«Διδάσκαλε ἀγαθέ,
τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον;» (Ματθ. 19.16)
Ἕναν ἄνθρωπο μᾶς παρουσιάζει
τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, πού πλησιάζει τόν Χριστό καί τοῦ ἀπευθύνει
μιά εὐλαβή κατά τά φαινόμενα ἐρώτηση: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθόν ποιήσω
ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον;». Τί νά κάνω, δηλαδή, προκειμένου νά κερδίσω τήν οὐράνια
ζωή;
Ὁ Χριστός ὅμως δέν
φαίνεται νά ἐντυπωσιάζεται ἀπό αὐτήν τήν ἐξωτερική του εὐσέβεια, γιατί στήν
ἐρώτησή του ἤδη ἔχει διακρίνει ὅτι δέν τόν πλησιάζει ὡς Θεάνθρωπο ἀλλά ὡς ἕναν
ἁπλό διδάσκαλο τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου. Γι᾿ αὐτό καί ἀρχίζει τήν ἀπάντησή του μέ
μιά ἐρώτηση: «γιατί μέ ὀνομάζεις ἀγαθό; Κανένας ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀγαθός
παρά μόνον ὁ Θεός». Ἄν, δηλαδή, δέν μέ ἀναγνωρίζεις ὡς Θεό, μή μοῦ ἀποδίδεις
ἕναν χαρακτηρισμό πού ἀνήκει στόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος καί πραγματικά
ἀγαθός, ἀφοῦ σ᾿ αὐτόν συγκεντρώνονται σέ ἀπόλυτο βαθμό ὅλες οἱ ἀρετές.