Στὸ σημερινὸ
εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα,
ἀδελφοί μου, ὀφείλουμε νὰ
σταθοῦμε σὲ δύο ἄκρως
ἀποκαλυπτικὰ καὶ
θεολογικὰ σημεῖα, τὰ
ὁποῖα ἀποστομώνουν
τοὺς αἱρετικοὺς
χιλιαστὲς ποὺ ἀρνοῦνται
τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ἀλλὰ
καὶ γενικῶς ὅσους
αἱρετικοὺς καὶ
ὀρθοδόξους τάχα στὸ ὄνομα
τῆς ἀγάπης ἀμβλύνουν
τὶς ἀμφοτέρωθεν
δογματικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς
διαφορές.
Λέγει ὁ Κύριός μας: «Καὶ
νῦν δόξασόν Με, Σὺ Πάτερ, παρὰ
Σεαυτῷ τῇ δόξῃ,
ᾗ εἶχον παρὰ
Σοί πρὸ τοῦ τὸν
κόσμον εἶναι». Δηλαδὴ «Τώρα δόξασέ
Με Ἐσύ, Πατέρα Μου, μὲ τὴν
δόξα ποὺ εἶχα κοντά Σου
προτοῦ νὰ δημιουργηθῇ
ὁ κόσμος». Ὁ ἴδιος
ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς ὁμολογεῖ
ὅτι ὕπάρχει πρὶν
τὴν δημιουργία τοῦ κτιστοῦ
κόσμου, πρὶν ἀκόμη καὶ
ἀπὸ τοὺς
κτιστοὺς ἀγγέλους. Ὑπάρχουν
ὅμως καὶ σήμερα πολλοὶ
ἀνόητοι καὶ ἀσεβεῖς,
ποὺ λένε ὅτι ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς
δὲν ἀνέφερε ποτὲ
πὼς εἶναι ὁ
Θεός. Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ
ἀνάγνωσμα διαψεύδει αὐτοὺς
καὶ τοὺς ὁμοίους
τους, αἱρετικοὺς τοῦ
τετάρτου αἰῶνος. Τὰ λόγια τοῦ
Κυρίου μας ἀποδεικνύουν περίτρανα ὅτι
εἶχε πλήρη συνείδηση τοῦ
ποιός ἦταν καὶ ποιό ἦταν
τὸ ἔργο ποὺ
ἔπρεπε νὰ ἐπιτελέσῃ
γιὰ τὴν σωτηρία μας,
ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς
εἶναι ὁ συνάναρχος μὲ
τὸν Θεὸ Πατέρα Θεὸς
Λόγος, ποὺ βρισκόταν κοντά Του πρὶν
καὶ κατὰ τὴν
δημιουργία τοῦ κόσμου, συνδημιουργὸς μὲ
Ἐκεῖνον καὶ
μὲ τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα. Αὐτὸ
ἀποδεικνύεται καὶ λίγο
παρακάτω, στὴ φράση «ἵνα ὦσιν
ἕν, καθὼς ἡμεῖς»,
δηλαδὴ «γιὰ νὰ
εἶναι ἕνα (δηλαδὴ
ἑνωμένοι), ὅπως κι Ἐμεῖς».
Ἂν ὁ
Χριστὸς ἦταν ἕνας
ἄνθρωπος ἁπλός, ἕνας
καλὸς κοινωνικὸς διδάσκαλος ἢ
ἱδρυτὴς μιᾶς
καινούριας θρησκείας καὶ τίποτε περισσότερο, τότε πῶς
θὰ ἦταν δυνατὸν
νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι
εἶναι ἕνα μὲ
τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅτι
προϋπάρχει τῆς δημιουργίας καὶ ὅτι
ὅλα ὅσα ἀνήκουν
στὸν Πατέρα εἶναι καὶ
δικά Του; Ἢ θὰ ἔπρεπε
νὰ εἶναι ἀσεβὴς
ἢ τρελός, ὥστε νὰ
ξεστομίσῃ τέτοια λόγια! Ἀλλ’ ἀπάγετε,
ἀδελφοί μου, τῆς βλασφημίας!
Φεύγετε μακρυὰ ἀπὸ
τέτοιες ἀνόητες ὑποθέσεις. Ὁ
Χριστὸς εἶναι ὁ
αἰώνιος Θεός, ὁ ἀληθινὸς
καὶ ταπεινὸς Θεός, ποὺ
ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ
χάρη μας, ἐπειδὴ ἡ
ἀνθρωπότητα δὲν εἶχε
τὴ δυνατότητα νὰ σωθῇ
ἀπὸ μόνη της.
Διότι, ἐὰν δὲν εἶναι
Θεὸς ὁ Χριστός, ἀλλὰ
ἄνθρωπος ὑποταγμένος κι
Αὐτὸς στὴ
φθορὰ τῶν ὄντων,
τότε πῶς μπορεῖ νὰ
μᾶς σώσῃ; Μία τέτοια
θεώρηση ὁδηγεῖ τὰ
πάντα στὴν ματαιότητα. «Ἐὰν ὁ
Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε,
τότε εἶναι μάταιη ἡ πίστη μας»,
λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ἐὰν ὁ Χριστὸς
δὲν εἶναι Θεός, τότε
αὐτὴ ἡ
πίστη εἶναι δυὸ φορὲς
μάταιη.
