Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Κυριακή Θ' Λουκά: Ο πραγματικός πλούτος μας είναι το έλεος και η αγάπη.



(Λουκ. 12.16-21)

«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἐν ἑαυτῷ καί μή εἰς θεόν πλουτῶν».
Μέ αὐτό τό συμπέρασμα ἔκλεισε, ἀδελφοί μου, ὁ Χριστός τή σημε­ρινή παραβολή, πού εἶναι γνωστή ὡς ἡ παραβολή τοῦ ἄφρονος πλου­σίου. 
Γιατί ὅμως ὁ πλούσιος τοῦ σημε­ρι­νοῦ εὐαγγελίου χαρακτηρίζεται ἄφρων καί κατακρίνεται ἀπό τόν Θεό; ρωτᾶ, μαζί ἴσως μέ πολλούς ἀπό ἐμᾶς, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Πα­λα­μᾶς. Γιατί ὀνομάζεται ἄφρων; Μή­πως ἀπέ­κτησε τόν πλοῦτο του μέ ἄδικες πράξεις ἤ μήπως ἔφταιγε ἐκεῖνος, ἐπειδή ἡ χώρα του εὐφό­ρησε καί τά κτήματά του ἔδωσαν πολλούς καρπούς; Ἀσφαλῶς, ἀδελ­φοί μου, οὔτε γιά τόν ἕνα οὔτε γιά τόν ἄλλο λόγο, συνε­χίζει ὁ ἱερός πατήρ. Χαρακτηρίζεται ἄφρων, για­τί δέν ἔκανε καλή διαχεί­ριση τοῦ πλούτου του. Χαρακτηρίζεται ἄ­φρων, γιατί φρόντισε νά διασφα­λί­σει τόν ἐπίγειο πλοῦτο του ἀλλά δέν ἐνδιαφέρθηκε νά συγκεντρώσει τόν πνευματικό καί οὐράνιο πλοῦ­το πού χρειαζόταν γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Θησαύρισε «ἐν ἑαυ­τῷ», θησαύρισε γιά αὐτή τή ζωή, δέν πλούτισε ὅμως «εἰς Θεόν», δέν ἀπέ­κτη­σε, δηλαδή ὅσα θά χρειαζόταν γιά νά μπορέσει νά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ θρόνου τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ πλούσιος καί ὄχι γυμνός καί ταλαί­πω­ρος.

