Αι
έννοιαι παρθενία και σωφροσύνη είναι συγγενείς ουχί όμως ταυτόσημοι. Κατά την
μοναχικήν κουράν, εκείνοι οι οποίοι προσέρχονται εις τον μοναχισμόν μετά τον
γάμον, ή εξωγάμους σχέσεις, απαγγέλλουν την υπόσχεσιν της σωφροσύνης, ήτοι της
εις το μέλλον ολοκληρωτικής εγκρατείας, ενώ εκείνοι οι οποίοι δεν εγνώρισαν
άλλο σώμα δίδουν την υπόσχεσιν της παρθενίας.
Η
σωφροσύνη, όπως δεικνύει και η λέξις αύτη, σημαίνει την ακεραιότητα ή την
πληρότητα της φρονήσεως. Εν τη Εκκλησία μετά της εννοίας ταύτης συνδέεται ουχί
μόνον η νίκη επί της σαρκικής έλξεως και εν γένει επί του «φρονήματος της
σαρκός», ήτοι η «νίκη επί της φύσεως», αλλά και η απόκτησις του συνόλου των
τελειοτήτων, αι οποίαι προσιδιάζουν εις την φρόνησιν και των οποίων έκφρασις
είναι η σταθερά διαμονή εν τω Θεώ «εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της
καρδίας». Εν τη τελειοτέρα αυτής μορφή η άσκησις της σωφροσύνης αποκαθιστά την
κατά το πνεύμα παρθενικήν κατάστασιν του ανθρώπου, υπερφαλαγγίζουσα την
ανεπανόρθωτον απώλειαν της σωματικής παρθενίας.
Την
γνησίαν παρθενίαν οι Άγιοι Πατέρες ορίζουν ως υπερφυσικήν κατάστασιν. Εν τη
τελεία αυτής μορφή θεωρείται ως αδιάκοπος διαμονή εν τη θεία αγάπη, ως
εκπλήρωσις της εντολής του Χριστού «αγαπήσεις … τον Θεόν εξ όλης της καρδίας,
εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της ισχύος». Υπό το φως του
κριτηρίου αυτού, πάσα παρέκκλισις του νου και της καρδίας από της αγάπης του
Θεού εκλαμβάνεται ως πνευματική «μοιχεία», ήτοι παράβασις εις βάρος της θείας
αγάπης.
Η
παρθενία δεν είναι άγνοια της βιολογικής και πλήρως φυσικής ζωής του ανθρώπου.
Το μέγιστον και μοναδικόν παράδειγμα της τελειότητος, η Αειπαρθένος Μαρία, κατά
τον Ευαγγελισμόν του Αγγέλου περί της γεννήσεως εξ Αυτής Υιού, απήντησε δια της
ερωτήσεως: «Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω»; Δι’ αυτού κατέδειξεν
ότι είχε γνώσιν περί του πράγματος.
Το
αδιάφθορον του σώματος δεν είναι εισέτι παρθενία. Είς των μεγαλυτέρων αγίων της
Εκκλησίας ημών, ο Μέγας Βασίλειος, μετά πικρίας είπε περί εαυτού: «Και γυναίκα
ου γινώσκω και παρθένος ουκ ειμί»[1],
ήτοι υπό την πλήρη της λέξεως έννοιαν. Εκτός των σχέσεων μετ’ άλλου σώματος,
υπάρχουν ουχί ολίγα άλλα είδη διαφθοράς και αυτοδιαφθοράς, των οποίων την
περιγραφήν αποφεύγει η Ορθόδοξος Εκκλησία, δια να μη δημιουργήση εις τον νουν
του ομιλούντος ή του ακούοντος εικόνα τινα αμαρτίας. Και εκείνος ο οποίος δεν
γνωρίζει την φυσικήν πράξιν, αλλά μόνον δια του νου θα αφεθή εις αυτήν και ονειροπολών
θα επιθυμήση αυτήν, ήδη δεν είναι πλήρως παρθένος.
