Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Γέροντας Σωφρόνιος: η Υπακοή



Η υπακοή είναι η βάσις του μοναχισμού. Ο λόγος περί αυτής καθίσταται ιδιαιτέρως δύσκολος, διότι,  καίτοι άρχεται εκ φαινομενικώς χονδροειδών και αφελών μορφών, ανυψοί τον άνθρωπον προς εκείνον τον κόσμον, ο οποίος δεν περιγράφεται, διότι ουδεμία ανθρωπίνη έννοια δύναται να αποδώση ό,τιδήποτε περί αυτού. Η υπακοή αποτελεί τρόπον τινα ιερόν απόρρητον, το οποίον αποκαλύπτεται μόνον δια του Αγίου Πνεύματος, και το οποίον συγχρόνως είναι μυστήριον και ζωή εν τη Εκκλησία. Η υπακοή, ως αποταγή του ιδίου θελήματος και φρονήματος, είναι δυνατόν να φανή ως έργον αντίθετον προς τον σκοπόν του Θεού περί του ανθρώπου, του πεπροικισμένου δι’ ελευθερίας ομοίας προς την Εαυτού και κεκλημένου ίνα συμβασιλεύση μετ’ Αυτού δυνάμει της ελευθερίας ταύτης. Πολλοί, δια της παραδόσεως της θελήσεως και της λογικής εις την εξουσίαν άλλου προσώπου, έστω και ιερωμένου, θα ησθάνοντο κενόν τι υποκάτω των ποδών αυτών. Το βήμα τούτο θα εφαίνετο εις αυτούς ως πτώσις εις την άβυσσον του σκότους, ως απώλεια της προσωπικότητος αυτών, ως παράδοσις εαυτών εις την φρικτήν δουλείαν, ως αυτοεκμηδένισις. Αλλ’ εις εκείνους οι οποίοι δια της πίστεως ηκολούθησαν την διδασκαλίαν της Εκκλησίας και επραγματοποίησαν τοιαύτην αποταγήν εν τω πνεύματι αυτής της διδασκαλίας, η υπακοή απεδείχθη ανεκφράστως μέγα δώρον άνωθεν. 

Ο «υποτακτικός» δύναται να παραβληθή προς αετόν, ο οποίος δια της δυνάμεως των πτερύγων αυτού υψούται προς τα ύψη και ηρέμως παρατηρεί το διάστημα το χωρίζον αυτόν από της γης, χαίρων δια την ασφάλειαν αυτού, δια την κυριαρχίαν αυτού επί του ύψους, το οποίον δια τους άλλους είναι απρόσιτον και θανασίμως φοβερόν. Αναθέτων μετ’ εμπιστοσύνης, προθυμίας, αγάπης και χαράς την θέλησιν αυτού και πάσαν τηνκρίσιν περί εαυτού εις τον πνευματικόν αυτού πατέρα, ο υποτακτικός[1] δι’ αυτού ακριβώς του τρόπου ελευθερούται εκ του βαρέος φορτίου των επιγείων φροντίδων και γνωρίζει την ανεκτίμητον εκείνην δωρεάν – την εν Θεώ καθαρότητα του νοός.
Ο μοναχισμός είναι προ παντός καθαρότης νοός. Άνευ υπακοής είναι αδύνατον να επιτευχθή τούτο, και ως εκ τούτου άνευ υπακοής δεν υπάρχει μοναχισμός. Ο ανυπότακτος δεν είναι μοναχός κατά την αληθή έννοιαν της κλήσεως ταύτης. Είναι δυνατόν να κατορθώση τις μεγάλας δωρεάς του Θεού και εκτός του μοναχισμού μέχρι και της τελειότητος των μαρτύρων, αλλ’ η καθαρότης του νου είναι ιδιαιτέρα τις δωρεά προς τον μοναχισμόν, άγνωστος εις τας άλλας θεαρέστους οδούς. Ο μοναχός γνωρίζει την κατάστασιν ταύτην ουχί άλλως, ει μη δια της ασκήσεως της υπακοής. Ιδού διατί θεωρούμεν αυτήν ως την κυρίαν βάσιν του μοναχισμού, εντός της οποίας περικλείονται αι άλλαι δύο υποσχέσεις ως φυσική τις συνέπεια. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, επί παραδείγματι, εκφράζεται ως εξής: «Μήτηρ αγνείας, ησυχία συν υπακοή. Η μεν εξ ησυχίας κατορθουμένη του σώματος απάθεια, κόσμω πολλάκις πλησιάζουσα, ουκ ασάλευτος έμεινεν· η δε εξ υπακοής προσγινομένη, πανταχού δόκιμος και ακράδαντος»[2].
