Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Θεωρία της Εξέλιψης και Εκκλησία



 ΕΙΣΗΓΗΣΗ: Εξελικτική Θεωρία και Θρησκεία. Η σχέση με την Ορθόδοξη διδασκαλία. Ιστορική προσέγγιση και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Στοιχεία Ανθρωπολογίας στο σήμερα. Το παράδειγμα του Pierre Teilhard de Chardin. Βιοηθικοί προβληματισμοί.

Εισαγωγή
A curious aspect of the theory of evolution is that everybody thinks he understands it. Jacques Monod, in On the Molecular Theory of Evolution (1974).
Με απλό και ταυτόχρονα περιγραφικό τρόπο ο μεγάλος επιστήμονας του 20ου αιώνα μας παρουσιάζει το οξύμωρο του θέματος. Άνθρωποι, με επιστημονική κατάρτιση σε διάφορα επιστημονικά πεδία ή όχι, εκφέρουν άποψη επί του θέματος της «Εξέλιξης» με φιλοσοφική διάθεση ή με θρησκευτικό σκεπτικισμό, δίχως να γνωρίζουν σε βάθος τη πραγματική διάσταση της κορυφαίας Θεωρίας του Κ. Δαρβίνου. Ημιμαθείς και ισχυρογνώμονες, οχυρωμένοι στην επιστημονική αρτιότητα που θεωρούν πως κατέχουν, βλάπτουν τον ειλικρινή διάλογο μεταξύ Επιστήμης και Θρησκείας μην μπορώντας να διακρίνουν  τα όρια και τις διαχωριστικές γραμμές. Επιβεβαιώνουν περίτρανα πως η ημιμάθεια είναι χειρότερη της άγνοιας. Από αυτή τη διαλογική διαμάχη ενισχύεται μόνο η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός, ο δογματισμός και η διανοητική περιχαράκωση και ως εκ τούτου τίποτα καινούριο δεν μπορεί να προκύψει που θα προάγει τη συνθετική σκέψη του επιστήμονα και του πιστού και θα συντελέσει στη συνεννόηση, στην αλληλοκατανόηση. Και γιατί να γίνει αυτό; Γιατί πέραν των θρησκευτικο-φιλοσοφικών ζητημάτων και η επιστήμη αλλά και η θρησκεία ασχολούνται με θέματα ζωής. Είτε επίγειας, είτε όχι.


Τι είναι η Εξέλιξη;
Στο βιβλίο του με τον ομώνυμο τίτλο ο Εrnst Mayr είναι αφοπλιστικός. Αποδεικνύει με μοναδικό τρόπο το νόημα, τη σημασία, την αξία, το περιεχόμενο αλλά και την ουσία αυτού που η επιστημονική και όχι μόνο κοινότητα αποκαλούσε μονολεκτικά «εξέλιξη». Για τον Mayr η εξέλιξη δεν είναι απλώς μια ιδέα, μια θεωρία ή μια έννοια, αλλά μια φυσική διαδικασία, η ύπαρξη της οποίας τεκμηριώνεται από σωρεία αποδεικτικών στοιχείων που κανένας δεν μπόρεσε να αναιρέσει. Η εξέλιξη δεν αντιπροσωπεύει πλέον κάποια θεωρία, απλούστατα, αποτελεί γεγονός (Τι είναι η Εξέλιξη, Ernst Mayr 2001).
Στην επιστήμη της βιολογίας, με τον όρο εξέλιξη εννοείται η αλλαγή στις ιδιότητες ενός πληθυσμού οργανισμών στο πέρασμα του χρόνου, μεταξύ διαφορετικών γενεών (Futuyma 2005). Αν και τέτοιου τύπου μεταβολές παρατηρούνται σε μικρή κλίμακα σε κάθε γενιά, μακροπρόθεσμα και αθροιστικά μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές διαφοροποιήσεις στις ιδιότητες ενός οργανισμού, ώστε να οδηγήσουν τελικά στη δημιουργία νέων διακριτών ειδών (βλ. ειδογένεση). Εξελικτικές θεωρούνται ειδικά οι αλλαγές που κληροδοτούνται μέσω του γενετικού υλικού από γενιά σε γενιά, συνεπώς συνιστούν μια πληθυσμική διαδικασία και διακρίνονται από άλλες, όπως η οντογένεση, ή γενικά η ανάπτυξη ενός οργανισμού ατομικά. Η εξέλιξη αποτελεί φαινόμενο που υλοποιείται σταδιακά και σε μεγάλο βάθος χρόνου. Με λίγες εξαιρέσεις, απαιτείται το πέρασμα αρκετών γενεών για εξελικτικές αλλαγές μεγάλης κλίμακας, όπως για παράδειγμα η εξέλιξη των πτηνών από τα ερπετά. Λαμβάνει επίσης χώρα με διαφορετικούς ρυθμούς ανάλογα με το είδος και το περιβάλλον του.