Κατά
την εκκλησιαστικήν αντίληψιν υπάρχουν τρεις βαθμοί πνευματικής καταστάσεως του
ανθρώπου: η υπερφυσική κατάστασις, η φυσική και η παρά φύσιν ή εναντίον της
φύσεως. Η παρθενία και η μοναχική σωφροσύνη, εννοούμεναι ως δωρεαί της χάριτος,
ανήκουν εις την πρώτην κατάστασιν. Εις την δευτέραν κατατάσσεται ο
ευλογημένος γάμος. Πάσα άλλη μορφή σαρκικής ζωής είναι πνευματικώς ή κατωτέρα ή
παρά φύσιν. Οι Πατέρες λέγουν «μη επιχειρής το υπέρ φύσιν, ίνα μη πέσης εις το
παρά φύσιν». Εκ τούτου έπεται ο κανών ότι ουδείς πρέπει να γίνηται δεκτός εις
τον μοναχισμόν άνευ προκαταρκτικής δοκιμασίας. Μοναχός ο οποίος δεν φυλάσσει
σωφροσύνην ίσταται επί του επιπέδου της σωτηρίας πολύ χαμηλότερον του εντίμου
γάμου, του τιμωμένου εν τη Εκκλησία ως σωτηρίου οδού. Και εάν λάβωμεν υπ’ όψιν
ότι εκείνος, όστις έδωκεν ήδη τας υποσχέσεις, στερείται του δικαιώματος
εκκλησιαστικού γάμου, τότε εκάστη εκ μέρους αυτού παράβασις της αγνείας
θεωρείται ως πτώσις και μάλιστα εις κατάστασιν υπό την φύσιν. Ο καθηγιασμένος
γάμος, ο πειθαρχημένος, ο χωρίς διαστροφήν, διατηρεί τον άνθρωπον φυσικώς και
ηθικώς, ενώ πάσα άλλη μορφή σαρκικής απολαύσεως, έστω και υπό ονειρώδη μόνον
μορφήν, διαφθείρει ολόκληρον τον άνθρωπον, ήτοι την ψυχήν και το σώμα. Η
καταστρεπτική αύτη ενέργεια ιδιαιτέρως εντείνεται, όταν ο μοναχός προσκόπτη και
δι’ αυτού αθετή τας δοθείσας ενώπιον του Θεού υποσχέσεις, διότι εις την
περίπτωσιν αυτήν η εσωτερική σύγκρουσις εκ της απωλείας της χάριτος λαμβάνει
ασυγκρίτως βαθύτερον χαρακτήρα και αι μαρτυρικαί τύψεις της συνειδήσεως
δύνανται να φθάσουν μέχρι του σκότους της απογνώσεως. Αι ονειροπολήσεις περί
σαρκικής σχέσεως, εν απουσία της φυσικής πράξεως, ωδήγησαν πολλούς μέχρι
σοβαρών ψυχικών νόσων, έτι δε και μέχρι πλήρους παραφροσύνης. Περί της
συχνότητος των τοιούτων ολεθρίων περιπτώσεων δύνανται να μαρτυρήσουν και οι
ψυχίατροι[2].
Η μοναχική σωφροσύνη, ως εν αληθεία «ανθρωπίνη» ζωή κατ’ εικόνα του
τελείου Ανθρώπου-Χριστού, δεν δύναται να θεμελιωθή επί της αρνήσεως της
σαρκικής ζωής, επί της μορφής του ευλογημένου υπό του Θεού και της
Εκκλησίας γάμου, επί της αποστροφής ή της καταφρονήσεως εκείνης της πράξεως,
δια της οποίας «ο άνθρωπος έρχεται εις τον κόσμον» (πρβλ. Ιωάν. ιστ’ 21). Η
Εκκλησία εις τας συνοδικάς Αυτής διατάξεις απορρίπτει εκείνους οι οποίοι
καταφεύγουν εις τον μοναχισμόν εξ αποστροφής προς τον γάμον ή εξ υπερηφάνου
εξουδενώσεως αυτού[3].
