Ἡ Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ ἔχει εἰσέλθει
στὴν ἱστορία τῆς
δημιουργίας μέσα ἀπὸ τὴν
ἀναδημιουργία καὶ τὴν
λύτρωση ποὺ μᾶς προσέφερε ὁ
Σωτήρας Χριστός. Ἀκοῦμε συχνὰ
τὴν φράση, ἀλλὰ
πόσο τὴν κατανοοῦμε; Τί εἶναι
δηλαδὴ ἡ Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ; Εἶναι ἕνας
κόσμος περίπου ὅμοιος μὲ τὸν
δικό μας καὶ καλύτερος; Τί ὑπάρχει σὲ
αὐτήν; Πῶς ζοῦνε
οἱ ἄνθρωποι; Εἶναι
αὐτὸς ὁ
Παράδεισος ἢ μήπως κάτι ἀνώτερο; Μποροῦμε
νὰ τὴν ἐννοήσουμε
ἢ ἔστω νὰ
τὴν δοῦμε; Θὰ
ἔρθῃ ἢ
ἔχει ἔρθει; Ἢ
μήπως τελικὰ δὲν θὰ
ἔρθῃ; Μπορεῖ
κάποιος νὰ ἀναβάλῃ
ἢ νὰ εὐχηθῇ
τὸν ἐρχομό της; Καὶ
πῶς μποροῦμε νὰ
γίνουμε μέτοχοί της;
Ἡ Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ δὲν ἔχει
καμία σχέση μὲ τὸν κόσμο μας, ὅπως
τὸν κατανοοῦμε στὰ
πλαίσια τῆς ἱστορικότητος.
Εἶναι ἕνα πολίτευμα, ἕνας
τρόπος ζωῆς, μία κατάσταση, ἕνα βίωμα, ἕνας
χῶρος, ὅπου ὁ
ἄνθρωπος ζεῖ ὡς
θεός, γίνεται θεός, ὄχι φυσικὰ κατὰ
φύσιν, ἀλλὰ κατὰ
χάριν, δηλαδὴ ἕνας μικρὸς
θεὸς ἐν Θεῷ.
Διότι χωρὶς Θεὸ δὲν
ὑπάρχει θέωση. Κανένας δὲν
ὁλοκληρώνεται χωρὶς Ἐκεῖνον.
Αὐτὸ τὸ
κατεννόησαν πολὺ καλὰ οἱ
πρωτόπλαστοι, ποὺ θέλησαν νὰ γίνουν θεοὶ
χωρὶς τὸν Θεό, αὐτονομούμενοι
ἀπὸ τὴν
πηγὴ καὶ τὸν
αἴτιο τῆς ζωῆς,
ποὺ εἶναι πρόσωπο,
καὶ στηριζόμενοι ἀποκλειστικῶς
στὴ τροφοδοτικὴ δύναμη τῆς
φύσης. Γι’ αὐτὸ καὶ
ἔχασαν ὄχι μόνον τὸν
Παράδεισο, ἀλλὰ καὶ
τὴν δυνατότητα νὰ τὸν
μεταβάλουν σὲ Βασιλεία μέσα ἀπὸ
τὴν ὑπακοὴ
ἢ ἔστω τὴν
μετάνοιά τους.
Τὸ πολίτευμα τῆς
Βασιλείας αὐτῆς εἶναι
ἡ μετάνοια. Ὅσοι μετανοοῦν
ἔχουν θέση μέσα σὲ αὐτήν.
Οἱ ἀμετανόητοι
μένουν ἐκτός. Δὲν εἶναι
νόμος ἄνωθεν αὐτὸς
ποὺ ἐπιβάλλει τὴν
εἴσοδο ἢ τὴν
ἔξοδο· εἶναι νόμος ἔνδοθεν·
νόμος ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸ
εἶναι μας, μὲ τὸν
ἑαυτό μας· εἶναι ὁ
νόμος τῆς προσωπικῆς μας ἐπιλογῆς
αὐτὸς ποὺ
καθορίζει τὸ ἂν θὰ
γίνουμε πολίτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Οὔτε ὁ Θεὸς
μᾶς εἰσάγει σ’ αὐτὴν
μὲ τὸ ζόρι, γιὰ
νὰ μᾶς κάνῃ
σκλάβους τοῦ ἀγαθοῦ,
οὔτε μᾶς ἀποβάλλει
ἀπ’ ἀυτὴν
μὲ τὸ ζόρι, γιὰ
νὰ τιμωρήσῃ τάχα τὴν
ἀπροθυμία μας νὰ ζήσουμε κοντά
Του. Ὁ νόμος τῆς προσωπικῆς
μας ἐλεύθερης ἐπιλογῆς
εἶναι ἀπαραβίαστος ἀκόμη
κι ἀπὸ τὸν
ἴδιο τὸν Νομοθέτη. Ἐκεῖνος
μᾶς καλεῖ ὅλους·
Ἡ πρωτοβουλία τῆς κλήσης Τοῦ
ἀνήκει, ἀλλ’ ἡ
πρωτοβουλία τῆς ἀποδοχῆς
ἢ τῆς ἄρνησης
ἀνήκει σ’ ἐμᾶς.