Μορφολογικές και άλλες ομοιότητες μεταξύ των ειδών του έμβιου κόσμου υποδεικνύουν ότι όλα διαθέτουν κοινή καταγωγή, προέρχονται δηλαδή από ένα κοινό προγονικό είδος. Πολυάριθμες διαδικασίες, όπως οι μεταλλαγές, η γονιδιακή ροή με μεταφορά γονιδίων ανάμεσα στους πληθυσμούς, και ο γενετικός ανασυνδυασμός, συμβάλλουν σε γενετικές αλλαγές και παρέχουν την παρατηρούμενη φαινοτυπική ποικιλότητα. Οι κληρονομούμενες διαφοροποιήσεις θα είναι περισσότερο κοινές ή σπάνιες σε ένα πληθυσμό, γεγονός που εξαρτάται από δύο κύριους μηχανισμούς. Ο πρώτος περιλαμβάνει τη φυσική επιλογή, μια διαδικασία σύμφωνα με την οποία οι οργανισμοί με ιδιότητες που οδηγούν σε μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα αφήνουν περισσότερους απογόνους, συνεπώς οι ιδιότητες αυτές θα είναι περισσότερο κοινές. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει επιπλέον η διαδικασία της γενετικής παρέκκλισης, δηλαδή της τυχαίας αλλαγής των γονιδιακών συχνοτήτων από μια γενιά στην επόμενη (Mayr 2001).
Οι απόψεις του Δαρβίνου για την εξέλιξη συχνά αναφέρονται ως δαρβινική θεωρία, με πέντε εξ αυτών να είναι οι πιο σημαντικές. Δύο από αυτές, η εξέλιξη καθ’ εαυτήν και η θεωρία της κοινής καταγωγής, έγιναν αποδεκτές από τους βιολόγους μέσα σε λίγα μόλις χρόνια από τη δημοσίευση του μνημειώδους έργου του Δαρβίνου Περί Καταγωγής των ειδών (1859). Τούτο το γεγονός αποτέλεσε την πρώτη δαρβινική επανάσταση. Οι άλλες τρεις θεωρίες, των βαθμιαίων αλλαγών, της ειδογένεσης και της φυσικής επιλογής, έγιναν ευρύτερα αποδεκτές πολύ αργότερα, κατά την εποχή της εξελικτικής σύνθεσης, στη δεκαετία του 1940, αποτελώντας ουσιαστικά τη δεύτερη δαρβινική θεωρία.
Η εξελικτική σύνθεση του ’40 αποτέλεσε και αποτελεί ένα σπουδαίο παράδειγμα διεπιστημονικής συνεργασίας, καθώς κορυφαίοι επιστήμονες με διαφορετικές ειδικότητες, ενδεικτικά να αναφέρουμε τους Th. Dobzhansky, G.G. Simpson, Ernst Mayr και Julian Huxley, συνεργάστηκαν και κατέληξαν σε συμπεράσματα που προήγαγαν και οχύρωσαν την εξελικτική θεωρία. Πιο συγκεκριμένα, η εξελικτική σύνθεση επέδρασε στην απόρριψη των τριών εξελικτικών θεωριών που ανταγωνίζονταν το δαρβινισμό: της ορθογένεσης (φιναλισμός), του μεταλλαξισμού (που βασίζεται σε άλματα) και της κληρονομικότητας των επίκτητων χαρακτηριστικών. Επίσης, συνδύασε τη σκέψη των μελετητών της προσαρμογής (αναγένεση) και εκείνων της οργανικής ποικιλίας (κλαδογένεση). Και τέλος, επιβεβαίωσε το αρχικό δαρβινικό Παράδειγμα της ποικιλότητας και της επιλογής, ενώ ανασκεύασε κάθε επίκριση προς αυτό (Τι είναι η Εξέλιξη, Ernst Mayr 2001).

Το θρησκευτικό περιβάλλον της εποχής του Κ. Δαρβίνου και έπειτα
Όταν εκδόθηκε το βιβλίου του Κ. Δαρβίνου Περί Καταγωγής των Ειδών το 1859, η Βρετανία και η υπόλοιπη δυτική Ευρώπη ακροβατούσε θρησκευτικά ανάμεσα στον απρόσωπο ποιμαντικά ρωμαιοκαθολικισμό και στο κατακερματισμένο, θεολογικά κυρίως, προτεσταντισμό. Εκείνη ήταν η στιγμή όπου ξεκίνησε ο περίφημος διάλογος και επίσημα. Φυσικά, από τους προηγούμενους αιώνες, από την εποχή ακόμη της Αναγέννησης και του Αναγεννησιακού Ουμανισμού (14ο-17ο αιώνα), της Μεταρρύθμισης (16ο αιώνα) και του Διαφωτισμού εν τέλει (17ο-18ο αιώνα), ήδη οι κοινωνίες της Δύσης δεν ήταν ξένες ως προς το «διάλογο». Βέβαια, η πραγματικότητα φανερώνει αναθέματα, διωγμούς, Ιεροεξεταστές και πολλά άλλα. Εν τέλει όμως στη Βρετανία οι συνθήκες θα ευνοήσουν αυτό το διάλογο. Τα λάθη ποικίλα, απ’ όλες τις πλευρές. Θεολογικές ανοησίες που φαντάζουν γελοιότητες στο σήμερα, επιστημονικοί δογματισμοί που καταδικάζονται απερίφραστα και ακρότητες. Αυτό είναι το πλαίσιο του τότε. Όποιες φωνές λογικής και σύγκλισης, σύνθεσης και ειλικρινή διαλόγου υπήρχαν, χάνονταν στον κυκεώνα της μάχης των οπαδών που φιλοδοξούσαν σε εκδίκηση για βεντέτες που η Ιστορία είχε ξεπεράσει προ πολλού. Αυτά όλα στη Δύση. Γιατί η Ανατολή βίωνε μια παρατεταμένη επιστημονική εξορία σε άγονα και στείρα κοινωνικά περιβάλλοντα. Πολιτικές και κοινωνικές δυσκολίες δεν επέτρεπαν την ακαδημαϊκού τύπου θεολογική προσέγγιση τέτοιων ζητημάτων από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο επίσκοπος Διοκλείας και καθηγητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης σε δημόσιες τοποθετήσεις του, Βρετανός τη καταγωγή, Κάλλιστος Ware: η ορθόδοξη θεολογία εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων απείχε από το διάλογο Επιστήμης και Θρησκείας για 2 αιώνες και ήρθε η στιγμή που πρέπει να λάβει μέρος κι αυτή. Πηγαίνοντάς το ένα βήμα παραπέρα θα τολμήσω να πω, πως ήρθε η στιγμή όχι απλά να λάβει μέρος, αλλά να θεολογήσει εκ νέου, όχι σε άλλες βάσεις αρνούμενη παραδόσεις και πατερικά θεμέλια, κάθε άλλο. Εκμεταλλευόμενη όμως το πλούσιο θεολογικά παρελθόν της, μαθαίνοντας από τα ατοπήματα των άλλων, να εκφράσει λόγο αληθείας, λόγο επίκαιρο και ζωντανό που θα μιλήσει με ευκρίνεια στις ψυχές των πιστών για να ορίσει τη νέα ποιμαντική της Εκκλησίας που χρειάζεται η ίδια πρωτίστως και γενικώς και κάθε μέλος της ειδικώς.

