«Καί ἔσται ὁ μισθός ὑμῶν πολύς, καί ἔσεσθε υἱοί Ὑψίστου» (Λουκ. 6.35).
Ἕναν κανόνα γιά τήν καθημερινή μας ζωή καί τή συμπεριφορά μας πρός τούς συνανθρώπους μας ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἕναν κανόνα πού δέν μᾶς ὁρίζει κάποιος ἄνθρωπος ἀλλά ὁ Χριστός. Καλούμεθα νά τόν ἐφαρμόσουμε στή γῆ, ἀλλά ὁ μισθός τῆς ἐφαρμογῆς του θά μᾶς ἀποδοθεῖ στόν οὐρανό. Καλούμεθα νά τόν ἐφαρμόσουμε γιά λίγα χρόνια, ὅσο διαρκεῖ αὐτή ἡ ζωή μας, ἡ ἀμοιβή μας ὅμως θά εἶναι αἰώνια. Καί ὁ κανόνας αὐτός εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους.
Ὁ Χριστός δέν μᾶς ζητᾶ τίποτε ὑπερβολικό ἤ παράλογο. Μᾶς ζητᾶ νά κάνουμε αὐτό τό ὁποῖο θέλουμε νά κάνουν καί σέ μᾶς οἱ ἄλλοι. Ὅπως θέλετε, λέγει, νά σᾶς φέρονται οἱ ἄνθρωποι, νά φέρεσθε καί ἐσεῖς σέ αὐτούς.
Τί πιό ἁπλό, τί πιό φυσικό; Καί ὅμως ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τόν «παλαιό» ἄνθρωπο πού ἔχουμε μέσα μας, μέ τόν ἐγωιστή, τόν σκληρό, αὐτόν πού θέλει νά ἀνταποδώσει αὐτό πού τοῦ ἔκαμε ὁ συνάνθρωπός του.