Και περί της ακτημοσύνης λέγει ότι εκείνος ο οποίος παρέδωκεν (εις την υπακοήν) και την εαυτού ψυχήν [//48] θα μεριμνά άρα γε κτήσεων … Ούτως η υπακοή, δια της ξενιτείας εκ του κόσμου και της απαρνήσεως του ιδίου θελήματος … «ώσπερ εν χρυσαίς πτέρυξι προς τον ουρανόν (της απαθείας) αόκνως ανέρχεται η οσία»[3].
Η υπακοή είναι πνευματικόν μυστήριον εν τη Εκκλησία και, ως εκ τούτου, αι σχέσεις μεταξύ Γέροντος και υποτακτικού έχουν ωσαύτως ιερόν χαρακτήρα. Ως είπομεν ανωτέρω, το μυστήριον τούτο δια τον υποτακτικόν έγκειται εις την εκμάθησιν να πράττη το θέλημα του Θεού, ώστε να εισέλθη εις την σφαίραν αυτού του Θείου Θελήματος, και ούτω να καταστή μέτοχος της Θείας ζωής. Δια δε τον Γέροντα το μυστήριον τούτο συνίσταται εις το να οδηγήση τον υποτακτικόν δια της προσευχής και του αγώνος της ζωής αυτού εις την γνώσιν της οδού ταύτης και να καλλιεργήση εις αυτόν την αληθινήν ελευθερίαν, άνευ της οποίας η σωτηρία καθίσταται αδύνατος.
Η αληθινή ελευθερία υπάρχει εκεί, «ού το Πνεύμα Κυρίου» (Β’ Κορ. γ’ 17), και δια τούτο σκοπός της υπακοής, όπως και της χριστιανικής ζωής εν γένει είναι η απόκτησις του Αγίου Πνεύματος.
Ουδέποτε φιλοδοξεί ο πνευματικός να υποδουλώση την θέλησιν του υποτακτικού εις την ιδίαν αυτού «ανθρωπίνην» θέλησιν, αλλά κατά την πορείαν της καθ’ ημέραν κοινής ζωής αυτών είναι δυναταί τοιαύται περιπτώσεις, κατά τας οποίας ο πνευματικός επιμένει εις την εκπλήρωσιν της υποδείξεως αυτού. Είς δόκιμος όμως υποτακτικός δεν θα ηνάγκαζε ποτέ τον πνευματικόν αυτού να φθάση μέχρις του σημείου τούτου.
Ο αγών του πνευματικού οδηγού είναι βαρύτερος  του αγώνος του υποτακτικού λόγω της μεγάλης ευθύνης αυτού ενώπιον του Θεού. Αλλ’ η ευθύνη αύτη βαρύνει τον πνευματικόν μόνον τότε, όταν ο μαθητής άνευ επιφυλάξεως υπακούη εις αυτόν. Εν εναντία περιπτώσει άπαν το βάρος της απολογίας δια τας πράξεις αυτού φέρει ο ίδιος ο υποτακτικός, όστις τοιουτοτρόπως δεν ωφελείται εκ της υπακοής. Ο θεσμός του Γέροντος εν τούτοις ουδέποτε υφίσταται δια να απαλλάσση τους υποτασσομένους εκ πάσης ευθύνης, αλλά δια να διδάσκη εις αυτούς την γνησίαν χριστιανικήν ζωήν και την αληθινήν χριστιανικήν ελευθερίαν, χάριν των οποίων είναι αναγκαίον δια της υπακοής να υπερνικήσουν το πάθος της φιλαρχίας και της φιλοδοξίας. Ο άνθρωπος ο οποίος υποδουλοί τον αδελφόν-συνάνθρωπον αυτού, ή έστω επιβουλεύεται την ελευθερίαν αυτού, καταστρέφει αφεύκτως την ιδίαν αυτού ελευθερίαν, διότι η τοιαύτη επιδίωξις αποτελεί καθ’ εαυτήν πτώσιν εκ της Θείας ζωής της αγάπης, εις την οποίαν εκλήθη ο άνθρωπος.
