«Καί οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τήν ἐπαγγελίαν … ἵνα μή χωρίς ἡμῶν τελειωθῶσιν» (Ἑβρ. 11.39-40).
Κυριακή πρό τῆς Χριστοῦ γεννήσεως καί ἡ Ἐκκλησία μας μνημονεύει «πάντων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, ἀπό Ἀδάμ ἄχρι καί Ἰωσήφ τοῦ μνήστορος καί τῶν προφητῶν καί προφητίδων». Θυμᾶται, δηλαδή, καί τιμᾶ ὅλους ἐκείνους τούς ἁγίους, ἄνδρες καί γυναῖκες, πού μέ τήν καθαρότητα τῆς ζωῆς τους, μέ τήν ἐγκράτεια καί τήν ὑπομονή τους, ἀλλά προπάντων μέ τήν πίστη τους στόν Θεό ἀποδείχθηκαν ἄξιοι τῆς ἀγάπης καί τῆς χάριτός του.
Ὅλοι αὐτοί οἱ δίκαιοι καί οἱ ἅγιοι ἔζησαν μέσα στό σκοτάδι τῆς μεταπτωτικῆς ἐποχῆς· ἔζησαν τήν περίοδο τοῦ ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό καί βίωσαν τή στέρηση τῆς παρουσίας καί τῆς παρηγορίας πού αὐτή προσφέρει.
Πίστευαν σέ ἕναν Θεό, τόν ὁποῖο οἱ σύγχρονοί τους ἄνθρωποι εἶχαν διαγράψει ἀπό τή ζωή τους, γιατί νόμιζαν ὅτι καί Ἐκεῖνος τούς εἶχε διαγράψει. Ἐμπιστευόταν τήν ἀγάπη του καί φρόντιζαν νά ὑπακούουν στίς ἐντολές του καί νά μήν τόν δυσαρεστοῦν, σάν νά ἦταν παρών.