Κυρτωμένη γιὰ
δέκα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀνήμπορη νὰ ἰσιώσῃ τὸ σῶμα της ἡ συγκύπτουσα τοῦ
σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, ὑποχρεωμένη ἀπὸ τὴν ἀσθένειά της νὰ περπατᾷ
μὲ τὸ πρόσωπο στραμμένο στὸ ἔδαφος, ζοῦσε ἕνα διαρκὲς μαρτύριο πόνου καὶ
ἀφάνταστης ταλαιπωρίας. Πόση ὑπομονὴ θὰ πρέπῃ νὰ ἔχῃ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑφίσταται
τέτοια δοκιμασία! Ἂς δοκιμάσουμε νὰ περπατήσουμε μία ὥρα μόνο μὲ τὴν σπονδυλικὴ
στήλη λυγισμένη καὶ τὸ κεφάλι στὰ γόνατα καὶ θὰ καταλάβουμε πόσο ἀφόρητη ἦταν ἡ
δεκαοκτάχρονη ταλαιπωρία της.
Αὐτὴ τὴ
γυναῖκα σπλαχνίζεται καὶ θεραπεύει ὁ Κύριος ἡμέρα Σάββατο. Ὁ ἀρχισυνάγωγος
βλέπει τὸ θαῦμα καὶ ἀγανακτεῖ. Τυφλωμένος ἀπὸ τὴν σκληροκαρδία τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου
ἀπαιτεῖ ὠσαύτως τὴν τυφλὴ ἐφαρμογή του, ἀντιδρᾶ, δυσανασχετεῖ, διαμαρτύρεται. Ἀσυγκίνητος
μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς θείας εὐσπλαχνίας ζητᾶ ἐξηγήσεις. Ὑποκριτὴς ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, εὐσεβιστὴς σὲ βαθμὸ ἀπανθρωπιᾶς, ἀποστομώνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Νομοθέτη
τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καὶ φλογίζεται ἀπὸ φθόνο κατ’ Αὐτοῦ. Ἐπιμένει στὴν ἀξία τοῦ
Σαββάτου καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Λέει μέσα του: «Ὁ νόμος τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἅγιος, ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶναι ἁμαρτωλή». Διακρίνει ὀρθῶς τὴν αἰτία τῆς
ἀσθενείας, τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα, ἀλλὰ δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν δική του πλάνη.
Καταλαβαίνει πὼς ἐκείνη ἔδωσε μὲ τὴ ζωή της δικαιώματα στὸν διάβολο καὶ
ἀρνεῖται πεισματικὰ στὸ Θεὸ τὸ δικαίωμα νὰ σώσῃ τὸ δυστυχὲς πλᾶσμα Του, γιατὶ
μᾶλλον δὲν «διδάχθηκε» καλῶς «τὰ δικαιώματά Του». Γιὰ τὸ ὑποζύγιο παραβαίνει τὸ
νόμο, γιὰ τὸν συνάνθρωπο δὲν ὑπερβαίνει τὸν νόμο. Βλέπει κοντόφθαλμα καὶ
στενόκαρδα ἀκόμη καὶ τὰ πλέον θαυμαστά, αὐτὰ ποὺ κανένας δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ
κάνῃ. Κι ὅμως ἐπιπλήττει Αὐτὸν ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ θεραπεύσῃ. Ὑπενθυμίζει μὲ
ὕφος διδακτικὸ τὴν ἐντολή, γιὰ νὰ ἐπαναφέρῃ στὴν τάξη τοῦ νόμου Αὐτὸν ποὺ κρατᾶ
στὰ χέρια Του τὴν τάξη τοῦ σύμπαντος κόσμου, τὸν μόνο Διδάσκαλο τῆς ἀληθείας.
Δὲν τοῦ
χαρίζεται ὁ Κύριος· ἀμέσως τοῦ ἀπαντᾶ: «Ὑποκριτή! Ψεύτη! Ἄλλα λὲς καὶ ἄλλα
κάνεις· ἄλλα διδάσκεις καὶ ἄλλα ἐφαρμόζεις. Ὅταν ἔχῃς προσωπικὸ συμφέρον,
παραβιάζεις τὴν τήρηση τοῦ Σαββάτου· ὅταν δὲν ἔχῃς προσωπικὸ συμφέρον, τὴν
ἀπαιτεῖς ἀπὸ τοὺς ἄλλους».