Ἀλλὰ
καὶ πάλι ἡ φράση «ἵνα
ὦσιν ἕν, καθὼς
ἡμεῖς» ἀποτελεῖ
μέτρο ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας,
ἀφοῦ ἡ
ἑνότητα τῆς οὐσίας
τῶν τριαδικῶν προσώπων εἶναι
καὶ ἑνότητα
θελήσεως. Ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, στὸν
Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ
καὶ στὸ Ἅγιο
Πνεῦμα μία βουλή, μία θέληση, μία ἀπόφαση,
μία, ἂς τὸ ποῦμε
ἔτσι, γνώμη. Δὲν εἶναι
δυνατὸν ἄλλα νὰ
θέλῃ ὁ Πατὴρ
καὶ ἄλλα νὰ
θέλουν ὁ Υἱὸς καὶ
τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Θὰ πῇ κάποιος:
«Καλά, ἐντάξει! Ἀλλὰ
αὐτὰ τί μᾶς
νοιάζουν καὶ γιατί τόση ἐπιμονὴ
στὸ νὰ γνωρίζουμε
τόσο βαθεῖες θεολογικὲς ἀλήθειες
περὶ Θεοῦ;».
Ἔχει μεγάλη
σημασία, ἀγαπητοί μου, τὸ θέμα αὐτό,
διότι ἀπὸ κάτι τέτοιες
λεπτομέρειες διασφαλίζεται τὸ ὀρθόδοξο
πλήρωμα. Σήμερα ὑπάρχουν χριστιανοὶ ποὺ
πιστεύουν λανθασμένα πὼς ἡ Ἐκκλησία
ποὺ ἵδρυσε ὁ
Χριστὸς ὁμοιάζει μὲ
δέντρο ἀποτελούμενο ἀπὸ
πολλὰ κλαδιά, τὴν Ὀρθοδοξία,
τὸν παπισμό, τὶς ἑκατοντάδες
προτεσταντικὲς παραφυάδες, ὄτι δηλαδὴ
καμία ἀπὸ αὐτὲς
τὶς ὁμολογίες δὲν
κατέχει τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ
ὅλες μαζὶ ἀποτελοῦν
τὸ Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, τὴν Μία, Ἁγία,
Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ
Ἐκκλησία. Ὄμως ἡ
ἄποψη αὐτὴ
δὲν εἶναι ἁπλῶς
λανθασμένη, εἶναι καὶ δαιμονική, ἂν
ἀναλογιστοῦμε μάλιστα καὶ
τὴν μεγάλη παγίδα τοῦ ἑωσφορικοῦ
οἰκουμενισμοῦ, ποὺ
ἐπιδιώκει ἄμβλυνση τῶν
θεολογικῶν διαφορῶν, ἰσοπέδωση
τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν
καὶ ἕνωση ὅλων
τῶν χριστιανῶν στὸ
ὄνομα τῆς ἀγάπης
καὶ ὄχι τῆς
ἀληθείας.
Εἶναι ὅμως
ποτὲ δυνατὸν νὰ
ὑπάρξῃ ἑνότητα
κατὰ τὸ τριαδικὸ
πρότυπο, ὅταν ὑπάρχῃ
διαφορὰ στὸν τρόπο ποὺ
ἀντιλαμβάνεται κάθε ὁμολογία τὴν
ἀλήθεια; ὅταν ἄλλα
πιστεύουν καὶ θέλουν οἱ ὀρθόδοξοι
καὶ ἄλλα πιστεύουν
καὶ θέλουν οἱ λοιποὶ
χριστιανοί; ὅταν οἱ πρῶτοι
ὁμολογοῦν ὅτι
ἡ θεία κοινωνία εἶναι αὐτὸ
τὸ Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ καὶ οἱ
ἄλλοι ὅτι αὐτὰ
εἶναι παραμύθια τῶν ὀρθοδόξων;
Πῶς μποροῦν νὰ
συνυπάρξουν σὲ μία ἑνότητα ἀποδέκτες
καὶ ἀρνητὲς
τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ;
Τί θὰ ἔπρεπε νὰ
κάνουν οἱ πατέρες τῆς πρώτης οἰκουμενικῆς
συνόδου, τοὺς ὁποίους ἑορτάζουμε
σήμερα, ὅταν ὁ Ἄρειος
ἔλεγε πὼς ὁ
Λόγος, ὁ Υἱός, ὁ
Ἰησοῦς Χριστός, δὲν
εἶναι Θεός, ἀλλὰ
τὸ πρῶτο δημιούργημα
τοῦ Θεοῦ; Πῶς
θὰ μπορούσαν ἀκόμη καὶ
στὸ ὄνομα τῆς
ἀγάπης νὰ ἐναρμονίσουν
τὴν εὐσέβεια καὶ
τὴν ἀλήθεια μὲ
τὴν ἀσέβεια καὶ
τὸ ψέμα;
Εὐχόμαστε βεβαίως ὡς Ἐκκλησία καὶ καλῶς γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν πάντων· ὅμως αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ σὲ ἑτερόγνωμους χριστιανούς. Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι παιχνιδότοπος, γιὰ νὰ διαλέγῃ ὁ καθένας τὸ παιχνίδι του. Ἡ ἀλήθεια εἶναι μία καὶ ὀρθόδοξη. Γι’ αὐτὴν ἀγωνίστηκαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κι ἐμεῖς ἔχουμε εὐθύνη νὰ τὴν διαφυλάξουμε ἀκέραιη.
π. Στυλιανός Μακρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.