Έν των κυριωτέρων κωλυμάτων δια να φθάση τις εις την κατάστασιν, προς την οποίαν καλεί ημάς η εντολή του Χριστού, είναι η φιλαυτία, ο εγωϊσμός ημών. Η υπακοή είναι η καλυτέρα οδός προς υπερνίκησιν της εντός ημών συνεπείας του προπατορικού αμαρτήματος. Όταν κόπτωμεν το θέλημα ημών ενώπιον του αδελφού, υπερνικώμεν εκείνα τα «ρήγματα», τα οποία δια της πτώσεως του Αδάμ κατέτεμον την φύσιν ημών, ενώ αύτη ήτο κατ’ αρχάς ενιαία, «προς τον Θεόν συνηγμένη». Πόθεν λοιπόν πηγάζει ο αγών ούτος των αντιμαχομένων θελήσεων εν ημίν, εφ’ όσον εν τω Θεώ μία μόνον Θέλησις υπάρχει;
Όταν «κόπτωμεν» το θέλημα ημών ενώπιον του  Θεού, παραδιδόμενοι εις το θέλημα Αυτού και «μισούντες» τας μικράς «ατομικάς» ημών επιθυμίας, καθιστάμεθα ικανοί να δεχθώμεν και να φέρωμεν εντός ημών την ενέργειαν του Θείου Θελήματος. Τελειούμενοι εν τη υπακοή εις τον Θεόν και τον αδελφόν ημών, τελειούμεθα εν τη αγάπη, διευρύνομεν το είναι ημών, μέχρι να φθάσωμεν εις την πληρότητα της Θεανδρικής υπάρξεως κατ’ εικόνα του Θεανθρώπου Χριστού, διότι δεν υπάρχουν όρια εις την αγάπην του Θεού προς τον άνθρωπον. Μολονότι κατά την ουσίαν Αυτού ο Θεός είναι και παραμένει αιωνίως απρόσιτος και ακοινώνητος εις την κτίσιν, όμως κατά την ενέργειαν και την χάριν Αυτού επιθυμεί να ενωθή μετά του ανθρώπου τοσούτον στενώς και τοσούτον πλήρως, ώστε ο άνθρωπος να καταστή κατά χάριν θεός, όμοιος προς τον Θεόν-Δημιουργόν κατά την εικόνα της υπάρξεως Αυτού. Η Θεία Αποκάλυψις λέγει: «Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ Εμού εν τω Θρόνω Μου» (Αποκ. γ’ 21).