Φοβερὸ τὸ
πάθος τῆς ὑποκρισίας, ἀδελφοί μου· πάθος ποὺ συναντᾶται στοὺς κύκλους τῶν δίχως
ἐπίγνωση ζηλωτῶν, αὐτῶν ποὺ ἐπιζητοῦν δικαιοσύνη δίχως ἔλεος, ποὺ ἔχουν τὰ βέλη
τοῦ ἐλέγχου ἕτοιμα νὰ τὰ ἐκτοξεύσουν κατὰ παντὸς παρεκκλίνοντος, ποὺ θεωροῦν
ἑαυτοὺς ὑπεράνω πάσης ἀδικίας. Καὶ τὸ πάθος τοῦτο τὸ συναντοῦμε πολὺ συχνὰ
ἀνάμεσα στοὺς χριστιανούς, κληρικούς τε καὶ λαϊκούς, ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ δοῦν τὸ
πνεῦμα τοῦ νόμου πίσω ἀπὸ τὸ γράμμα του. Τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο κι
ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ Σάββατο, μᾶς διδάσκει σήμερα ὁ Χριστός. Καὶ φυσικὰ ὁ Ἴδιος
δὲν τὸ καταλύει, ἀλλὰ τὸ γεμίζει καὶ τὸ συμπληρώνει μὲ τὴν ἀγάπη Του, ἀναπληρώνει
ἕνα κενό, καταξιώνει τὸ γράμμα τῆς νομοθεσίας μὲ τὸ πνεῦμα τῆς φιλανθρωπίας.
Συμφωνοῦμε ὅλοι ὅτι τὸ Σάββατο ἔχει ἀξία, γιατὶ εἶναι ἡ ἡμέρα Κυρίου, καὶ πὼς ἡ
τιμὴ πρὸς τὴν ἡμέρα εἶναι τιμὴ πρὸς τὸν Κύριο. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς κανόνες
καὶ τὰ θεσπίσματα τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς κανόνες συμπεριφορᾶς καὶ πνευματικῆς
πορείας, ποὺ ἔχουν ἀξία γιὰ τὴν σωτηρία μας καὶ λειτουργοῦν ὡς ὁδοδεῖκτες. Ὅμως
τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ ἀξία μεγαλύτερη ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο,
ποὺ καλεῖται νὰ ὑπερβῇ ἀκόμη καὶ τὴν ἴδια του τὴν φύση, γιὰ νὰ φτάσῃ στὴν
ἁγιότητα καὶ τὴν χαρισματικὴ θέωση. Ἡ Ἐκκλησία ἄλλωστε χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη
«κανόνας», γιὰ νὰ περιγράψῃ μία νομοθετικὴ διάταξη τῆς ἔννοιας τοῦ δικαίου στὸ
πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Καὶ «κανόνας» σημαίνει στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ
«χάρακας», τὸ ἐργαλεῖο γιὰ τὴν χάραξη ἴσιων γραμμῶν, τὸ μῆκος τῶν ὁποίων ὅμως
καθορίζεται κατὰ περίπτωση. Καὶ οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων ἡ
ἀπαρέγκλιτη ἐφαρμογὴ ζητεῖται συχνὰ ἀπὸ οὐκ ὀλίγους ὑποκριτὲς ἐντὸς
ἐκκλησιαστικοῦ χώρου, καλῶς μὲν ἀφενός, ἀφετέρου δὲ χωρὶς διάκριση τῆς
ἰδιαιτερότητος τῶν καταστάσεων καὶ τῶν προσώπων, εἶναι χάρακες εὐθείας ζωῆς,
ἄλλοτε μακρεῖς κι ἄλλοτε βραχεῖς, οἰκονομῶντας τὴν σωτηρία ἑκάστου ἀνάλογα μὲ
τὶς δυνάμεις του.
Ἐσκεμμένα ὁ
Χριστὸς προτιμᾶ τὸ Σάββατο ὡς ἡμέρα θαυματουργίας, εἴτε γιὰ νὰ φανερώσῃ τὴν
ἰδιότητά Του ὡς Κύριος καὶ Θεός, καθὼς Τοῦ ἀνήκει ἡ ἡμέρα, εἴτε γιὰ νὰ ἀφήσῃ νὰ
βγῇ στὴν ἐπιφάνεια ἡ ὑποκρισία τῶν φαρισαίων. Σὲ κάθε περίπτωση αὐτὸ ποὺ ἔχει
σημασία εἶναι ὅτι καταλύονται οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους, ποὺ κρατοῦν δέσμιο τὸν
ἄνθρωπο, καὶ εἰσέρχεται ἕνας νέος νόμος, ὁ μόνος ἀπαραβίαστος, ὁ νόμος τῆς
ἀγάπης. Ὁ ἄνθρωπος ἀνίσταται, ἀνορθώνεται, ἰσιάζει τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή του,
βλέπει τὸ πρόσωπο τοῦ συνανθρώπου του, βλέπει τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἀναφερόμενος
στὸν οὐρανό. Ἂς ζητήσουμε κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ ἀνορθώσῃ ὁ Χριστός μας τὴν
συγκύπτουσα καὶ κυρτωμένη ψυχή μας, γιὰ νὰ δοῦμε Θεοῦ πρόσωπο.
π. Στυλιανός Μακρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.