«Ἰδών δέ Σίμων Πέτρος προσέπεσεν τοῖς γόνασιν τοῦ Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὅτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμι, κύριε» (Λουκ. 5.8).
Στή λίμνη τῆς Γεννησαρέτ οἱ ἁλιεῖς δύο πλοίων ἔπλυναν τά δίκτυα τους μετά ἀπό μία κοπιαστική νύκτα. Ὁ Χριστός πλησίασε τό ἕνα ἀπό αὐτά καί παρακάλεσε τόν ἰδιοκτήτη του, τόν Πέτρο, νά ἀπομακρύνει τό πλοῖο του λίγο ἀπό τήν ξηρά, ὥστε νά μιλήσει στούς ἀνθρώπους πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ γιά νά τόν ἀκούσουν. Ἦταν ἕνας κόπος αὐτός γιά τόν Πέτρο, γιατί δέν μποροῦσε νά ὁλοκληρώσει τή δουλειά του καί νά ἐπιστρέψει στό σπίτι μου. Ὅμως τόν ἀνέλαβε, ἱκανοποιώντας τήν παράκληση τοῦ Ἰησοῦ καί διευκολύνοντας τό κήρυγμά του.