Δια τούτο οι Πατέρες εδοκίμαζον έκαστον εκ των επιθυμούντων τον μοναχισμόν, δια
να βεβαιωθούν εάν ούτος ήτο όντως κλητός. Υπάρχουν διάφοροι βαθμοί αυτής της
κλήσεως. Εις τινάς εδόθη να γνωρίσουν την κατάστασιν της εν χάριτι Θεοκοινωνίας
εις τοιούτον βαθμόν, ώστε και ο νους και το σώμα αυτών να αισθάνωνται εναργώς
τον αγιασμόν αυτών. Δια τους τοιούτους η απόλυτος εγκράτεια υπό την μορφήν ουχί
μόνον αποφυγής ενσυνειδήτων φυσικών πράξεων, αλλά και των αντιστοίχων
διανοημάτων (έτι και κατά την διάρκειαν του ύπνου) είναι κατηγορική
απαίτησις της καταστάσεως του πνεύματος αυτών. Μικροτέρας εντάσεως κλήσις
συνιστά κατάστασιν κατά την οποίαν η ψυχή δοκιμάζει έλξιν μόνον προς την
σωφροσύνην. Ο νους τότε τείνει προς την καθαρότητα και δυνάμει της εσωτερικής
δίψης του αγιασμού ενστικτωδώς απωθεί τους σαρκικούς «λογισμούς». Πολλοι
εισέρχονται εις την μοναχικήν άσκησιν εκκινούντες εκ τοιαύτης καταστάσεως, η
οποία, καίτοι είναι ολιγώτερον βεβαία της προηγουμένης, αποτελεί εν τούτοις
θετικήν κλήσιν άνωθεν.
Πείρα
αιώνων απέδειξεν ότι η αγάπη προς τον Θεόν είναι δυνατή και εις τον γάμον, αλλά
εις μέτριον μόνον βαθμόν. Όταν δε η αγάπη αύτη υπερβαίνη ωρισμένον τι όριον και
αποκτά μεγαλυτέραν έντασιν, τότε η ψυχή του ανθρώπου απομακρύνεται ενστικτωδώς
από παντός ό,τι δεν εναρμονίζεται προς αυτήν την αγάπην. Δεν είναι έργον ιδικόν
μου να εύρω λογικήν τινα ερμηνείαν του αξιοσημειώτου φαινομένου τούτου εις την
περιοχήν της θρησκευτικής ψυχολογίας, του επαναλαμβανομένου κατά την ροήν των
αιώνων μετ’ εκπληκτικής σταθερότητος. Ενδέχεται άλλως τε να μη υπόκηται τούτο
εις λογικάς κατηγορίας. Προσωπικώς ερείδομαι επί των έργων των Αγίων Πατέρων
και εν μέρει επί των παρατηρήσεων τας οποίας ηδυνήθην να έχω ως πνευματικός.
Εκ
των πολλών συνομιλιών μου μετ’ ασκητών έχω αποκτήσει την σταθεράν πεποίθησιν
ότι, όταν η ψυχή δια πραγματικής πείρας γνωρίση την αγάπην του Χριστού, τότε εκ
της γλυκύτητος της αγάπης αυτής γεννάται ακράτητος τις έλξις προς τον Θεόν,
ακατάπαυστός τις «δίψα» Αυτού, και εν ταυτώ ανερμήνευτος θλίψις περί του
κόσμου, συνέπεια της οποίας είναι ο τελείως άκοπος και, τρόπον τινά,
φυσικός αποχωρισμός από πασών των αισθητικών ηδυπαθειών, εξ αιτίας των οποίων
ψυχραίνεται και εξαλείφεται η Θεία αγάπη.
Χαρακτηριστικόν της μεγάλης προς τον
Χριστόν αγάπης είναι ότι δεν δύναται να συμβιβασθή μετά σαρκικών απολαύσεων εν
γένει, και προ παντός μετά των ισχυροτέρων όλων, των γενετησίων. Ο νούς του
ανθρώπου υπό την ενέργειαν της αγάπης προς τον Θεόν αποσπάται εκ της γης και
καθαίρεται από πάσης γηΐνης εικόνος, ενώ η σαρκική σχέσις τραυματίζει βαθύτατα
την ψυχήν ακριβώς δια των εικόνων αυτών. Γνωρίζομεν ότι πολλοί προσεγγίζουν
εντελώς διαφόρως το θέμα τούτο. Αλλά μήπως ο λόγος της Γραφής, «ου μη
εγκαταμείνη το πνεύμα Μου εν αυτοίς, δια το είναι αυτούς σάρκας» (Γεν. στ’ 3),
δεν αναφέρεται εις αυτούς;
Αυτή
αύτη η πείρα της ζωής διδάσκει τον ασκητήν ότι πάσα αισθητική απόλαυσις,
οιουδήποτε είδους, είτε οπτική, είτε γευστική, είτε ακουστική, ή της αφής, ή
της οσφρήσεως αποσπά την ψυχήν εξ εκείνου το οποίον είναι ανώτερον και αμέτρως
πολυτιμότερον, αφαιρούσα απ’ αυτού την παρρησίαν εν τη προσευχή, ενώ αντιθέτως
η κακοπάθεια της σαρκός πολλάκις συνεργεί εις την κάθαρσιν του νού και την
ανάβασιν αυτού εις την θεωρίαν.
