Όνειρο μεγάλο η άνοιξη στον κήπο
καθώς τα φτερουγίσματα χαθήκαν,
ίχνη πολλά, ποικίλα, είδαν και βρήκαν
υπάνθρωποι καβάλα σ’ έναν ίππο.
Τώρα και ύστερα, μετά από λίγο
στ’ αυτιά μου ηχεί η φωνή τους από ξύλο
ηγέτες άνετοι με την συνήθεια
γιασεμιά μου υπόσχονται και παραμύθια.
Δόξα, πλούτη, μπουζούκια και καζίνο
άνθρωπος με στόχους πρέπει και’ γω να γίνω,
νεκρός ζωντανός μέσ’ τα δικά μου λόγια
ωκεανός ψεμάτων κάτω από το χώμα.
Παλεύω σαν μια ακτίνα μέσα στην σκιά
σαν αετός φοβισμένος τρομερά
σαν πεταλούδα μέσα στην βροχή
σαν έναν κρότο μέσα στην σιγή.
Χειμώνας έναστρος μέσα στον κήπο
έσβησε το εύηχο βούισμα στον οίκο,
μια ζωή ξεκινά μόλις να τρεμοσβήνει
νοερή ευχή τώρα αρχίζει.
Και ο κήπος, πόλη μαγική για τον νεκρό
προσφέρει λήθη για έναν ηλιόλουστο εσπερινό,
για μια ακόμα ζωή που χάθηκε,
για μια ακόμα στιγμή που κάηκε.
Φως, σκοτάδι, ζέστη και κρύο
αρχή και τέλος ένα σημείο,
ευωδία φιλανθρωπίας από’ κείνον
μεθύσι ψυχής από ουράνιο οίνον.
Σαν αγέρι η ζωή μας ξεγλιστρά,
σαν όνειρο νοσταλγικά την κοιτάς,
σαν μαχαιριά που πολύ πονά,
σαν άδειο καράβι από το πουθενά...
Π.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.