Με το θάνατό του ο Χριστός νίκησε
το θάνατο –δεν κατήργησε τον θάνατο (διότι ακόμη πεθαίνουμε), αλλά μας
ελευθέρωσε από το «φόβο του θανάτου» (Εβρ. 2:15) και έτσι μετέβαλε εξάπαντος
την «χρήση του θανάτου»– μπορούμε πλέον να δούμε ότι η αληθινή ζωή μας ως
ανθρώπων ξεκινά με το θάνατο και καταλήγει στο θάνατο.
Ο θάνατος, ωστόσο, εδώ
δεν νοείται απλά ως το τέλος για το οποίο δεν έχουμε το θάρρος να μιλήσουμε,
ούτε ως η έσχατη μάχη την οποία ποτέ δεν μπορούμε να κερδίσουμε, ή ως ὁ «ἔσχατος
ἐχθρός», όπως τον χαρακτηρίζει ο Απόστολος (Α´ Κορ. 15:26), από τον οποίο,
ακόμη και τώρα, νομίζουμε εσφαλμένα ότι είμαστε, κατά κάποιο τρόπο, ελεύθεροι.
Πρόκειται αντίθετα για τον εκούσιο θάνατο του εαυτού, που συνιστά τη ζωντανή
απόδειξη της ελεύθερης αυτο-θυσιαστικής αγάπης, που μας έδειξε ο Χριστός ότι
αποτελεί τη ζωή και το είναι του Θεού.
Ξεκινώντας τη διαδρομή αυτή με το
βάπτισμα, αυξανόμαστε ολοένα και περισσότερο στην πραγματικότητα αυτή,
μεταμορφώνοντας τελικά τον ίδιο το θάνατό μας σε μια φανέρωση του πασχάλιου
μυστηρίου.