(Ματθ. 14.22-34)
«Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμί· μή φοβεῖσθε».
Ἐλάχιστες εἶναι οἱ φορές πού τά ἱερά κείμενα
τῶν εὐαγγελίων περιγράφουν περιστατικά κατά τά ὁποῖα οἱ μαθητές τοῦ
Χριστοῦ βρίσκονται μόνοι τους· καί μία ἀπό αὐτές τίς περιπτώσεις εἶναι καί
αὐτή, τήν ὁποία ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.
Μετά τό θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων
ὁ Χριστός ἀναγκάζει τούς μαθητές του νά μποῦν στό πλοῖο καί νά ἐπιστρέψουν
πίσω, μέχρις ὅτου ἐκεῖνος «ἀπολύσει τούς ὄχλους». Τούς στέλνει γνωρίζοντας
ἀσφαλῶς τί ἐπρόκειτο νά συμβεῖ μέσα στή νύκτα, ἀλλά καί αὐτό βρίσκεται μέσα
στό σχέδιο τοῦ Χριστοῦ καί ἔχει σκοπό νά τούς διδάξει ὄχι μόνο τή σημασία τῆς
πίστεως στόν Χριστό ἀλλά καί τή δύναμη τῆς ἐξουσίας του ἐπάνω στή φύση καί τά
φυσικά φαινόμενα. Γι’αὐτό καί ἐπιτρέπει νά ταραχθεῖ μέσα στή νύχτα ἡ γαλήνια
θάλασσα καί μαζί μέ αὐτή καί ἡ γαλήνη στίς ψυχές τῶν μαθητῶν του. Τά κύματα
πού ὑψώνονται καί κάνουν τό πλοῖο τους νά κινδυνεύει νά βυθισθεῖ, αὐξάνουν
τήν ἀγωνία καί τόν φόβο τῶν ἀποστόλων. Ἀπελπισία καί ἀπόγνωση συνέχει τίς
ψυχές τους, καί ὁ διδάσκαλος, στόν ὁποῖο προσέφευγαν πάντοτε στίς δύσκολες
στιγμές, ὁ διδάσκαλος ὁ ὁποῖος τούς λύτρωνε πάντοτε ἀπό ὅλες τίς ἀπρόβλεπτες
καταστάσεις πού συναντοῦσαν ἀπουσιάζει, δέν εἶναι παρών.