Η Ανθρωπολογία ως σημείο τριβής
Η προβληματική που κλίθηκε να αντιμετωπίσει η Θεολογία στο σύνολό της, δεν ήταν τόσο η Δημιουργία του κόσμου όσο η Δημιουργία του Ανθρώπου. Όπως πολύ σωστά σύγχρονοι θεολόγοι έχουν επισημάνει, η Ανθρωπολογία είναι θεολογούμενη μέχρι σήμερα. Κι αυτό δε θα πρέπει να μας φοβίζει, αντιθέτως θα πρέπει να ενισχύεται η επιθυμία μας για έρευνα ως προς τον συγκεκριμένο τομέα. Είναι γνωστή σε όλους η περιγραφή της Δημιουργίας του Ανθρώπου από το Θεό στο πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, της Γενέσεως και δε νομίζω πως χρειάζεται να την επαναλάβουμε. Θα ήθελα να επισημάνω όμως 2 σημεία της με στόχο να τονιστεί η σύγκλιση Επιστήμης και θρησκευτικής αλήθειας που σχετίζονται κυρίως με τον άνθρωπο.
Στον τομέα της γενετικής ο όρος Μιτοχονδριακή Εύα αναφέρεται στον πιο πρόσφατο κοινό μητρογραμμικό πρόγονο, από τον οποίο κατάγονται όλοι οι άνθρωποι. Περνώντας από μητέρα σε παιδί, το μιτοχονδριακό DNA (mtDNA) σε κάθε ζωντανό άτομο κατάγεται απευθείας από το δικό της. Η μιτοχονδριακή Εύα είναι το θηλυκό αντίστοιχο του Υ-Χρωμοσωμικού Αδάμ, ο πιο πρόσφατος κοινός μας πρόγονος της πατρικής γραμμής, αν και έζησαν με διαφορά χιλιάδων χρόνων μεταξύ τους.
Η μιτοχονδριακή Εύα γενικά υπολογίζεται να έζησε 200.000 χρόνια πριν (University of Leeds - New ‘molecular clock’ aids dating of human migration history, 2009), πιθανότατα στην Ανατολική Αφρική (Your Genetic Journey - The Genographic Project, 2005), όταν ο σύγχρονος άνθρωπος Homo sapiens sapiens αναπτυσσόταν ως είδος ξεχωριστό από τα υπόλοιπα ανθρώπινα είδη.
Η μιτοχονδριακή Εύα έζησε πολύ νωρίτερα από τη μετανάστευση εκτός Αφρικής, η οποία πιστεύεται ότι έλαβε μέρος ανάμεσα στα 95.000 και 45.000 χρόνια πριν (Endicott et al., 2009). Η χρονολόγηση της "Εύας" ήταν ένα χτύπημα στην υπόθεση πολλαπλής καταγωγής του σύγχρονου ανθρώπου και μια ώθηση στην υπόθεση ότι οι άνθρωποι προήλθαν σχετικά πρόσφατα από την Αφρική και επεκτάθηκαν από εκεί, αντικαθιστώντας πιο "αρχαϊκούς" ανθρώπινους πληθυσμούς, όπως οι Νεάντερνταλ. Ως αποτέλεσμα, η τελευταία υπόθεση τώρα είναι η κυρίαρχη.
Όσο αφορά τους Νεάντερνταλ, θα αναφέρω μερικά καινούρια επιστημονικά δεδομένα της σύγχρονης βιολογικής ανθρωπολογίας σε αντιπαράθεση με ένα συγκεκριμένο γραφικό χωρίο της Γενέσεως.
Ο άνθρωπος του Νεάντερνταλ (Homo neanderthalensis), ή απλά Νεάντερνταλ, είναι είδος ανθρωπίδη το οποίο εμφανίστηκε 130.000 χρόνια πριν και υπήρξε μέχρι πριν 35.000 χρόνια. Η ονομασία του προέρχεται από την κοιλάδα Νεάντερνταλ της Γερμανίας, όπου το 1856 ανακαλύφθηκαν από εργάτες απολιθωμένα οστά τα οποία αποδόθηκαν στο συγκεκριμένο είδος.
