Σήμερα, θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν θάνατο καὶ μοῦ ἦρθε
στὸ νοῦ ἡ
ἀγωνία, ἂν θέλετε καὶ ἡ ἀπογοήτευση
τῶν μαθητῶν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ
φόβος τους. Γιὰ
αὐτὸ θὰ
ἤθελα νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω
τὴν πρὸς Ἐμμαοὺς πορεία. Θὰ τὸ
πῶ μὲ δύο λόγια μιᾶς καὶ εἶναι
γνωστὴ ἡ πορεία: Δύο μαθητές, τρεῖς μέρες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, προχωροῦν εἰς Ἐμμαούς,
συζητοῦν μεταξύ τους γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀγωνιοῦν, μιλοῦν γιὰ τὰ
γεγονότα. Ἔρχεται
ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ τὸν
ἀναγνωρίσουν, καὶ τοὺς ἑρμηνεύει
τὶς γραφές. Ἐν τέλει Τὸν ἀγαποῦν αὐτὸν
τὸν Συνοδοιπόρο. Τοῦ λένε “μεῖνε μαζί μας”. Μένει. Φτάνουν στὸ τραπέζι καὶ στὴν κλάση τοῦ ἄρτου
Τὸν γνωρίζουν. Τότε Αὐτὸς γίνεται ἄφαντος, ἐκεῖνοι
γεμίζουν χαρὰ
καὶ προχωροῦν πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Οἱ δύο μαθητές, λοιπόν, μιλοῦσαν καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ἐκεῖνος παρουσιάστηκε δίπλα τους νὰ συμπορεύεται. “Οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν
ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν”. Τὰ μάτια τους ἦταν ἀκόμα κλειστὰ καὶ δὲν
Τὸν γνώρισαν. Νομίζω ἕνα μεγάλο πράγμα εἶναι τὸ ἑξῆς:
ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὁδὸς καὶ εἶναι καὶ ὁ
ἀληθινὸς Συνοδοιπόρος μας. Κι ἂν τυχὸν ἀγωνιοῦμε, ἂν συζητᾶμε, ἂν ψάχνουμε, ἂν βαδίζουμε, ἂν τυχὸν γιὰ κάπου πᾶμε, Αὐτὸς
εἶναι μαζί μας. Μά, λέει κάποιος:
“δὲν Τὸν ξερουμε”. Ἀλλὰ
πρέπει νὰ ξέρουμε ἕνα πράγμα: μαζὶ μὲ τὴν
ἀγωνία μας καὶ Αὐτὸς
συμπορεύεται. Καὶ
ἂς μὴν Τὸν διακρίνουμε. Ὁ Χριστός, στὴν συνέχεια, δὲν θέλει νὰ τοὺς κάνει διδασκαλία, ἀλλὰ
θέλει νὰ τοὺς δώσει τὴν δυνατότητα νὰ ποῦν αὐτὰ
ποὺ ἔχουν μέσα τους. Γι’ αὐτὸ προσποιεῖται ἄγνοια καὶ μάλιστα ἐπιμένει. Τότε «τοῦ ἐξηγοῦν» γιὰ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο, τὸν ὁποῖο παρέδωσαν “οἱ ἄρχοντες ἡμῶν
εἰς κρῖμα θανάτου” καὶ Τὸν σταύρωσαν. Στὴν συνέχεια λένε κι οἱ δύο τους τὸν πόνο τους: «Ἐμεῖς
ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς θὰ λύτρωνε τὸ Ἰσραήλ.
