«Τί σοι θέλεις
ποιήσω; ὁ δέ εἶπεν· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω».
Μία συνάντηση
περιγράφει ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, μιά τυχαία ἀλλά σωτηριώδη
συνάντηση.
Ὁ Χριστός
πλησίαζε στήν Ἱεριχώ καί στόν δρόμο πρός τήν πόλη καθόταν κάποιος ταλαίπωρος
ἄνθρωπος καί ζητοῦσε τήν ἐλεημοσύνη τῶν περαστικῶν. Ἦταν τυφλός καί γι᾽ αὐτό
εἶχε τήν ἀνάγκη τῶν συνανθρώπων του. Ἦταν τυφλός καί δέν μποροῦσε νά
διακρίνει ποιός περνοῦσε μπροστά του. Ἄκουσε ὅμως τόν θόρυβο τοῦ πλήθους πού
συνόδευε τόν Ἰησοῦ καί θέλησε νά μάθει τί συμβαίνει. Καί ὅταν τοῦ εἶπαν πώς ὁ
Χριστός εἶναι ἐκεῖνος πού περνᾶ, τότε ἄρχισε νά φωνάζει ζητῶντας νά τόν
ἐλεήσει, παρότι πολλοί τόν ἐπέπλητταν καί τοῦ ζητοῦσαν νά σταματήσει.
Ἄν πρίν ἀπό λίγο
οἱ φωνές τοῦ πλήθους ἔκαναν τόν τυφλό νά ἀντιληφθεῖ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ,
τώρα οἱ φωνές τοῦ τυφλοῦ κάνουν τόν Χριστό νά τόν προσέξει. Ζητᾶ νά τόν φέρουν
κοντά του καί τόν ρωτᾶ τί θέλει νά κάνει γι᾽ αὐτόν. «Τί σοι θέλεις ποιήσω;»