Οι Νεάντερνταλ πρέπει να ζούσαν παράλληλα με τους Homo sapiens για κάποιο διάστημα αλλά ανταγωνιστικά. Οι πρώτοι δεν είχαν εξαπλωθεί σε πολλά μέρη, καταδεικνύοντας τη μη προσαρμοστικότητά τους και τη μικρής διάρκειας ύπαρξή τους. Δείγματά τους βρέθηκαν στη νότια και κεντρική Ευρώπη, στην κεντρική Ασία στην περιοχή του σημερινού Ουζμπεκιστάν, καθώς και στη νοτιοδυτική Ασία. Απολιθώματά τους δεν βρέθηκαν στην Αφρική, την Αμερική και την ανατολική Ασία.
Η απότομη εξαφάνιση των Νεάντερνταλ έχει γίνει αντικείμενο πολλών μελετών. Αν και δεν έχουν εξακριβωθεί τα αίτια, έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες που μπορεί να οδήγησαν αυτό το είδος σε αφανισμό. Μία από αυτές υποστηρίζει ότι οι Νεάντερνταλ έπεσαν θύματα της γενοκτονίας που εξαπέλυσαν οι Homo sapiens, εξαιτίας των μαζικών τάφων που ανακαλύφθηκαν και που φέρουν ενδείξεις βίαιων θανάτων. Ο Κάρολος Δαρβίνος πίστευε ότι ο αγώνας ανάμεσα στα συγγενικά είδη ήταν πολύ σκληρός. Οι Homo sapiens όμως δεν ήταν τόσο μυώδεις όσο οι Νεάντερνταλ οπότε ήταν δύσκολο να τους εξοντώσουν, είχαν όμως υψηλότερη ευφυΐα και κατάφεραν να επικρατήσουν.
Άλλη θεωρία που έχει διατυπωθεί είναι ότι οι Νεάντερνταλ εξαφανίστηκαν λόγω της μεγάλης ρινικής κοιλότητας που είχαν η οποία τους έκανε ευάλωτους σε ασθένειες που σχετίζονταν με το κρύο στη μεσοπαγετώδη περίοδο όπου ζούσαν, ενώ μία άλλη υποστηρίζει ότι έπεσαν θύματα μεγάλης επιδημίας που μείωσε τον πληθυσμό τους σε χαμηλά επίπεδα και τελικά εξαφανίστηκαν. Η τελευταία όμως θεωρία αδυνατεί στο να εξηγήσει πως οι Homo sapiens δεν επηρεάστηκαν από μια τυχόν επιδημία. Τέλος υπάρχει η υπόθεση ότι οι Homo sapiens υπερτερούσαν αριθμητικά και κατάφεραν να αφομοιώσουν με επιμειξίες τους Νεάντερνταλ, πράγμα που σημαίνει ότι γονίδια των Νεάντερνταλ υπάρχουν στον σύγχρονο άνθρωπο. Βέβαια υπάρχουν και εκείνοι που θεωρούν ότι ίσως όλοι οι παραπάνω λόγοι να ευθύνονται αθροιστικά για την εξαφάνιση των Νεάντερνταλ.

Εδώ θα αναφέρουμε το γραφικό χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης (Γεν. 6,1-4) 1 Καί γνετο νκα ρξαντο ο νθρωποι πολλο γνεσθαι π τς γς, κα θυγατρες γεννθησαν ατος. 2 δντες δ ο υο το Θεο τς θυγατρας τν νθρπων τι καλα εσιν, λαβον αυτος γυνακας π πασν, ν ξελξαντο. 3 κα επε Κριος Θες· ο μ καταμεν τ πνεμ μου ν τος νθρποις τοτοις ες τν αἰῶνα δι τ εναι ατος σρκας, σονται δ α μραι ατν κατν εκοσιν τη. 4 ο δ γγαντες σαν π τς γς ν τας μραις κεναις· κα μετ᾿ κενο, ς ν εσεπορεοντο ο υο το Θεο πρς τς θυγατρας τν νθρπων, κα γεννσαν αυτος· κενοι σαν ο γγαντες ο π᾿ αἰῶνος, ο νθρωποι ο νομαστο.

Ποιοι ήταν οι λεγόμενοι «υιοί του Θεού», οι «γίγαντες», οι «άνθρωποι οι ονομαστοί»; Ανατομικά, γνωρίζουμε πως οι Νεάντερνταλ ήταν πιο μεγαλόσωμοι και ως εκ τούτου είχαν πιο επιβλητική σωματική διάπλαση. Μήπως στη συνείδηση των πρώτων ανθρώπων είχε αποτυπωθεί η προϊστορική αυτή συνάντηση των προγόνων τους; Δεν είναι τυχαίο που στο επόμενο γραφικό χωρίο ξεκινά η περιγραφή του Κατακλυσμού του Νώε, που επιστημονικά αποτελεί μια πραγματικότητα, ανθρωπολογικά και ηθολογικά, όμως, δεν είναι κτήμα μόνο των Εβραίων αλλά όλων των προϊστορικών λαών (Σουμέριοι, Βαβυλώνιοι, Έλληνες) καθώς περιλαμβάνεται στις αρχαίες τους διηγήσεις.
Και για να παρουσιάσουμε την πλάνη και την κακοδοξία που υπάρχει στους κόλπους τους εκκλησιαστικούς θα κάνω μια ερώτηση. Πιστεύει ο εξελικτικός βιολόγος ότι προερχόμαστε από τον πίθηκο. ΟΧΙ. Απλούστατα, μοιραζόμαστε με τον χιμπατζή ένα κοινό πρόγονο.