Ἀλλὰ ἤδη
πέρασαν τρεῖς
μέρες ἀφοῦ ἔγιναν
αὐτά, ἀφοῦ Τὸν
σταύρωσαν καὶ
δὲν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε ποὺ νὰ
στηρίξει τὶς
ἐλπίδες μας. Μᾶς παραξένεψαν μερικὲς γυναῖκες ἀπὸ τὴν
δική μας συντροφιά, γιατί πῆγαν
πρωὶ στὸ μνημεῖο καὶ λένε ὅτι δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα
Του. Ἦλθαν καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων κι ὅτι οἱ ἄγγελοι
λένε ὅτι ζεῖ. Καὶ πῆγαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ μᾶς στὸ μνημεῖο καὶ τὸ
βρῆκαν ἔτσι ὅπως εἶπαν οἱ γυναῖκες, “Αὐτὸν δὲ οὐκ
εἶδον”».
Τοὺς δίνει, λοιπόν, τὴν δυνατότητα ὁ Χριστὸς νὰ ποῦν τὸν λογισμό τους. Αὐτοί, μὲ τετράγωνη λογική, λένε ὅτι “Ἐμεῖς ἐλπίζαμε.
Τώρα δὲν ἐλπίζουμε. Τί νὰ ἐλπίζουμε;
Ἐφ’ ὅσον Αὐτὸς
σταυρώθηκε, πέθανε καὶ
εἶναι τρεῖς μέρες ποὺ πέρασαν, τελείωσε ἡ ἱστορία”. Ἀποδεικνύουν τετραγωνικὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει
δυνατότητα νὰ
ἐλπίζει κανείς. Νομίζω ὅτι ὁ μεγάλος δάσκαλος, ὁ Χριστός, αὐτὸ
ἤθελε νὰ ποῦν κι αὐτοί. Αὐτὸ
ἤθελε νὰ βγάλει ἀπὸ μέσα τους: ὅτι, κοίταξε, μὲ τὴν
τετράγωνη λογική, ἡ
ὑπόθεση τελείωσε –
καί, νομίζω, ὅτι
εἶναι καλὸ νὰ τελειώνουν οἱ ὑποθέσεις.
Ὅμως ἀρχίζει Ἐκεῖνος καὶ μιλᾶ: “Ὦ ἀνόητοι
καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ
πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται”. Ἐπειδὴ καὶ ὁ
Κύριος ἔνιωθε ὅτι ἦταν φίλοι Του, τοὺς μιλάει αὐστηρά. Καὶ λέει τὴν φράση τὴν μεγάλη παρακάτω: “Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξα αὐτοῦ;”
Δὲν ἔπρεπε νὰ πάθει αὐτὰ
ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ περάσει στὴν δόξα Του; Στὸ σημεῖο αὐτὸ
μπαίνουμε στὸ
μεγάλο μυστήριο καὶ
λέμε: Ἂν τυχὸν ἔπρεπε νὰ πάθει Αὐτός, ποὺ ἦταν
ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐμεῖς
τί πρέπει νὰ
πάθουμε; Ἄρχισε
ἀπὸ τὸν
Μωυσῆ καὶ ὅλους
τοὺς προφῆτες καὶ ἐξήγησε σὲ ὅλες
τὶς γραφὲς αὐτὰ
ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ πρόσωπό Του. Μαζὶ μὲ
τὴν πορεία προχωροῦσε καὶ ἡ ἑρμηνεία,
κι ἔβλεπαν οἱ μαθητὲς ὅτι κάπου ἀλλοῦ τοὺς πηγαίνει. Μόλις ἔφτασαν στὴν πόλη ποὺ πήγαιναν, Αὐτὸς
προσποιήθηκε ὅτι
πάει κάπου ἀλλοῦ. Ἀλλὰ
αὐτοί: “παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες μεῖνον μεθ’ ἡμῶν,
ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστι καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα”.
