Ένας υποτακτικός επολεμείτο από λογισμούς πορνείας. Ο γέροντάς του προσπάθησε να τον παρηγορήση λέγοντας:
-Παιδί μου, κάνε υπομονή. Ο πόλεμος αυτός προέρχεται από τον εχθρό μας το διάβολο. Θα περάσει με προσευχή και νηστεία.
-Δεν μπορώ άλλο αββά να υποφέρω τον πόλεμο, απαντά ο υποτακτικός. Γι’ αυτό θα εκπληρώσω την επιθυμία μου.
Βλέποντας ο γέροντας τον υποτακτικό τους να μην υποχωρή, προσποιείται ότι πολεμείται κι ο ίδιος από λογισμούς πορνείας. Και λέει στον υποτακτικό:
- Και εγώ παιδί μου πολεμούμαι από τέτοιους λογισμούς. Ας πάμε λοιπόν μαζί να εκπληρώσουμε την επιθυμία μας, και κατόπιν ξαναγυρίζουμε στο κελλί μας!
Ο γέροντας πήρε μαζί του και ένα νόμισμα που είχε. Όταν έφθασαν στην πόλη και βρήκαν το σπίτι της αμαρτίας, λέει ο γέροντας στον υποτακτικό:
-Εσύ μείνε έξω, κι άφησε να μπω εγώ πρώτος, και μετά μπαίνεις και εσύ.
Μόλις μπήκε ο γέροντας, δίνει το νόμισμα στην πόρνη και της λέγει:
-Σε παρακαλώ, μην μολύνεις τον αδελφό που θα έλθει τώρα κοντά σου.
Η πόρνη όντως έδωσε τον λόγο της στον γέροντα, ότι δεν θα μολύνει τον αδελφό.
Μόλις βγήκε ο γέροντας, λέει στον υποτακτικό του να περάση. Όταν μπήκε ο υποτακτικός του μέσα στο δωμάτιο, του λέει η πόρνη:
-Αδελφέ, περίμενέ με λιγάκι, γιατί αν και είμαι αμαρτωλή, εν τούτοις τηρώ στη ζωή μου κάποιο κανόνα που πρέπει αυτή τη στιγμή να τον εφαρμόσουμε και οι δυο μαζί.
Τον παρακάλεσε να σταθή σε μία γωνιά του δωματίου και να κάμουν από πενήντα μετάνοιες.
Αφού λοιπόν άρχισαν να κάνουν τις μετάνοιες και είχαν φθάσει τις τριάντα, ο αδελφός ήλθε σε κατάνυξη από την χάρι του Θεούκαι είπε μέσα του: «Πώς τολμώ να προσεύχομαι στο Θεό και να κάνω μετάνοιες τη στιγμή που ετοιμάζομαι να διαπράξω μία τέτοια μεγάλη αμαρτία;». Και αμέσως τότε ο υποτακτικός βγήκε από το σπίτι της αμαρτίας χωρίς να μολυνθεί.
Έτσι ο Θεός, βλέποντας την καλή προσπάθεια και τον κόπο του αββά, ελευθέρωσε τον υποτακτικό από τον πόλεμο της πορνείας. Και γύρισαν και οι δύο στο κελλί τους δοξάζοντας τον Θεό για το μέγα έλεός του.