Όταν
η σωφροσύνη αποβαίνη βαθεία απαίτησις του πνεύματος, οδηγεί φυσικώς εις εκείνο
το οποίον ονομάζεται «αυστηρότης βίου» ή «ασκητικότης». Παν ό,τι δεν είναι
απολύτως αναγκαίον δια την ύπαρξιν παραμερίζεται, δια να έχη το πνεύμα την
μεγαλυτέραν δυνατήν ελευθερίαν εν τη θεωρία. Εάν η τροφή και ο ύπνος δεν ήσαν
απολύτως αναγκαία δια την φυσικήν ύπαρξιν –όπως συμβαίνει εις την περίπτωσιν
της σαρκικής ζωής, του καπνίσματος, των διεγερτικών και ναρκωτικών–, ο
ασκητής της σωφροσύνης ουδέποτε θα ήγγιζε τροφήν και ουδέποτε θα έδιδεν «ύπνον
της οφθαλμοίς» αυτού (Ψαλμ. κα’ 4), παραδίδων όλας τας δυνάμεις του νου αυτού
εις την μνήμην του Θεού και την προσευχήν. Ιδού διατί εις την ορθώς νοουμένην
μοναχική ζωήν τα τοιαύτα, ως επί παραδείγματι το κάπνισμα, αποκλείονται.
Η
αμαρτία δεν εδρεύει εις την μίαν ή την άλλην φυσικήν ενέργειαν λειτουργίαν του
ανθρώπου, αλλά εις τα πάθη. Ο Άγιος Ποιμήν ο Μέγας έλεγε: «Δεν είμεθα σωματοκτόνοι,
αλλά παθοκτόνοι». Η πάλη του ορθοδόξου ασκητού δεν διεξάγεται προς το σώμα,
αλλά προς «τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. στ’ 12),
διότι δεν απομακρύνει ημάς από του Θεού το σώμα, το οποίον εκλήθη να καταστή
δοχείον ή «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. στ’ 19), αλλά η
ηδυπάθεια, ήτοι τα πάθη μετά των απολαύσεων αυτών.
Η
Ορθόδοξος άσκησις ερείδεται επί της δογματικής συνειδήσεως ότι η πνευματική ζωή
της λογικής κτίσεως συνίσταται εκ της ενώσεως των δύο θελήσεων, των δύο
ενεργειών της Θείας και της ανθρωπίνης. Δυνάμει τούτου και η παρθενία και η
σωφροσύνη είναι ουχί μόνον δώρα της χάριτος, αλλά και συνέπειαι ελλόγου
ασκήσεως. Παν δώρον της χάριτος εν τω κόσμω τούτω συνεπάγεται αναποφεύκτως
μέγαν αγώνα χάριν της συνετής διαφυλάξεως αυτού. Εκείνο το οποίον διδάσκει η
χάρις, κατά την περίοδον της διαμονής αυτής εις τον άνθρωπον, τούτο οφείλει να
τηρή ούτος και κατά τον χρόνον της απουσίας αυτής υπό την αισθητήν μορφήν ενεργείας,
φυλάττων εαυτόν εις το αυτό επίπεδον ζωής, ως εάν μη έπαυσε ποτέ η ενέργεια της
χάριτος επ’ αυτού. Ούτως άρχεται μία εκούσιος συστηματική ασκητική αγωγή
του ασκητού και η τράχυνσις της «πολιτείας» αυτού καθίσταται αναπόφευκτος.
Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ |
Ο
Άγιος Γρηγόριος Νύσσης εις τον Λόγον αυτού «Περί Παρθενίας» εκφράζεται ως εξής:«…
ούτω μοι δοκεί και το της παρθενίας επιτήδευμα τέχνη τις είναι και δύναμις της
θειοτέρας ζωής προς την ασώματον φύσιν τους εν σαρκί ζώντας ομοιούσθαι
διδάσκουσα …»[4].