Νομίζω ὅτι οἱ μαθητὲς εἶπαν: Τώρα ποῦ πᾶς;
Τελείωσε ἡ
μέρα, τελειώνει ἡ
πορεία. Ἔτσι ποὺ μᾶς ἔκανες
δὲν μποροῦμε νὰ φύγουμε ἀπὸ κοντά Σου, οὔτε Ἐσὺ
ἀπὸ μᾶς,
ἔλα νὰ μείνεις μαζί μας. Καὶ ὁ Χριστὸς πέρασε μαζί τους. Καὶ “ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν
μετ’ αὐτῶν λαβὼν τὸν ἄρτον
εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς, αὐτῶν
δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν
αὐτόν, καὶ αὐτὸς
ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν”. Μετὰ ἀπὸ τὸν λόγο, τὴν ἱερολογία,
φτάσαμε στὴν
ἱερουργία. Ἔγιναν οἱ ἐξηγήσεις καὶ δὲν
ἔμενε πιὰ τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ πράξη τῆς ἱερουργίας.
Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε τίποτα, ἀλλὰ
τεμάχισε τὸν
ἄρτο. Ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου
Τὸν γνώρισαν καὶ μόλις Τὸν γνώρισαν ἔγινε ἄφαντος, χάθηκε. Φυσικά, ἐγὼ νομίζω ὅτι ὅταν λέμε χάθηκε, ἐννοοῦμε βρέθηκε. Γιατί ἂν τυχὸν ἔμενε,
θὰ τὸν ἔχαναν.
Θὰ ἔλεγαν ὅτι “Αὐτὸς
εἶναι ἐδῶ, ἐκεῖ”, θὰ Τὸν ἐντόπιζαν,
ἐνῶ Αὐτὸς εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὁπότε ἀφοῦ
Τὸν κατάλαβαν, παίρνουν δύναμη, ἀνοίγονται οἱ ὀφθαλμοί τους. Ἑπομένως “διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοἰ τους” σημαίνει ὅτι ἄρχισαν νὰ βλέπουν τὰ ἀόρατα,
νὰ καταλαβαίνουν τὰ περασμένα καὶ νὰ ἔχουν
δύναμη γιὰ
νὰ προχωρήσουν στὰ μέλλοντα, δηλαδὴ νὰ συνεχιστεῖ ἡ
πορεία. Ὁπότε γνωρίζουν τώρα μέσα στὴν Θεία Εὐχαριστία, μέσα στὴν Θεία Λειτουργία, ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου,
τὶς γραφὲς ἀληθινά. Γνωρίζουν αὐτὰ
ποὺ πέρασαν καὶ παίρνουν δύναμη γιὰ νὰ προχωρήσουν.
Ὁ Κύριος γνωρίζεται ὡς ἄρτος
κλώμενος καὶ
αἷμα ἐκχυνόμενον. Στὴν κλάση τοῦ ἄρτου
γνωρίζεται ὁ
Κύριος καὶ
ταυτόχρονα γνωρίζουμε κι ἐμεῖς τὸν Κύριο “ἐν τῇ κλάσει τῇ ἡμετέρᾳ”. Ἐὰν τυχὸν καὶ ἐμεῖς δὲν πονέσουμε, ἐὰν τυχὸν καὶ ἐμεῖς δὲν πεθάνουμε, δὲν σταυρωθοῦμε, δὲν πρόκειται νὰ γνωρίσουμε τὸν Κύριο. Ὅπως καὶ Κεῖνος ἔπρεπε νὰ πάθει γιὰ νὰ
μπεῖ στὴν δόξα Του, καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ πάθουμε, πρέπει νὰ ὑποφέρουμε. Ὅλα αὐτὰ
τὰ βάσανα εἶναι εὐλογία γιὰ νὰ ἀνοιχτοῦν τὰ μάτια μας καὶ ἔτσι
