Ο άνθρωπος ζη κάθε ημέρα μέσα σε ένα
τρελό μεθύσι, σε μάι ευφροσύνη, σε μία ικανοποίηση, σε μία «ευτυχία» και
«ανάπαυσι», σε μία ευαρέσκεια και αυτάρκεια. Κάθε ημέρα αναπαύεται σε ένα
στρώμα το οποίο προέρχεται από τις ποικίλες αμαρτίες του, στην πραγματικότητα
όμως πίνει και τρώει τον ευατό του, ζυμώνει το είναι του με τον εαυτό του.
Διότι, ποιος θα μπορούσε να επιζήσει
και στον μεγαλύτερο πόνο, αν δεν είχε κάποια χαρά; Έχω την χαρά της γυναικός
μου, την χαρά της ελπίδος, της αναγνωρίσεώς μου, του χρήματός μου, ποικίλες
χαρές. Κάθε φορά βρίσκω και κάτι. Μπορεί να διαβάσω ένα περιοδικό και να με
απορροφήση πέντε ώρες. Αυτή η απορρόφησις είναι μία μέθη άνευ οίνου. Γνωρίζομε
όμως ότι δεν είναι δυνατόν ο πιστός να έχει αληθινή ευφροσύνη χωρίς δάκρυα και
αληθινή χαρά χωρίς λύπη. Δεν είναι δυνατόν επίσης να υπάρχει κατα Θεόν λύπη,
δηλαδή μετάνοια αληθινή, άνευ της χαρμονής, άνευ της χαράς του Χριστού, άνευ
της παρουσίας Του. Η λύπη είναι κατά Θεόν όταν είναι χαρμολύπη, και η χαρά
είναι αληθινή, όταν βγαίνει από τα δάκρυα της μετανοίας.