Το παράδειγμα του Pierre Teilhard de Chardin
Ο Pierre Teilhard de Chardin (1881-1955)
Ο Pierre Teilhard de Chardin (1881-1955) ήταν Γάλλος κληρικός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, σπουδαίος παλαιοντολόγος και φιλόσοφος. Μεγαλύτερη επιστημονική του ανακάλυψη ήταν ο λεγόμενος Άνθρωπος του Πεκίνου που επιστημονικά καλείται Homo erectus pekinensis. Ζώντας πολλά χρόνια στην Κίνα ήταν επίσης ο άνθρωπος εκείνος που σχεδίασε τον πρώτο γεωλογικό της χάρτη. Από μικρή ηλικία ανήκε στην τάξη των Ιησουιτών. Σπούδασε σε Γαλλία, Αγγλία και Αίγυπτο καλύπτοντας ένα ευρύ επιστημονικό φάσμα. Φυσική, Χημεία, Φιλοσοφία και Θεολογία ήταν από τα κύρια ενδιαφέροντά του. Δίδαξε σε πολλά Ρωμαιοκαθολικά Ινστιτούτα ανά τον κόσμο, βραβεύτηκε πολλάκις από την επιστημονική ακαδημία της Γαλλίας για το σύνολο του έργου του και προήχθη σε υψηλές ακαδημαϊκές θέσεις και αξιώματα παρότι αντιμετώπιζε πλήθος προβλημάτων για τις απόψεις του και την διπλή του ταυτότητα. Οι μεν επιστήμονες τον θεωρούσαν απλά έναν ιερέα που αλλοιώνει το νόημα της Επιστήμης, οι δε της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας καταδίκαζαν τις απόψεις του επί θεολογικών και φιλοσοφικών ζητημάτων. Δεν είναι τυχαίο πως πολλά έργα του εκδόθηκαν μεταθανάτια καθώς έμεναν στο τυπογραφείο για «διορθώσεις». Τα ταξίδια του de Chardin, στην Ασία κυρίως, ήταν η εξορία που του επέβαλλε εμμέσως πλην σαφώς το Βατικανό. Αυτός όμως το είδε ως μία μοναδική ευκαιρία για να προάγει την επιστημονική του γνώση. Να σημειωθεί πως παρότι ιερέας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπηρέτησε ως τραυματιοφορέας στην πρώτη γραμμή, οικειοθελώς και ήταν κάτι που του άλλαξε τη ζωή όπως ο ίδιος συχνά έλεγε. Έγινε φίλος και ενέπνευσε πολλούς σπουδαίους επιστήμονες ανάμεσά τους οι Th. Dobzhansky, G.G. Simpson και Julian Huxley. Ο τελευταίος προλόγισε και το βιβλίο του de Chardin The Phenomenon of Man όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει την ποιητική φύση του σπουδαίου επιστήμονα και φιλοσόφου. Σε αυτό το βιβλίο καταθέτει με μοναδικό τρόπο τη συνθετική του σκέψη και άποψη, ξεπερνώντας την εξελικτική διάσταση του φαινομένου της Ζωής. Περιγράφει και παρουσιάζει το Σημείο Ωμέγα, τον ίδιο το Χριστό, ως το πρόσωπο συνάντησης και ένωσης όλων των ανθρώπων. Η Χριστολογία του de Chardin δε θα πρέπει να φοβίζει τους Ορθοδόξους. Είναι ίσως περισσότερο ορθόδοξη, απ’ ότι άλλων θεολόγων της Δύσης ακόμα και της Ανατολής.

Βιοηθικοί προβληματισμοί
Τα παραπάνω κατέδειξαν τα διαφορετικά μονοπάτια Επιστήμης και Θρησκείας, τις διαφορετικές προσεγγίσεις. Υπάρχει ένα σημείο που κανενός είδους σύνθεση δεν μπορεί να προκύψει. Όμως η σύγχρονη εποχή φανέρωσε μία πρόκληση που ξεπέρασε τα όποια στεγανά, κι αυτή είναι η Βιοηθική. Όρος σύνθετος ετυμολογικά που φανερώνει και την συνθετική οντολογικής της προέλευση. Είναι ο τομέας που απαιτεί τη συνεργασία πολλών επιστημονικών κλάδων. Οι μεταμοσχεύσεις, ο προγεννητικός έλεγχος, η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, η αναγέννηση οργάνων, η χρήση βλαστικών κυττάρων είναι λίγα μόνο από τα ζητήματα που καλείται να διευθετήσει.
Πολλά από τα προβλήματα εδράζονται κυρίως σε αυτό που ονομάζουμε «ψυχή». Ερωτήματα τι είναι η ψυχή του ανθρώπου, πότε εισέρχεται εντός του, ποια η προέλευση και η κατάληξη της είναι μερικά μόνο από αυτά που γεμίζουν προβληματισμό και διενέξεις. Κι όχι γιατί η γνώμη και η άποψη της Εκκλησίας και των Πατέρων δεν είναι ξεκάθαρη και χιλιοειπωμένη, αλλά γιατί εμείς, επιστήμονες ή πιστοί, θέλουμε να ναι διαφορετικά.