νὰ Τὸν βλέπουμε διαφορετικά. Εἴμαστε ἄνθρωποι, πονᾶμε καὶ ἔχουμε τὴν δική μας λογική. Κι ὁ Χριστὸς ἐπιτρέπει τὸν λογισμό μας. Δίδει τὶς ἀφορμές, στοὺς μαθητές, νὰ ἀκοῦν τὸ λογισμό τους καὶ νὰ
δικαιολογήσουν τετραγωνικὰ
τὴν ἀπελπισία τους. Ἀλλὰ
ὅμως ὅταν ἀπελπίζεσαι, ὅταν ψάχνεις, ὅταν πορεύεσαι, Αὐτὸς εἶναι μαζί σου. Στὴ συνέχεια θὰ ἔρθει
καιρός, ὅταν φτάσεις πιὰ στὴν κλάση τοῦ ἄρτου,
ὅταν φτάσεις στὸν πολὺ πόνο καὶ εἶσαι μαζί Του, νὰ διανοιχτοῦν οἱ ὀφθαλμοί
σου. Τότε Τὸν
βλέπεις, Ἐκεῖνος χάνεται, δηλαδή, μένει διαρκῶς μαζί σου… Ἐντάξει ἡ λογική μας, ἐντάξει ἡ ἀναζήτησή μας ἀλλὰ
εἴμαστε πλασμένοι γιὰ κάτι μεγαλύτερο. Ὅ,τι κι ἂν πετύχουμε μὲ τὴ δική μας ἀναζήτηση, μὲ τὴ
δική μας γνώση δὲν
μᾶς ἱκανοποιεῖ. Ὁ
Χριστὸς ἔχει νὰ δώσει σὲ μᾶς
κάτι πολὺ μεγαλύτερο καὶ δὲν μᾶς τὸ ἔδωσε
πρὶν Αὐτὸς
πάθει καὶ μπεῖ στὴν δόξα Του.
Δηλαδή, μποροῦμε νὰ πεθάνουμε καὶ νὰ ζήσουμε. Μποροῦμε νὰ χαθοῦμε καὶ νὰ
βροῦμε τὴν ψυχή μας, κι ἂν κανεὶς θέλει νὰ τὴν σώσει, θὰ τὴν
χάσει. Κι ἂν
τὴν χάσει ἐνσυνείδητα, ὅπως λέει, “ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου”,
αὐτὸς θὰ τὴν
σώσει. Ὁπότε νομίζω ὅτι τὸ μεγάλο πράγμα ποὺ ἔχουμε καὶ κουβαλᾶμε δὲν εἶναι τὸ τί ἔχουμε ἀλλὰ
τὸ τί εἴμαστε. Αὐτὸ ποὺ λέει καὶ ὁ
Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός:
τὸ μεγάλο πράγμα εἶναι ὅτι μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅλοι κοινωνοὶ τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος
τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ μποροῦμε σιγὰ σιγὰ νὰ ἀναχθοῦμε σὲ αὐτὴ
τὴν ἄλλη λογική. Ὁπότε τὰ πάντα εἶναι εὐλογία. Ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν σὲ αὐτὴ
τὴν κατάσταση, καὶ ζοῦσαν σὲ αὐτὸν τὸν παράδεισο. Ὁπότε λένε: “ἂν τυχὸν μᾶς ἀφήσετε
νὰ ζήσουμε σᾶς εἴμαστε εὐγνώμονες γιατί ζοῦμε στὸν παράδεισο, μέσα σὲ αὐτὴν τὴν λογικὴ τῆς
Θείας Λειτουργίας, τὴν
ἄλλη λογική, ἐὰν μᾶς σκοτώσετε, σᾶς εἴμαστε χίλιες φορὲς πιὸ εὐγνώμονες,
γιατί τὸ συντομότερο θὰ δοκιμάσουμε αὐτὸ τὸ
πράγμα τὸ ὁποῖο
δὲν παρέρχεται καὶ τὸ ὁποῖο εἶναι χαρὰ ἐν
ὅλῳ τῷ
κόσμῳ καὶ γιὰ ὅλο
τὸν κόσμο. Κι ὁ καθένας τότε γεννιέται, ὅταν πεθαίνει, καὶ τότε ἀγκαλιάζει ὅλους καὶ βρίσκει μὲς τὴν καρδιά του ὅλους.