Διότι τά ὑλικά ἀγαθά δέν μᾶς συνοδεύουν, ἀδελφοί μου, στήν αἰ­ώ­­νια ζωή. Μένουν ἐδῶ, στή γῆ, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται καί στήν ὁποία ἀνήκουν. Μένουν μαζί μέ τό σῶμα μας πού διαλύεται καί ἀπο­συντίθεται, πού μετατρέπεται σέ γῆ καί σποδό. Γιατί καί ὅλα αὐτά, ὅλα τά ὑλικά καί ἐγκόσμια ἀγαθά μας, ὅσο πολύτιμα καί νά εἶναι, εἶ­ναι «γῆ καί σποδός», εἶναι μάταια καί ἄχρηστα, ἐφόσον δέν μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν τήν ἡμέρα καί τήν ὥρα πού θά ἔχουμε τή μεγα­λύ­τερη ἀνάγκη, κατά τήν ἡμέρα, δη­λαδή, καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως.
Γι᾽ αὐτό καί «ὁ θησαυ­ρί­ζων ἐν ἑαυ­τῷ» πλούσιος κατακρί­νεται ἀπό τόν Χρι­στό καί χαρακτη­ρ­ί­­ζεται ἄ­φρων. Ὄχι γιατί συγκέντρωσε ἐπί­γεια πλού­τη, ἀλλά γιατί δέν ἐνδια­φέρθηκε νά συγκεντρώσει καί πλού­τη πνευμα­τικά.
Ποιά εἶναι ὅμως τά πνευματικά πλούτη καί ποιός εἶναι «ὁ εἰς Θεόν πλουτῶν», ὥστε νά γνωρίζουμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, καί νά ἐνδια­φερθοῦμε ἐγκαίρως γιά νά ἀποκτή­σουμε αὐτόν τόν πλοῦτο;
«Ὁ εἰς Θεόν πλουτῶν» εἶναι ἐκεῖ­νος πού ἔχει πλοῦτο ὅμοιο μέ τοῦ Θεοῦ. Καί τί εἴδους εἶναι ὁ πλοῦτος πού ἔχει ὁ Θεός; Μᾶς τό ἀποκα­λύ­πτει ἡ ἁγία Γραφή. «Ὁ Θεός», γρά­φει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «πλού­σιος ὤν ἐν ἐλέει διά τήν πολλήν ἀγάπην αὐτοῦ, ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς». Πλού­σιος, λοιπόν, σέ ἔλεος καί ἀγά­πη εἶναι ὁ Θεός, καί αὐτά ζητᾶ καί ἀπό μᾶς νά ἀποκτήσουμε.
Ἔλεος καί ἀγάπη ὄχι πρός τόν ἑαυτό μας, γιά τόν συγχωροῦμε καί νά τόν δικαιολογοῦμε γιά ὅσα κά­νει, ἀλλά ἔλεος καί ἀγάπη πρός τούς ἀδελ­φούς μας, διότι οἱ δύο αὐ­τές ἰδιότητες, οἱ δύο αὐτές ἀρετές, εἶναι περιε­κτικές πολλοῦ πλούτου πνευματικοῦ πού μᾶς συνοδεύει κα­τά τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου μας μέ­χρι τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη προϋ­πο­θέτουν, ἀδελφοί μου, πολλές ἀρε­τές. Ὅποιος εἶναι ἐλεήμων δέν χρει­ά­ζεται νά ἔχει χρήματα γιά νά προσφέρει στόν ἀδελφό του. Μπο­ρεῖ νά τοῦ προσφέρει τό ἐνδιαφέ­ρον του, τόν χρόνο του, τήν προ­θυ­μία του, τήν ἀγαθή του διάθεση. Ὅποι­ος εἶναι ἐλεήμων εἶναι πρόθυμος νά συγχωρεῖ τόν ἀδελφό του, νά δια­γράφει τήν ἀδικία, νά ἀντα­πο­δίδει καλό ἀντί κακοῦ. Ὅποιος ἔχει τή δύναμη νά συγ­χωρεῖ, ἔχει ταπείνωση, ἔχει ἀνιδιο­τέλεια, ἔχει ἀκακία, ἔχει συναί­σθη­ση τῆς δικῆς του ἁμαρτωλότητος. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη, δέν ἐπιδιώκει τό δικό του συμφέρον, δέν ἐπιδιώ­κει τή δική του προβολή, ἀλλά προ­σπαθεῖ καί ἀγωνίζεται γιά νά τιμή­σει τόν ἀδελ­φό του, γιά νά τοῦ συ­μπαρασταθεῖ καί νά τόν στηρίξει, ὅταν τό ἔχει ἀνάγκη.
Ἔλεος καί ἀγάπη εἶναι, λοιπόν, τά συστατικά στοιχεῖα τοῦ πλούτου πού πρέπει νά ἀποκτήσουμε, ἀδελ­φοί μου. Δέν κοστίζουν χρήματα, ἀλλά χρειά­ζονται ἀγώνα καί προ­σπάθεια. Δέν φθείρονται καί δέν κλέπτονται, διότι ἀνήκουν στήν κατηγορία τῶν οὐρανίων θησαυ­ρῶν, τούς ὁποίους «οὔτε σῄς οὔτε βρῶσις ἀφανίζεται, οὔτε κλέπται διορύσσουσι οὐδέ κλέ­πτουσι». Δέν δαπανῶνται ἀλλά αὐξάνονται ὅσο προσφέρονται στούς ἀν­θρώ­πους, γιατί τούς πολλαπλασιάζει ὁ Θεός. Δέν ἔχουν ἀξία ἐπίγεια, εἶναι ὅμως πολύτιμοι γιά τόν Θεό καί κάνουν τόν ἄνθρωπο αἰώνια πλούσιο, γιατί τοῦ ἀνοίγουν τούς θησαυρούς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Καί αὐτοί εἶναι, ἀδελφοί μου, οἱ πραγματικοί θησαυροί καί ὁ ἀλη­θι­νός πλοῦτος· καί εἶναι τόσο σημα­ν­τι­κός, ὥστε ὁ Θεός θυσίασε τόν Υἱό του τόν μονογενῆ γιά νά μᾶς δώ­σει τή δυνατότητα νά τόν ἀπο­λαύ­σου­με. «Πλού­σιος ἐπτώχευσε, ἵνα ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτίσωμεν».
­Αὐτόν τόν πλοῦτο τοῦ ἐλέους καί τῆς ἀγάπης, τόν πλοῦτο τοῦ Θεοῦ ἄς προσπαθήσουμε νά ἀποκτήσουμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ὥστε νά μή βρε­θοῦμε στή θλιβερή κατάσταση τοῦ ἄφρονος πλουσίου καί πολύ πε­ρισσό­τερο νά μή βρεθοῦμε ἀναπο­λό­γητοι ἐνώπιον τοῦ βήματος τοῦ Κυρίου, ἀλλά νά ἀξιωθοῦμε νά ἀπο­λαύσουμε τά οὐράνια ἀγαθά αἰω­νίως.

 Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...