(Λουκ. 18.18-27)
«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον
κληρονομήσω;»
Μία ἐρώτηση ὑποβάλλεται σήμερα στόν Χριστό.
Τό θέμα της εἶναι σοβαρό καί ὁ ἄνθρωπος πού τήν ὑποβάλλει δέν εἶναι τυχαῖος.
Ἕνας ἄρχοντας εἶναι, ἕνας ἄνθρωπος μέ πνευματικές ἀνησυχίες, πού πλησιάζει
τόν Χριστό γιά νά τόν ρωτήσει πῶς θά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή.
Δέν τόν ἐνδιέφερε ἡ παροῦσα, γιατί εἶχε ἐξασφαλισμένα
τά ἀγαθά του. Δέν εἶχε ἀνάγκες οὔτε προβλήματα. Ἔτσι πίστευε τουλάχιστον.
Αὐτό πού τόν ἐνδιέφερε ἦταν τό μέλλον του. Αὐτό πού τόν ἀπασχολοῦσε ἦταν πῶς
θά κληρονομήσει τήν αἰωνιότητα. Ἡ συζήτηση ὅμως μέ τόν Χριστό ἀποδεικνύει
σύντομα ποιά ἦταν τά πραγματικά προβλήματα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Μόλις ὁ Χριστός, ἀπαντώντας στήν ἐρώτησή του,
προσδιορίζει ὡς προϋπόθεση ὑπό τήν ὁποία εἶναι δυνατόν νά κληρονομήσει τήν
αἰώνια ζωή τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος δηλώνει ὑπεροπτικά ὅτι
τίς τηρεῖ ἤδη ἀπό μικρό παιδί καί ζητᾶ κάτι πιό ὑψηλό καί κάτι πιό δύσκολο προκειμένου
νά τήν κερδίσει ἐπάξια.