Καὶ ταυτόχρονα ἐνῶ μιλᾶμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν ὑποτιμοῦμε τὸ σῶμα ἀλλὰ
ἀντίθετα βλέπουμε ὅτι θεώνεται. Κι αὐτὴ εἶναι
ἡ ἀντίθετη κίνηση ποὺ γίνεται μέσα ἐδῶ.
Δηλαδή, δὲν
ἑνώνεται μόνο ἡ πορεία μὲ τὴν στάση, ἡ θεότης μὲ τὴν
ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ γίνεται καὶ μία ἀντίστροφη κίνηση, ὅπως λέει τὸ Συναξάρι τῶν Ἁγίων
Πάντων, “τὸ
Πνεῦμα κάτεισιν καὶ ὁ νοῦς ἄνεισιν“.
Τὸ πνεῦμα κατέρχεται, ὁ λόγος σαρκοῦται καὶ τὸ χῶμα,
ἡ φύση μας, ἀναλαμβάνεται, θεώνεται. Καὶ τὸ πιστεύουμε αὐτὸ
καὶ τὸ περιμένουμε νὰ γίνει κάποτε, ἀλλὰ
γίνεται ἀπὸ τώρα. Ἤδη προγεύεται κανείς, νομίζω, προπαντὸς ὁ πονεμένος καὶ σφαγμένος, ὁ τιμημένος μὲ τὸ
νὰ δεχτεῖ πολλὲς δοκιμασίες, νιώθει σὰν ἄλλο σκαμμένο χωράφι ποὺ μπαίνει μέσα μία νωτίδα οὐράνια, ἔτσι μπαίνει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου
καὶ μέσα στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου
μία ἄλλη παράκληση θεϊκὴ καὶ προχωρεῖ εἰς
πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν.
Ὁπότε τὸ θέμα, νομίζω, δὲν εἶναι ἂν θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε μία ψεύτικη ἐρώτηση ἢ νὰ δώσουμε μία ψεύτικη ἀπάντηση σχετικὰ μὲ τὸν
θάνατο. Τὸ
θέμα εἶναι ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε ὑπομονή. Αὐτὸ
ποὺ λέει ὁ Κύριος, ὅτι τὸ χωράφι τὸ ἀγαθό, ἡ γῆ
ἡ καλὴ εἶναι αὐτοὶ
ποὺ δέχονται τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ καρποφοροῦν ἐν
ὑπομονῇ. Μποροῦμε νὰ κάνουμε ὑπομονή; Κάποιος γεωργὸς ὑπάρχει ποὺ φροντίζει γιὰ μᾶς.
Μποροῦμε νὰ περιμένουμε;
Μὰ λέει κανείς: “βρὲ παιδάκι μου, πεθαίνουμε”. Βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι τὸ ἄρρωστο
παιδὶ ποὺ ἔφερε
ὁ πατέρας, ἔπεσε κάτω ξερὸ σὰν νεκρὸ καὶ πολλοὶ ἄρχισαν
νὰ λένε πὼς πέθανε. Νομίζω ὅτι δὲν ἔχει σημασία ἂν νομίζουμε ἐμεῖς
ὅτι πεθάναμε, ἂν νομίζουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅτι καὶ ἐμεῖς πεθάναμε. Αὐτὸ ποὺ ἔχει
σημασία εἶναι
νὰ μένουμε κοντὰ στὰ πόδια κάποιου ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε
προτοῦ τὸν κόσμον εἶναι, προτοῦ ὑπάρξει
ὁ κόσμος κι ὁ ὁποῖος
“τὰ πάντα διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους
του ἐξ οὐκ ὄντων
εἰς τὸ εἶναι
παρήγαγε”. Ὁπότε
ἐὰν τυχὸν εἶσαι δίπλα σὲ Αὐτόν,
ἄσχετα ἂν εἶσαι πεθαμένος ἢ ζωντανός, ἐλπίζεις καὶ περιμένεις νὰ ἔρθει
ἡ ζωή. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἡ ζωὴ ἔρχεται
διὰ τοῦ θανάτου. Ὅπως ὁ σπόρος, ἐὰν δὲν πέσει στὴν γῆ νὰ
πεθάνει, μένει μόνος, ἔτσι
καὶ ἐμεῖς,
ἂν δὲν πονέσουμε θὰ μείνουμε μόνοι.