Ας ξαναδούμε όμως το χωρίο Γένεσις 2: 7 πιο προσεκτικά:
΄΄Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από τής γης και ενεφύσισεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν.΄΄
Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας που έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. στο έργο του «κατά ανθρωπομορφιτών» μιλά γι αυτό ακριβώς. Ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν έχει θεική προέλευση. Οι πατέρες τονίζουν με επιμονή ότι ο άνθρωπος δημιουργείται ολόκληρος τη στιγμή της συλλήψεως, και ότι δεν προϋπάρχει η ψυχή του σώματος ή το σώμα της ψυχής.
«Η χειρ δε η πλάσασα τότε τον Αδάμ, και αύτη και νυν και αεί τους μετ’ εκείνον πάλιν πλάττει και διασυνίστησι». (Αγ. Αθανασίου PG 25, 429).
«Ημείς δε την μέσην οδόν ως βασιλικήν κατά τους Πατέρας ημών οδεύοντες ούτε προϋπαρξιν ούτε μεθύπαρξιν ψυχής ή σώματος συνύπαρξιν δε μάλλον φαμεν» (Αγ. Μάξιμος PG 91, 1325D).
Τι ήταν το εμφύσημα στην πραγματικότητα, το βλέπουμε στην Καινή Διαθήκη: «Ο Ιησούς ενεφύσησε και λέγει αυτοίς: “Λάβετε Πνεύμα Άγιον”» (Ιωάννης 20: 22).
«Ανακαινίζων τον άνθρωπον ο Κύριος, και ην απώλεσε χάριν εκ του εμφυσήματος του Θεού, ταύτην πάλιν αποδιδούς, εμφυσήσας εις το πρόσωπον των μαθητών, τι φησί; “Λάβετε Πνεύμα Άγιον”». (Μ. Βασιλείου PG 32, 140D).
Ό,τι ήταν το εμφύσημα στην Καινή Διαθήκη το ίδιο ήταν και στην Παλαιά: Η Χάρις και η Ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
 «Ενεφύσησε γαρ εις το πρόσωπον αυτού, τουτέστι μοίράν τινα της αυτού Χάριτος εναπέθετο τω ανθρώπω, ίνα τω ομοίως επιγινώσκη το όμοιον» (Μ. Βασιλείου PG 29, 449B).
Κατά τους πατέρες, ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σάρκα, ούτε μόνο ψυχή.  Είναι ψυχοσωματική ενότητα.  Έτσι, ένα νεκρό σώμα δεν θεωρείται άνθρωπος, όπως δεν θεωρείται άνθρωπος μια ψυχή χωρίς το σώμα.
Ο π. Ιερόθεος Βλάχος στο βιβλίο του: «Η ζωή μετά το θάνατο σελ. 54 έκδ. 1994, γράφει: «Ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό ον, που σημαίνει ότι η ψυχή δεν αποτελεί τον όλον άνθρωπο, αλλά ούτε και το σώμα συνιστά τον όλον άνθρωπο».
Φυσικά, οι άγιοι πατέρες συμφωνούν με τα παραπάνω σε πλήθος έργα τους, ενδεικτικά αναφέροντας τα εξής:
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: «...τού κατά ψυχήν θανάτου απόφασις, ην εις έργον ήγαγεν ημίν η παράβασις κατά δικαιοσύνην τού κτίσαντος...» (Κεφάλαια Φυσικά, Θεολογικά, Ηθικά τε και Πρακτικά ρν΄ Migne, P.G., τόμ. 150, κολ. 1157-1160)
Επίσης κατά τον Άγιο Ειρηναίο: «Χωρισμός δε τού Θεού θάνατος». (Αγίου Ειρηναίου Έλεγχος Ε΄ ΧΧVΙΙ).  «Εκείνοι λοιπόν, όσοιδήποτε και αν είναι ούτοι, οίτινες δεν έχουν ό,τι σώζει και οδηγεί εις την ζωήν, θα κληθούν σαρξ και αίμα, διότι αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν το Πνεύμα τού Θεού εν εαυτοίς.  Τοιούτοι άνθρωποι καλούνται δια τούτο υπό τού Κυρίου νεκροί, ως λέγει: ΄΄Άφετε τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς΄΄, διότι ούτοι δεν έχουν το Πνεύμα, όπερ ζωοποιεί τον άνθρωπον». (Ειρηναίου Έλεγχος Ε΄, ΙΧ, 1).  «Ο άνθρωπος ουχί δε μόνον μέρος αυτού, εδημιουργήθη καθ’ ομοίωσιν τού Θεού.  Τώρα, η ψυχή και το Πνεύμα αποτελούν βεβαίως μέρος τού ανθρώπου, ουχί όμως τον άνθρωπον, διότι ο τέλειος άνθρωπος συνίσταται εις την σύμμιξιν και ένωσιν τής δεχθείσης το Πνεύμα τού Πατρός ψυχής και τής σαρκικής εκείνης φύσεως, ήτις έχει μορφωθή κατά την εικόνα τού Θεού».  (Έλεγχος Ε΄ VΙ,  1).
Και κατά τον άγιο Βασίλειο: «Όσον γαρ αφίστατο τής ζωής, τοσούτον προσήγγιζε τω θανάτω.  Ζωή γαρ ο Θεός.  Στέρησις δε τής ζωής θάνατος.  Ώστε εαυτώ τον θάνατον ο Αδάμ δια τής αναχωρήσεως τού Θεού κατεσκεύασε...».  (Μ. Βασιλείου: «Ομιλία ότι ουκ έστιν αίτιος τών κακών ο Θεός», 7, Migne P.G., 31, 345).