Τούτο συμβαίνει, όπου η έλλογος ανθρωπίνη θέλησις αγωνίζεται ως περιεγράφη
ανωτέρω, οπότε η διατήρησις της παρθενίας και σωφροσύνης καθίσταται ασκητική
καλλιέργεια και τέχνη. Δεν προτίθεμαι να αναπτύξω λεπτομερέστερον το θέμα
τούτο. Θα είπω μόνον ότι το πλέον ουσιώδες αξίωμα της «τέχνης» ταύτης είναι η
«τήρησις του νοός». Ο σπουδαιότερος κανών εις την άσκησιν αυτήν είναι να μη
παραδώση τις τον νουν αυτού. Άνευ τούτου ουδεμία σωματική άσκησις επιτυγχάνει
τον ποθούμενον σκοπόν αυτής ενώ η ασκητικώς πεπαιδευμένη διάνοια δύναται να
διαφυλάξη ουχί μόνον την καθαρότητα και την ελευθερίαν αυτής αλλά και την ειρήνην
του σώματος έτι και υπό συνθήκας κατά τας οποίας η εκπλήρωσις του έργου τούτου
εις άλλους θα εφαίνετο αδύνατος.
Επαναλαμβάνομεν
εκ νέου προς μεγαλυτέραν επικύρωσιν, ότι η συνείδησις του εξαιρέτου χαρακτήρος
της κλήσεως της οδού ταύτης εναρμονίζεται πλήρως προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
Η συνείδησις αύτη απορρέει ουχί μόνον εκ της πείρας, αλλά και εκ των λόγων
Αυτού του Χριστού, του ειπόντος: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον …»
(Ματθ. ιθ’ 11). Εντεύθεν η προκαταρκτική προσεκτική δοκιμασία εκείνων οι οποίοι
επιθυμούν το μοναχικόν σχήμα· εντεύθεν και η απαγόρευσις της ενεργού παρουσίας
του αγάμου κλήρου εν τω κόσμω, εκτός σπανίων περιπτώσεων, λόγω ειδικών
συνθηκών. Εις τούτο ακριβώς φανερούται η ευδοκία της Εκκλησίας προς τον τίμιον
γάμον τοσούτον μεγάλη, ώστε ουδόλως να θεωρήται ούτος ως εμπόδιον εις την
ιερουργίαν εισέτι και του θεοτάτου μυστηρίου της Ευχαριστίας[5].
Ο
μέγας Ιωάννης της Κλίμακος επισφραγίζει τον θαυμάσιον αυτού λόγον «Περί
σωφροσύνης και αγνείας» ως εξής: «Ο εν σαρκί ών και τούτο (το δώρον της
αγνείας) ειληφώς, απέθανε και ανέστη, και της μελλούσης αφθαρσίας το προοίμιον
ήδη απ’ εντεύθεν εγνώρισεν»[6].
[1] πρβλ. Φιλοκαλία, τόμ. Α’, έκδοσις Αστέρος, σ. 65.
[2] Εις το «Συμπόσιον των δέκα Παρθένων» ο Άγιος Μεθόδιος
Ολύμπου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η συνείδησις της ανθρωπότητος ανεπτύσσετο και
ηύξανε πνευματικώς μέχρι γνώσεως των τελειοτέρων μορφών ζωής – της σωφροσύνης
και της παρθενίας. Ιστορικώς η εξέλιξις αύτη διήλθε δια των εξής φάσεων: Κατ’
αρχάς, «εν όσω ο κόσμος δεν ήτο εισέτι πεπληρωμένος ανθρώπων» και η ανθρωπότης
ώφειλεν «αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι» οι άνδρες εισήρχοντο εις γάμον μετά των ιδίων
αυτών αδελφών. Έπειτα, ότε επλήθυνε το γένος των ανθρώπων και εξηπλώθη επί της
γης, η θεία Πρόνοια δια προφητικής διδασκαλίας αποτρέπει τους ανθρώπους εκ του
είδους της ζωής ταύτης προς μίαν υψηλοτέραν ηθικώς ζωήν, και οι γάμοι μετά των
αδελφών εθεωρήθησαν «αιμομιξίαι». Περαιτέρω οι άνθρωποι μεταβαίνουν εις την
έννοιαν της μονογαμίας, «ίνα μη συνουσιάζωνται μετά πολλών ομοίως προς τα ζώα,
ως να εγεννήθησαν μόνον δια την συνουσίαν», και ίνα μη επιτελώνται «μοιχείαι».
