«Ἔχοντες χαρίσματα κατά τήν χάριν τήν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα …» (Ρωμ. 12.6).
Μέ αὐτά τά λόγια προσπαθεῖ νά διδάξει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος τούς χριστιανούς τῆς Ρώμης δύο μεγάλες ἀλήθειες. Ἡ μία εἶναι ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετικές ἱκανότητες καί διαφορετικά χαρίσματα ἀπό τόν συνάνθρωπό του, κανένας δέν εἶναι ὅμως χωρίς χαρίσματα καί χωρίς ἱκανότητες. Ἡ δεύτερη ἀλήθεια εἶναι ὅτι τό ὅ,τι ἔχουμε δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας προσπαθείας ἤ τοῦ δικοῦ μας μόχθου, ἀλλά εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ, εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ πού δέν μᾶς δόθηκε τυχαῖα, ἀλλά μᾶς δόθηκε ἀφενός ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις πού ἔχουμε γιά νά τήν καλλιεργήσουμε καί ἀφετέρου προκειμένου μέσω αὐτῆς τῆς δωρεᾶς νά ἐπιτύχουμε τόν στόχο καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας, νά φθάσουμε δηλαδή στόν Θεό.