Ο νοήμων άνθρωπος της σήμερον, δια της προς πάσαν κατεύθυνσιν ανεπτυγμένης κριτικής αυτού στάσεως, είναι ασυγκρίτως ολιγώτερον ικανός προς άσκησιν της μοναχικής υπακοής ή ο απλούς άνθρωπος ο απείραστος της περιεργείας του νοός. Ο πρώτος αγαπά το κριτικόν αυτού πνεύμα και πιστεύει συνήθως ότι εις αυτό κυρίως οφείλει την αξίαν αυτού, θεωρών τούτο ως το θεμέλιον της «προσωπικής» αυτού ζωής. Δια τούτο είναι ανάγκη, πριν γίνη υποτακτικός, να απαρνηθή τον πλούτον τούτον, άλλως, κατά τον λόγον του Χριστού (βλ. Λουκ. ιδ’ 33), δεν θα δυνηθή να εισέλθη εις την Βασιλείαν. Αλλά πώς είναι δυνατόν να επιτευχθή τούτο; Μήπως εκείνος ενώπιον του οποίου κόπτει το θέλημα αυτού δεν είναι κοινός άνθρωπος, όμοιος  προς πάντας ημάς, και δεν αποκλείεται ενίοτε να φαίνηται και κατώτερος; Και αρχίζει να διαλογίζηται ούτος: «Τι είναι ο Γέρων; Μήπως είναι μάντις; Και πόθεν γνωρίζει ούτος το θέλημα του Θεού; Ο Θεός έδωκεν εις ημάς λογικόν και ημείς οφείλομεν να κρίνωμεν. Ιδού, επί παραδείγματι εκείνο το οποίον νυν είπεν εις εμέ ο Γέρων είναι τελείως παράλογον», και ούτω καθ’ εξής. Η τοιαύτη στάσις έναντι του Γέροντος προσδίδει εις πάντα λόγον αυτού, εις πάσαν υπόδειξιν αυτού, χαρακτήρα αβεβαιότητος και σχετικότητος. Ο τοιούτος υποτακτικός επιλανθάνεται ότι το θέλημα του Θεού εις τούτον τον κόσμον φανερούται υπό τας αυτάς σχετικάς μορφάς, υπό τας οποίας φανερούται και η φυσική θέλησις του ανθρώπου, καθώς και η των δαιμονίων, η οποία υποβάλλεται εις τους ανθρώπους. Κρίνει κατά το εξωτερικόν, όπως εν γένει αρμόζει εις τον «λογικόν» άνθρωπον να κρίνη, και ως εκ τούτου αδυνατεί να εύρη την οδόν της ζώσης πίστεως.
Ο Άγιος Ιωάννης λέγει: «Όσοι τας εαυτών ωνάς εκουσίως σπεύδετε γράψαι, αντ’ εκείνων ελευθερίαν γραφήναι υμίν βούλεσθε»[4]. Ούτως η πείρα της υπακοής αποβαίνει, εν τέλει, πείρα της αυθεντικής εν τω Θεώ ελευθερίας.
Εκ της εμπειρίας της στάσεως αυτού ενώπιον της Θείας αληθείας ο ασκητής πείθεται ακραδάντως περί της ατελείας του λογικού αυτού. Και τούτο αποτελεί σημαντικόν σταθμόν εις την ζωήν του ασκητού. Δια της απιστίας εις την ιδίαν αυτού «λογικήν» κρίσιν ο μοναχός ελευθερούται εκ του εφιάλτου, υπό τον οποίον ζη άπασα η ανθρωπότης.
Υπάρχουν δύο κατηγορίαι μοναχών: Οι μεν έχουν το δώρον της απλής αμέσου πίστεως και εισέρχονται ευκόλως εις την οδόν της υπακοής· οι άλλοι, καίτοι έχουν τον σφοδρόν πόθον προς τον Θεόν και τον ζήλον να ζήσουν κατά τας εντολάς του Κυρίου, εν τούτοις μετά μεγάλου κόπου ελευθερούνται εκ της αυτοπεποιθήσεως και μανθάνουν την υπακοήν. Όταν δε πλήρεις πίστεως εις τον Θεόν, τον διαφυλάττοντα ημάς και προς τον πνευματικόν αυτών πατέρα, αποτάσσωνται του θελήματος και της «κρίσεως» αυτών, τότε, εκ του βάθους της εσωτερικής αυτών πείρας, μετά χαράς πείθονται ότι έφθασαν εις την «πηγήν ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ’ 14).
