Και καθώς δεν έκριναν
καλόν και δεν ηθέλησαν να κατέχουν την αληθή και σοφήν γνώσιν περί του Θεού,
παρεχώρησεν ο Θεός να παραδοθούν και υποδουλωθούν εις νουν ανίκανον να διακρίνη
το ορθόν, με αποτέλεσμα να διαπράττουν αυτά τα απρεπή και επαίσχυντα. Και έτσι
εγέμισαν και διεποτίσθησαν, κατά την ψυχήν και το σώμα, από κάθε αδικίαν,
πορνείαν, πονηρίαν, πλεονεξίαν, κακίαν· εγέμισαν από φθόνον, φόνον, φιλόνεικον
διάθεσιν, δολιότητα και κάθε κακοήθειαν. Εγιναν κρυφοί κατήγοροι
σιγοψιθυρίζοντες μεταξύ των εις βάρος των άλλων, θρασείς συκοφάνται των
απόντων, γεμάτοι μίσος εναντίον του Θεού, υβρισταί, φαντασμένοι και κομπασταί,
επιδειξιομανείς, επινοηταί κακών εις βάρος των άλλων, ασεβείς και ανυπάκοοι
απέναντι των γονέων· άνθρωποι
χωρίς σύνεσιν, που χωρίς εντροπήν καταπατούν τον λόγον των και τας συμφωνίας
που έχουν κάμει, άστοργοι απέναντι των οικείων των, αδιάλλακτοι και μνησίκακοι,
σκληροί και ανάλγητοι εις την ξένην δυστυχίαν.
Αυτοί, μολονότι εγνώρισαν καλά το θέλημα και την δικαιοσύνην
του Θεού, ότι δηλαδή όσοι διαπράττουν τέτοια πονηρά έργα είναι άξιοι θανάτου,
όχι μόνον πράττουν αυτά, αλλά από ψυχικήν πώρωσιν και κακότητα επιδοκιμάζουν με
όλην των την καρδιά και εκείνους που τα πράττουν.
Και συ ο Ιουδαίος γνωρίζεις πόσον ο Θεός οργίζεται εναντίον
εκείνων που καταπατούν το θέλημά του. Δια τούτο είσαι αναπολόγητος, ω άνθρωπε,
οιοσδήποτε και αν είσαι συ, ο οποίος καταδικάζεις τους άλλους, διότι καθ' ον
χρόνον κρίνεις και καταδικάζεις τον άλλον, κρίνεις και καταδικάζεις τον εαυτόν
σου. Επειδή και συ ο Ιουδαίος, που παρουσιάζεσαι ως αυτόκλητος δικαστής,
κάμνεις τα ίδια με τον ειδωλολάτρην.
Γνωρίζομεν δε πολύ καλά ότι η δικαία κρίσις και καταδίκη εκ
μέρους του Θεού εναντίον εκείνων, που πράττουν τέτοια αμαρτωλά έργα, είναι
βεβαία και αληθινή. Συ, δε, ω άνθρωπε, ο οποίος καταδικάζεις τους άλλους, που
διαπράττουν αυτά, ενώ και συ κάμνεις τα ίδια, νομίζεις ότι θα αποφύγης την
καταδίκην σου εκ μέρους του Θεού; Η δείχνεις περιφρόνησιν και αχαριστίαν προς
τον πλούτον της αγαθότητος του Θεού και της ανεκτικότητός του και της μακροθυμίας
του απέναντί σου, θέλων έτσι να αγνοής ότι η στοργή και η αγαθότης του Θεού σε
οδηγεί εις μετάνοιαν και διόρθωσιν; Συμφωνα δε με την σκληρότητά σου, με την
αμετανόητον και αναίσθητον καρδίαν σου, που δεν μαλάσσεται από την τόσην
στοργήν του Θεού, συσσωρεύεις εναντίον του ευατού σου θησαυρούς οργής, που θα
εκσπάσουν κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα εκδηλωθή η οργή του Θεού και θα
φανερωθή η δικαία κρίσις αυτού, ο οποίος και “θα αποδώση στον καθένα κατά τα
έργα του”.
Εις εκείνους μεν, οι οποίοι με υπομονήν και επιμονήν πράττουν
τα αγαθά και ενάρετα έργα, ζητούν δε από τον Θεόν την δόξαν του ουρανού και την
αφθαρσίαν και την αθανασίαν, θα δώση ο Θεός ζωήν αιωνίαν πλησίον του. Εναντίον
δε εκείνων, οι οποίοι από πνεύμα αντιλογίας και φιλονεικίας δεν πείθονται μεν
και δεν υποτάσσονται εις την αλήθειαν, πείθονται δε και υποδουλώνονται εις την
αδικίαν, θα εκσπάση θυμός και οργή. Θλίψις και στενοχωρία θα κυριεύση και θα
πλημμυρίση κάθε άνθρωπον, ο οποίος αμετανόητα επιμένει να εργάζεται το κακόν…
Προς Ρωμαίους,
κεφ.1, 28- κεφ.2, 9
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.