γι τν γάπη Του, νομίζουμε πώς, ν πιστρέψουμε κοντά Του, θ μς πιπλήξ, θ μς ζητήσ ν δουλέψουμε ς ργάτες Του, θ παιτήσ ν πληρώσουμε στ κέραιο τ χρέη μας. κενος μως δν ζητ τίποτε λλο, παρ μονάχα κα μόνο ν βρεθομε κοντά Του, χι γι δικό Του φελος, ς κτς πάσης νάγκης, λλ γι φελος δικό μας.
μπρς λοιπόν, ς σηκωθομε π τν λάσπη τς μαρτίας, ς φήσουμε τ ξυλοκέρατα τν χοίρων δονν, τν χειρόνων παθν, κι ς λάβουμε τν μπρακτη πόφαση, τν πόφαση γι μπρακτη μετάνοια κα πιστροφή μας πρς κενον, πο μς γαπ, μς συγχωρε, μς ξαναδέχεται ς υούς Του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...