Τα παραπάνω γραφόμενα από τών αγίων πατέρων, συνοψίζει κατάλληλα ο πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης ως εξής: «Αν και οι μη έχοντες Πνεύμα Άγιον ζουν, εν τούτοις είναι κατά ψυχήν νεκροί... ο θάνατος τής ψυχής είναι ο χωρισμός αυτής από τής ζωοποιού ενεργείας τού Αγίου Πνεύματος».  (Το Πρωπατορικό αμάρτημα σελ. 119.  Έκδοσις 1957).
 Επίσης ο απόστολος Παύλος να βεβαιώνει: «Ολόκληρον ημών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη» (Α΄ Θεσσαλ. 5: 23).
Ο Αδάμ, πριν δεχθεί την πνοή του Θεού, ήταν ένα ζωντανό ον, όπως όλα τα άλλα έμβια όντα στη γη με όλες τις φυσικές του ιδιότητες.
Η πνοή του Θεού δεν έχει φυσικό, βιολογικό ή ψυχολογικό νόημα, δεν είναι κάποιο από τα φυσικά συστατικά του ανθρώπου, αλλά είναι η άκτιστη Ενέργεια του Αγίου Πνεύματος δοσμένη στον άνθρωπο από το Χριστό.
Οι πρωτόπλαστοι «τη άνωθεν ήσαν δόξη ημφιεσμένοι… η άνωθεν δόξα παντός ιματίου μάλλον αυτούς περιέσκεπε» (Αγ. Ιωάννοι Χρυσοστόμου PG 53, 123 και 131). Η άνωθεν δόξα δεν είναι βέβαια κάτι το κτιστό, άρα δεν μπορεί να είναι ψυχή. Είναι η άκτιστη δόξα του Αγίου Πνεύματος που ανυψώνει τον άνθρωπο στο «καθ’ ομοίωσιν». Αυτή την άκτιστη δόξα ο άνθρωπος μπορεί να τη χάσει ή να μην την αποκτήσει ποτέ. Την εικόνα όμως δεν την χάνουμε ποτέ γιατί την έχουμε από τη γέννησή μας. «Το καθ’ ομοίωσιν είναι θείαν αποβαλόντες, το κατ’ εικόνα ουκ απωλέσαμεν» (Αγ. Γρηγορίου Παλαμά PG 150, 1148). Χωρίς το Πνεύμα το Άγιο οι άνθρωποι είναι «ψυχικοί, Πνεύμα μη έχοντες» (Ιούδας 19). Πνευματικός άνθρωπος και τέλειος είναι αυτός που έχει μέσα του τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος (αγ. Ειρηναίου «Έλεγχος» 5, 6: 1). Αυτή η θεία Ενέργεια διαποτίζει ολόκληρο τον άνθρωπο που τη δέχεται, μέχρι νεφρών και καρδίας και μυελού των οστών. Το Πνεύμα το Άγιο, δια της Σαρκός του Θεανθρώπου, κατοικεί στη σάρκα μας. Ο Λόγος του Θεού έδωσε στη σάρκα που πήρε από μας την ενέργεια της θεότητός Του, και έκανε έτσι όλο το γένος των ανθρώπων δεκτικό του θείου πυρός.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε πιο θεολογικά, πιο εκκλησιολογικά και πιο παραστατικά μπορούμε να πούμε ότι εν τέλει «Δεν είμαστε εικόνες του Θεού επειδή δεχθήκαμε το εμφύσημα, αλλά δεχθήκαμε το εμφύσημα επειδή είμαστε εικόνες».

Το θαύμα: Επιστήμη και Εκκλησία

Τελικά μήπως ζητούμε, λόγω της ανθρώπινης ματαιοδοξίας μας κι αρνούμενη την ταπεινή μας καταγωγή να έχουμε πάνω μας κάτι το Θεϊκό. Και εννοώ ότι πολύ χριστιανοί  στην προσπάθεια να  υπερασπιστούν κάποιες θέσεις τους υποστηρίζουν ότι εμμέσως πλην σαφώς ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι θείας φύσεως!!!
Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί μιας και η ψυχή του ανθρώπου όπως και το σώμα του είναι στοιχεία της αυτής ανθρώπινης οντότητος. Το να υποστηρίζουμε λοιπόν τέτοιες αιρετικές διδασκαλίες δείχνουν ότι η ευσέβεια χωρίς διάκριση και (επιστημονική) κατάρτιση οδηγεί σε πλάνη!
Η επιστήμη βασίζεται στην έρευνα, το θαύμα βασίζεται στην πίστη. Πίστη και έρευνα δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι αντίθετα διότι δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ τους. Η επιστήμη θα διαπιστώσει ότι ο ασθενής πέθανε. Το θαύμα - η Ανάσταση. Μέτα την Ανάσταση θα έρθει πάλι η επιστήμη και θα διαπιστώσει ότι ο νεκρός τώρα ζει. Τώρα εάν η επιστήμη θέλει να εξετάσει το πώς ο νεκρός ανέστη μάλλον θα φτάσει σε αδιέξοδο μιας και δεν μπορεί να πειραματιστεί πάνω σε κάτι τέτοιο ή να το ερευνήσει, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ίσως κάποιες εικασίες οι οποίες βέβαια σε ένα σοβαρό επιστημονικό επίπεδο δεν χωρούν.
