Διαβάζουμε στὸ τρίτο
κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη: «Καὶ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ
Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν,καὶ ἐκρύβησαν ὁ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ
γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου. Καὶ ἐκάλεσε
Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀδάμ, ποὺ εἰ; καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῆς φωνῆς
σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνὸς εἰμι, καὶ ἐκρύβην»(Γέν.
3,8-10). Αὐτὰ συνέβησαν ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ Πρωτόπλαστοι ἄκουσαν καὶ ὑπάκουσαν
τὸν πρῶτο ἀποστάτη, τὸν σατανᾶ, καὶ ἀρνήθηκαν τὴν κοινωνία μετὰ του Δημιουργοῦ
Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἀρνήθηκαν νά λαμβάνουν ζωὴ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Θεό. Λησμόνησαν,
συνεργείᾳ τοῦ διαβόλου, ὅτι «ἐκ του μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγεν» ὁ
Δημιουργός. Ἀπεκδύθηκαν, ἔτσι, τὴν θεία Χάρη, ποὺ καθαίρει, φωτίζει καὶ θεοποιεῖ
τὸν ἀνθρωπο. Αὐτὴ εἶναι ἡ γύμνια τοῦ Ἀδάμ, ἡ γύμνια τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου.
Ἐνεδύθηκαν, λοιπόν, οἱ Πρωτόπλαστοι τὴν ἁμαρτία,
τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Πρῶτα τὸν πνευματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι ἡ ἀκοινωνησία
μετὰ τοῦ Ζῶντος Θεοῦ καὶ ἔπειτα τὸν βιολογικό, ποὺ εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ
τὸ σῶμα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες ποὺ ἐνεδύθηκαν οἱ Πρωτόπλαστοι καὶ
δι' αὐτῶν, ὡς μεταδοτικὴ ἀσθένεια, ὁλόκληρο
τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ἐφοβήθη, λοιπόν, καὶ ἐκρύβη
ὁ Ἀδὰμ, ὅταν ἄκουσε τὸν Δημιουργὸ του νά τὸν πλησιάζει. Ἔνα ἀπὸ τὰ κύρια ἀποτελέσματα
τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἐντροπὴ. Καὶ τοῦτο, βεβαίως, δέν εἶναι τυχαίο γεγονός. Ὁ
Φιλάνθρωπος Θεὸς ἔθεσε στό λογικὸ πλάσμα του τὴν συνείδηση γιά νά τὸν ἐλέγχει στά
ἀτοπήματα καὶ τίς ἐκτροπές του. Ἔθεσε ἀδέκαστο κριτὴ καὶ αὐστηρότατο ἐλεγκτή, τὴν
συνείδηση, γιά νά δώσει στόν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα τῆς διορθώσεως. Ἔθεσε τὴν
συνείδηση, ὡς ἀμερόληπτο κατήγορο, γιά νά μὴν συνεχίσει τὴν μεγάλη του πτώση, γιά
νά μὴν μονιμοποιηθεῖ στήν παρὰ φύση κατάσταση τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπωλέσει,ἐτσι, διαπαντὸς
τὴν ὑψηλὴ καταγωγὴ του καὶ τὴν αἰώνια προοπτικὴ του.