Τὸ θέμα εἶναι τὸ ἑξῆς:
Ὅτι πολὺ πονοῦμε καὶ λίγο ζωογονούμαστε, πολὺ ὑποφέρουμε καὶ λίγο μπαίνουμε στὴ χαρά. Νομίζω ὅτι τὸ μήνυμα τὸ χαρούμενο τοῦ Χριστοῦ εἶναι
ὅτι μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα νὰ περάσουμε τὴν ζωηφόρο νέκρωση. Ὅταν ζήτησαν δύο μαθητὲς νὰ δοξαστοῦν καὶ νὰ
καθίσει ὁ ἕνας ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνας
ἐξ εὐωνύμων, Αὐτὸς
εἶπε, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Τριώδιο, ὅτι ὁ Κύριος δὲν δίδει τέτοια πράγματα στοὺς δικούς Του, ὑπόσχεται ποτήριο θανάτου. Τὸ μεγάλο γεγονὸς εἶναι ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε περιμένοντας. Ὅταν περνᾶμε τὴν Γεσθημανῆ, δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε. Τώρα τὸ ὅτι
μιλᾶμε σημαίνει ὅτι δὲν περνᾶμε Γεσθημανῆ. Ἀλλὰ
τί γίνεται; Τὰ
χάνουμε. Μπορεῖ
νὰ τὰ χάσουμε, μπορεῖ νὰ
πέσουμε κάτω, μπορεῖ
νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει
κάθε δύναμη σωματική, ψυχική, πνευματική. Τὸ θέμα εἶναι ἂν μπορεῖς καὶ ξερὸς νὰ περιμένεις καὶ νὰ
εὐγνωμονεῖς. Κάποιος ὑπάρχει μέσα μας καὶ δίπλα μας, ποὺ ἱερουργεῖ διαφορετικὰ τὸ
μυστήριο τῆς
ζωῆς. Θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ μᾶς πεῖ ψεύτικα πράγματα, δὲν θέλει. Θέλει νὰ μᾶς
φέρει στὴν αἰώνια ζωή. Καὶ γιὰ νὰ
μπεῖς στὴν αἰώνια ζωὴ πρέπει νὰ περάσεις ἀπὸ
τὸν θάνατο. Θὰ μποροῦσε ὁ Χριστός, ἂν ἦταν
ταχυδακτυλουργός, νὰ
ἔκανε αὐτὸ ποὺ ζήτησαν οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν ἔλεγαν “κατέβα ἀπὸ τὸν
Σταυρὸ καὶ θὰ
πιστέψουμε”. Θὰ
μποροῦσε νὰ τὸ κάνει. Δὲν ἦρθε
γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει.
Κατέβηκε ἀπὸ τὸν Σταυρὸ νεκρός. Νεκρὸς γιὰ νὰ
νικήσει τὸν
θάνατο γιὰ
πάντα, γιὰ
ὅλους μας.