Το θαύμα λοιπόν κατοικεί -για την επιστήμη- μέσα στην ενδοχώρα του ανεξήγητου. Διότι το θαύμα είναι η κατάργηση ή αλλιώς η υπέρβαση των νόμων που διέπουν την κτιστότητα του κόσμου. Η επιστήμη λοιπόν δεν έρχεται σε αντίθεση με την πίστη μιας και η πίστη ελπίζει στο υπέρλογο, προσδοκεί το αδιανόητο, ενώ η επιστήμη κινείται μέσα στα πλαίσια της λογικής και του πειράματος.
Ο ίδιος ο Χριστός μας δίδει το αληθινό θαύμα σε κάθε πτυχή της επίγειας ζωής του, την έννοια του οποίου μπορούμε να πούμε πως συνιστά η παρεμβατικότητα του δια μέσου του μυστηριακού τρόπου ζωής της Εκκλησίας του και μόνο, δια μέσου και επ’ ενεργεία του Αγίου Πνεύματος.
Το υπέρλογο κουρνιάζει μέσα στην Ιστορία και φανερώνεται θριαμβευτικά μόνο όταν η ανθρώπινη λογική τολμήσει να παραδοθεί στην μωρία εν Χριστώ. Μια κατάσταση που δεν σε ενδιαφέρει εάν αυτό που κάνεις είναι λογικό, αυτό που ζητάς είναι λογικό αλλά εάν αυτό που βιώνεις τελικά είναι αληθινό. Διότι πολλά μη λογικά πράγματα βιώθηκαν από λογικούς ανθρώπους. Οι μωροί λοιπόν του κόσμου, οι μωροί για τον κόσμο οι οποίοι όμως άσχετα εάν είναι επιστήμονες ή αγράμματοι έχουν βρει τον Χριστό πειραματίζονται πλέον πάνω στην θεανθρωπία που τους προσφέρεται από τον κατά φύσιν Θεάνθρωπο Χριστό, δηλαδή την κοινωνία του ανθρώπου με τον Άκτιστο το οποίο είναι το μεγαλύτερο θαύμα τησ πραγματικότητας που μπορούμε να βιώσουμε. Αυτός ο πειραματισμός όμως δεν έχει σχέση με επιστημονικά εργαστήρια αλλά με μυστικώς δρώμενα μέσα στην σωματοψυχή του κάθε τέτοιου ανθρώπου.
 Ως χριστιανοί του Σήμερα αναζητούμε πολλές φορές  σημεία, θαύματα, Θείες παρεμβάσεις για να πειστούμε, για να ερευνήσουμε, για να μην Τον αρνηθούμε. Ζητούμε σαν άφρωνες και μωροί Φαρισαίοι, ενώ κατέχουμε την αποκεκαλυμμένη Αλήθεια, τον ίδιο τον Χριστό.

                                Επίλογος 
                                                                                                                
Να επισημάνω κάτι προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Δεν είμαι και δεν πρόκειται να υπάρξω υπέρμαχος κανενός είδους συγκρητισμού. Αλλά είμαι υπέρμαχος της σύνθεσης όσο και της διαφορετικότητας. Η Ιστορία απέδειξε ότι ο de Chardin υπήρξε προορατικός στο επίπεδο της παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας, αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Έκανε όμως το σφάλμα να θεωρήσει ως επιστημονική αλήθεια εκείνα που δεν αποδεικνύονται με τη λογική, αλλά γίνονται δεκτά μόνο ως γεγονότα και αλήθειες υπέρλογες. Αν θέλετε, θα τολμήσω να πάω ένα βήμα παραπέρα λέγοντας πως φανέρωσε και απογύμνωσε το θεολογικό κενό της Δύσης στις σύγχρονες προκλήσεις. Γι αυτό καλείται η Ορθόδοξη Εκκλησία να θεολογήσει εκ νέου, όχι αυθαίρετα αλλά πάνω στα αγιογραφικά και πατερικά θεμέλια, να διαμορφώσει εκείνη την ποιμαντική που θα οδηγήσει στην ένωση του σώματος της Εκκλησίας στο πρόσωπο του Χριστού για να πραγματωθεί το γραφικό, στο 17ο κεφάλαιο του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, εκεί όπου ο Ιησούς προσεύχεται για τους μαθητές του και ζητά από το Θεό Πατέρα με υπέροχο τρόπο «ίνα ώσιν εν καθώς και ημείς εν εσμέν», δηλαδή «για να είναι ένα μεταξύ τους, όπως εμείς είμαστε ένα» (Ιω. 17,22). Είναι τούτα τα λόγια που φανερώνουν το μεγαλείο της αλήθειας της Ορθοδοξίας. Η ένωση μεταξύ μας και η ένωση στο πρόσωπο του Χριστού. 
Δια μέσου του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, δια μέσου του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, γίναμε όλοι αδέλφια του Χριστού και παιδιά του Θεού, εντός της λεγομένης αγαπητικής κοινωνίας των προσώπων. Ας κρατήσουμε λοιπόν αυτό, ως μέθοδο και τρόπο άμβλυνσης του δογματισμού και της μισαλλοδοξίας, επιστήμονες, θεολόγοι, απλοί άνθρωποι και πιστοί. 
Ας σταθούν αυτά τα λόγια οδηγός για τη ζωή μας, ως σκοπός και στόχος της επιστημονικής μας έρευνας: «ίνα ώσιν εν καθώς και ημείς εν εσμέν».

Θεολόγος Παπαδόπουλος, Βιολόγος          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...