Στὴν Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ δὲν ὑπάρχει
τίποτα ἀπὸ ὅσα
φθαρτὰ βλέπουμε στὸν κόσμο μας,
γαλαξίες, ἀστέρια, πλανῆτες, σύννεφα,
βουνά, θάλασσες, ὕδατα, κτίρια, σπίτια, ἔπιπλα,
σκεύη, δέντρα, ζῶα, ζωΰφια, μικρόβια, ἀῤῥώστιες,
ἐπαγγέλματα, χρήματα, αὐτοκίνητα,
τηλέφωνα, φαγητά, σέξ, φῶτα, σκοτάδια. Τίποτε ἀπὸ
αὐτὰ καὶ
ὅσα ἄλλα γνωρίζουμε
δὲν θὰ ὑπάρχῃ
ἐκεῖ. Ἀλλὰ
τί θὰ ὑπάρχῃ;
μόνον ἄνθρωποι; Ναί! Καὶ μάλιστα ἕνας
Ἄνθρωπος! Ἕνας καὶ
μόνον Ἄνθρωπος μὲ ἄλφα
κεφαλαῖο, μέσα στὸν Ὁποῖον
θὰ ζοῦν μυριάδες ἀνθρώπων
μὲ ἄλφα μικρό, ὁ
Θεάνθρωπος, ὁ Βασιλέας τῆς Δόξης, στὸ
Σῶμα τοῦ Ὁποίου
θὰ ζοῦν θεωμένοι ὅσοι
βαπτίστηκαν στὴ μετάνοια. Διότι ἂν ἡ
μετάνοια δὲν σχετιζόταν μὲ τὴν
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἂν
δὲν ἦταν
προϋπόθεση, ἀλλὰ καὶ
συνεχὲς πολίτευμά της, τότε ὁ
Χριστός μας δὲν θὰ τὴν
κήρυττε, οὔτε θὰ τὴν
συνέδεε αἰτιολογικῶς μὲ
τὴ φράση «ἤγγικε γὰρ
ἡ Βασιλεία». Κι ἐπειδὴ
ἡ πρώτη μᾶς συνδέει μὲ
τὸν Χριστό, συμπεραίνουμε τελικὰ
πὼς καὶ ἡ
δεύτερη ταυτίζεται μὲ Ἐκεῖνον,
δηλαδὴ ἡ Βασιλεία αὐτὴ
στὴν οὐσία της δὲν
εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ
τὸν ἴδιο τὸν
Βασιλέα Χριστό.
Ἀκούσαμε στὸ
εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα
καὶ τὴν προφητεία τοῦ
Ἠσαΐου γιὰ τὸν
φωτισμὸ τῶν καθημένων ἐν
σκιᾷ καὶ τὴν
λάμψη τοῦ φωτὸς ἐπάνω
τους. Σὲ συνδυασμὸ μὲ
τὸ θέμα ποὺ ἀναπτύσσουμε
ἂς σημειώσουμε πὼς τὸ
φῶς τοῦ Χριστοῦ
εἶναι τὸ φῶς
τῆς Βασιλείας Του καὶ εἶναι
φῶς ποὺ ἐνεργοποιεῖται
θεωτικὰ μέσα μας, ἔτσι ὥστε
νὰ τεκμαίρεται καὶ ἡ
διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου ὅτι ἡ
Βασιλεία Του «ἐντὸς ἡμῶν
ἐστι». Γιὰ νὰ
μᾶς καλέσῃ αὐτὸ
τὸ φῶς στὴ
σωτηρία πρέπει κι ἐμεῖς νὰ
ἀνασύρουμε ἀπὸ
τὴν χώρα καὶ τὴν
σκιὰ τοῦ θανάτου τῶν
παθῶν μας τὴν ξεχασμένη
μας μετάνοια. Μετάνοια ἴσον φῶς· φῶς
ἴσον Βασιλεία, ἄρα Βασιλεία ἴσον
μετάνοια, ἄρα μποροῦμε, ζῶντας
ἐν μετανοίᾳ, νὰ
γευθοῦμε λίγο ἀπὸ
τὸ φῶς τῆς
θείας Δόξης καὶ κατά πως νὰ προγευθοῦμε
τὴν «ἠτοιμασμένην ἀπὸ
καταβολῆς κόσμου Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
Λίγες ἡμέρες πρὶν
εἴχαμε τὴν χαρὰ
νὰ πανηγυρίσουμε τὴν Βάπτιση τοῦ
Κυρίου. Αὐτὴν τὴν
ἑορτὴ τὴν
ὁνομάζουμε ὄχι τυχαία καὶ
«Φῶτα». Ναί! Εἶναι φωτοδότρα ἡ
παρουσία τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ
Ἐκεῖνος «φῶς
εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθεν».
Αὐτὸ τὸ
φῶς δὲν τὸ
προτιμοῦν ὁ ἄνθρωποι
τοῦ σκότους τῶν παθῶν
καὶ τῆς ἀμετανοησίας,
ὅπως μᾶς λέγει καὶ
ὁ ἅγιος Ἰωάννης
στὴν ἀρχὴ
τοῦ Εὐαγγελίου του. Ἐμεῖς
ἂς τὸ ἀγαπήσουμε,
ἂς τιμήσουμε τὴν μήτρα ποὺ
τὸ γεννᾶ καὶ
τὸ φέρνει στὰ μάτια μας, τὴν
μετάνοια, γιὰ νὰ ἑτοιμάσουμε
ἑαυτοὺς στὸν
ἐρχομὸ τῆς
αἰώνιας θείας Βασιλείας.
π. Στυλιανός Μακρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.