Πραγματοποιών την απάρνησιν της ιδίας θελήσεως και κρίσεως χάριν διαμονής εν τη οδώ του θελήματος του Θεού, το οποίον υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην σοφίαν, ο μοναχός κατ’ ουσίαν ουδενός άλλου αποτάσσεται ει μη μόνον του εμπαθούς εγωκεντρικού θελήματος αυτού και της ασθενούς μικράς αυτού διανοίας· και δι’ αυτού του τρόπου προδίδει αληθή σοφίαν, θέλησιν σπανίας δυνάμεως και ζωήν ανωτέρας υψηλής ποιότητος. Δια της οδού ταύτης, κατά τρόπον ακατάληπτον και εις αυτόν τον ίδιον, ευκόλως ανυψούται εις επίπεδον το οποίον ουδέποτε δύνανται να φθάσουν ή να εννοήσουν άνθρωποι και υψίστης εισέτι διανοητικής καλλιεργείας. Η κατάστασις αύτη, καθώς ελέχθη ανωτέρω, είναι η εν τω Θεώ καθαρότης του νου. Η υπακοή είναι η οδός της πίστεως, «της νικησάσης τον κόσμον» (πρβλ. Α’ Ιωάν. ε’ 4). Αλλ’ ουδόλως κατανοούν πάντες το μυστήριον τούτο. Ο Άγιος Ιγνάτιος Μπραντζιανίνωφ εις μίαν επιστολήν αυτού γράφει: «Πιστεύομεν, καθώς οι Άγιοι Πατέρες εδίδαξαν ημάς, ότι επ’ ουδενί ] λόγω δύναται να αποδεχθή ο άνθρωπος την οδόν της υπακοής, όσον και αν προσπαθήση τις να διδάξη αυτόν τούτο, εάν ο Κύριος δεν ενεργήση εις αυτόν προς κατανόησιν αυτής· άλλως, και αν έτι έχη ενώπιον αυτού τους ιδίους τους Αγίους Αποστόλους, ενδέχεται να λιθοβολήση και αυτούς»[5].
Η μοναχική υπακοή δεν είναι «πειθαρχία». Ουδέν ανθρώπινον καθεστώς δύναται να ευσταθήση άνευ συντονισμού των ενεργειών των μελών αυτού. Τοιούτος συντονισμός κατορθούται δια της πειθαρχίας, η ουσία της οποίας έγκειται εις την υποταγήν της ανθρωπίνης θελήσεως του κατωτέρου εις την ανθρωπίνην θέλησιν του ανωτέρου ή της «πλειονότητος». Τοιαύτη υποταγή κατορθούται συνήθως δι’ εξαναγκασμού· αλλά και εν τη περιπτώσει της εκουσίου εισέτι και συνετής αποδοχής της πειθαρχίας, ως απαραιτήτου συνθήκης δια την ύπαρξιν της κοινωνίας, δεν παύει αύτη να είναι πειθαρχία, εφ’ όσον η θεμελιώδης αυτής αρχή είναι η υποταγή εις ανθρωπίνην θέλησιν.
Η μοναχική υπακοή είναι πράξις θρησκευτική και, ως τοιαύτη, οπωσδήποτε πρέπει να είναι ελευθέρα, άλλως στερείται της θρησκευτικής σημασίας αυτής. Η υπακοή μόνον τότε είναι πνευματικώς καρποφόρος όταν φέρη χαρακτήρα ελευθέρας εκκοπής του ιδίου θελήματος και της ιδίας «κρίσεως» ενώπιον του Γέροντος χάριν αναζητήσεως των οδών του Θείου Θελήματος. Εν τη αναζητήσει ταύτη του Θελήματος του Θεού περικλείεται η ουσία της υπακοής ημών.
Ο υποτακτικός αναγνωρίζει την ανεπάρκειαν αυτού δι’ άμεσον γνώσιν του Θελήματος του Θεού και δια τούτο καταφεύγει προς τον πνευματικόν αυτού πατέρα, εις τον οποίον πιστεύει ότι εδόθη να γνωρίζη τούτο ευκρινέστερον. Ο πνευματικός οδηγός δεν φονεύει την θέλησιν του υποτακτικού και δεν υποδουλοί αυτήν αυθαιρέτως εις την ιδίαν αυτού ανθρωπίνην θέλησιν, αλλ’ αναλαμβάνει υπευθύνως το βαρύ φορτίον της ιεράς υπηρεσίας, δια της οποίας μετέχει εις την θείαν πράξιν της δημιουργίας του ανθρώπου.