Ὁπότε ἕνα πράγμα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μποροῦμε νὰ πετύχουμε. Ὅτι ὑπάρχει μέσα μας ἕνας συγκεκριμένος δυναμισμὸς καὶ διὰ τοῦ θανάτου, μέσα στὴ γῆ
τὴν καλὴ καὶ ἀγαθὴ τῆς Ἐκκλησίας,
αὐτὸς ὁ
δυναμισμὸς ἐκρήγνυται καὶ προχωροῦμε σὲ ἄλλο
τόπο, σὲ ἄλλο χῶρο, ὅπου τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται καὶ τὰ
πάντα λειτουργοῦν
διαφορετικά. Αὐτὸς ὁ ἄλλος
χῶρος καὶ ὁ ἄλλος
χρόνος εἶναι αὐτὸς ἐδῶ ποὺ ζοῦμε. Ἂν θὰ πᾶμε
μὲ πυραύλους στὰ ἀστέρια δὲν αὐξάνει ὁ χῶρος
τῆς ζωῆς μας καὶ ἡ ἐλευθερία
μας. Ἂν τυχὸν παρατείνουμε τὴν ζωή μας μὲ μεταμόσχευση καρδιᾶς δὲν γευόμαστε τῆς χάριτος τῆς αἰωνιότητος. Σὲ μιὰ στιγμὴ μπορεῖ νὰ
χωρέσει ἡ αἰωνιότης καὶ μέσα σὲ ἕνα
μικρὸ ἅγιο μαργαρίτη νὰ χωρέσει ὅλος ὁ Χριστός. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ
ὁ Κύριος ἐνῶ ἔρχεται
νὰ μᾶς φέρει τὴν χαρά, ἐνῶ
ἔρχεται νὰ μᾶς φέρει τὴν ζωή, λέει: “μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ κλαίοντες καὶ οὐαὶ
οἱ γελῶντες”. Ἀκριβῶς γιατί θέλει νὰ μᾶς φέρει τὸν πραγματικὸ γέλωτα, τὴν πραγματικὴ χαρὰ καὶ τὴν
αἰώνια ζωὴ ἀπὸ
σήμερα…
Τί γίνεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου
μετὰ τὸν θάνατο; Νομίζω δὲν μποροῦμε νὰ τὰ
λύσουμε καὶ
ὅλα τὰ προβλήματα. Ξέρετε, εἶναι πολὺ μεγάλο δράμα νὰ νομίζεις ὅτι ἔχεις λύσει τὰ προβλήματά σου. Ἐπίσης, εἶναι ἄσχημο ἕνας δάσκαλος, ὅποιος ἀπὸ
μᾶς κάνει τὸν δάσκαλο, νὰ δίδει ἀπαντήσεις καὶ νὰ κλείνει τὰ θέματα. Στὴν πορεία πρὸς Ἐμμαοὺς ὁ Κύριος κατ’ ἀρχὴν
δίνει τὴν δυνατότητα στὸν ἄλλον νὰ βγάλει τὰ ἀπωθημένα
του. Γιὰ νὰ ἐκτονωθοῦν οἱ ἄνθρωποι,
γιὰ νὰ ποῦν τὸ λογισμό τους, γιὰ νὰ
δείξουν τὴν
ἀπογοήτευσή τους, γιὰ νὰ φτάσουν στὴν ἀπόγνωση.
Λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ
ὁ Σύρος ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ὅπλο ἀπὸ
τὴν ἀπόγνωση. Γιατί ὅταν κανεὶς ἀπογοητευθεῖ ἀπὸ
ὅλα τὰ ἐγκόσμια, ὅπως λέει κι ὁ ἅγιος
Νικόδημος, ὅταν
φτάσουμε στὴν
ἀπιστία γιὰ τὸν ἑαυτό
μας, τότε ἀρχίζει
νὰ ἀναδύεται μία ἄλλη πίστη καὶ μία ἄλλη δύναμη νὰ ὑπάρχει
μέσα μας. Αὐτὸ ποὺ ἔχει
σημασία δὲν
εἶναι ἂν θὰ ποῦμε μία κουβέντα σὰν ἀπάντηση.
Μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ νὰ ἀναχθεῖ ὅλο τὸ εἶναι
μας σὲ ἕνα ἄλλο χῶρο;
τοῦ
π. Βασιλείου Γοντικάκη,
Προηγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Ἰβήρων Ὁμιλία στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ. τὸ 1986.
Προηγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Ἰβήρων Ὁμιλία στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ. τὸ 1986.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.