Εν συνεχεία ο Χριστιανισμός διδάσκει τους ανθρώπους έτι υψηλότερον συνείδησιν
περί ζωής, και δια της Εκκλησίας εισάγεται νέος περιορισμός των γάμων κατ’
ένδειξιν πλέον των βαθμών της πνευματικής ηλικίας· ούτως απαγορεύονται, επί
παραδείγματι, γάμοι δύο αδελφών προς δύο αδελφάς και τα όμοια, πράγμα το οποίον
εκτός Εκκλησίας παραμένει ακατανόητον και μέχρι του νυν εισέτι. Δια της
αποστολικής διδαχής οι άνθρωποι ανάγονται εις την κατανόησιν του «τιμίου γάμου»
και της «αμιάντου κοίτης», όθεν εν τέλει ανέρχονται μέχρι της γνώσεως της
χριστιανικής παρθενίας, «μανθάνοντες να ανυψώνται υπεράνω της σαρκός
εισερχόμενοι εις τον ατάραχον λιμένα της αφθαρσίας …».
Θα ήθελον
ενταύθα να παρατηρήσω την άκραν επικαιρότητα του κηρύγματος της σωφροσύνης και
της παρθενίας εις τας ημέρας ημών. Η απόκλισις εκ του καθορισθέντος υπό της
Εκκλησίας συνδέσμου του γάμου και εκάστη παράβασις εναντίον αυτού ουχί μόνον
υποβιβάζουν την μορφήν του ανθρωπίνου είναι, αλλά επισύρουν και τα χείρονα: την
αποσύνθεσιν της προσωπικότητος, ήτις ποιεί την αμαρτίαν· την διάσπασιν των οικογενειών,
την διάλυσιν των κρατών, την καταστροφήν και τον όλεθρον ολοκλήρων χωρών και
λαών. Εν σχέσει προς πάντα ταύτα δέον να είπωμεν ότι, εάν η πνευματική εξέλιξις
της ανθρωπότητος εσυνέχιζε προς εκείνην την κατεύθυνσιν, ως υποδεικνύει ο Άγιος
Μεθόδιος, τότε έν εκ των πλέον σπουδαίων και ανησύχων δια τους συγχρόνους νόας
ερώτημα, ήτοι το του ελέγχου του πληθυσμού της γης, θα ελάμβανε την καλυτέραν
και τω όντι αξίαν λύσιν, της υιοθεσίας του ανθρώπου υπό του Θεού. Αι άγριαι,
εγκληματικαί και εντελώς άφρονες θεωρίαι προγραμματισμού του πληθυσμού της γης
δια των αλληλοεξοντωτικών πολέμων, θα εστερούντο βάσεως εν τη συνειδήσει των
ανθρώπων, και η ζωή επί της γης θα απέβαινεν αληθώς ομοία προς την ουράνιον:
«Ελθέτω η Βασιλεία Σου»!
[3] 51ος Αποστολικός κανών· 9ος και
14ος κανών της εν Γάγγρα Συνόδου.
[4] Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος περί παρθενίας IV, 9, 5, «Sources Chrétiennes», τόμ. 119, Paris
1966, σ. 332.
[5] Υπενθυμίζομεν εις το σημείον τούτο ότι ο Άγιος
Παφνούτιος, ο ίδιος ών παρθένος, εις την Α’ Οικουμενικήν Σύνοδον, κατά την
μαρτυρίαν του Σωζομένου, υπήρξεν κύριος υποστηρικτής της θέσεως όπως μη θεωρηθή
ο σώφρων γάμος κώλυμα δια την ιερωσύνην. Μεταξύ των πολυαρίθμων συνοδικών
αποφάσεων, των απτομένων του θέματος αυτού, υπογραμμίζομεν τον 13ον
Κανόνα της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου (της εν Τρούλλω, το 691), η οποία
απέρριψε κατηγορηματικώς το έθος της Εκκλησίας της Ρώμης, ήτις απηγόρευε την
χειροτονίαν των εγγάμων δια την ιερωσύνην.
[6] Κλίμαξ ΙΕ’ 83, σ. 217.
Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ
"ΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ"
Μετάφρασις εκ του ρωσικού και γαλλικού
Ιερομονάχου Ζαχαρίου
Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή
Τιμίου Προδρόμου
Έσσεξ Αγγλίας
1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.