Ενίοτε αι περιστάσεις της καθ’ ημέραν ζωής είναι τοιαύται, ώστε ο πνευματικός οδηγός, φυσικώς ασθενής, ενδέχεται να έχη ανάγκην της βοηθείας του υποτακτικού, αλλά τούτο δεν αλλοιοί την ουσίαν της υπακοής, ως διετυπώθη ανωτέρω. Αλλ’ εάν εις τας Μονάς ο Ηγούμενος και οι άλλοι οδηγοί αναγκασθούν να προσφεύγουν εις τον ανθρώπινον εξαναγκασμόν της αδελφότητος, τουτέστι την «πειθαρχίαν», τούτο είναι σαφές σημείον καταπτώσεως του μοναχισμού, ίσως η τελεία λήθη του σκοπού και της ουσίας αυτού.
Από πρακτικής πλευράς, το θέμα της υπακοής συνδέεται στενώς μετά του θέματος της εκλογής ή της αναζητήσεως πνευματικού οδηγού, Γέροντος, αλλά αφίνομεν κατά μέρος το ζήτημα τούτο, δια να μη μακρύνωμεν επί πολύ τον λόγον. Θα είπωμεν μόνον ότι κατά την διδαχήν του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και άλλων Πατέρων, εκείνος ο οποίος αληθώς και ταπεινώς, μετά πολλής προσευχής ζητεί δι’ εαυτόν οδηγόν εις τας οδούς της Θείας ζωής, ούτος, κατά τον λόγον του Χριστού, «ζητείτε, και ευρήσετε», θα εύρη αυτόν.
Είναι αδύνατον να εξαντλήσωμεν το θέμα τούτο. Η υπακοή εμφανίζεται υπό πολλάς επόψεις και υπό τας πλέον διαφόρους καταστάσεις. Ο γενικός δε κανών είναι: «Μη εμπιστεύου εις εαυτόν». Τούτο είναι ιδαιτέρως σπουδαίον δια τους αρχαρίους. Αλλά και οι προβεβηκότες εν τη μοναχική ασκήσει δεν εγκαταλείπουν τον κανόνα τούτον.
Έκαστον εγχείρημα, έκαστον έργον, πρέπει να αναλαμβάνηται μετ’ ευλογίας, ούτως ώστε δι’ αυτής να ενδύηται τούτο τον χαρακτήρα Θείου έργου. Τόσον τα κοινά και ασήμαντα πράγματα όσον και τα μεγάλα απαιτούν την γνώσιν του Θελήματος του Θεού, διότι εις την ζωήν του ανθρώπου τα πάντα είναι μεγάλα και σπουδαία. Δια της ευλογίας ταύτης όλη η ζωή λαμβάνει ιερόν χαρακτήρα και έκαστον έργον μόνον τότε αποβαίνει αυθεντικώς αιώνιον όταν τελήται εν ονόματι του Θεού. Ο Χριστός είπε: «Πάσα φυτεία, ήν ουκ εφύτευσεν ο Πατήρ Μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται» (Ματθ. ιε’ 13). Δια της υπακοής η αιώνιος ζωή καθίσταται πραγματικότης ήδη εντεύθεν. Ο καλός υποτακτικός αισθάνεται την παρουσίαν του Πνεύματος του Θεού, το Οποίον δίδει εις την ψυχήν ουχί μόνον βαθείαν ειρήνην, αλλά και αναμφισβήτητον αίσθησιν της «μεταβάσεως αυτής εκ του θανάτου εις την ζωήν».



[1] Δια της λέξεως «υποτακτικός» υπονοούμεν ενταύθα ουχί μόνον τον δόκιμον-αρχάριον μοναχόν, αλλά και τον οιονδήποτε μοναχόν, εισέτι και τον έχοντα λάβει το σχήμα προ πολλών ετών, καθώς επίσης και πάντα χριστιανόν ο οποίος απευθύνεται προς τον πνευματικόν αυτού πατέρα δια να λάβη καθοδήγησιν.
[2] Κλίμαξ ΙΕ’ 33 και 34, σ. 202.
[3] Κλίμαξ Δ’ 1, σ. 65.
[4] Κλίμαξ Δ’ 6, σ. 67.
[5] Αγίου Ιγνατίου (Μπραντζιανίνωφ), Επιστολαί, εκδ. α’ Serguiev Possad, 1913, σ. 25.

 
Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ
ΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...