Η παραβολή του Ασώτου παρουσιάζει το Θεό σαν
άνθρωπο, τον αληθινά φιλάνθρωπο και τους δύο γιούς, καθώς και τις δύο
κατηγορίες των ανθρώπων, τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς. Ο μικρός είπε· δώσε
μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας. Η δικαιοσύνη είναι αρχική κατάσταση
του ανθρώπου, γι’ αυτό κι ο μεγάλος δεν παρεκκλίνει· υστερογέννητο κακό η
αμαρτία, γι’ αυτό και παρεκκλίνει ο μικρός, αυτός, δηλαδή που συναυξήθηκε με
την αμαρτία που μπήκε στον κόσμο έπειτα. Και με άλλο νόημα λέγεται ο αμαρτωλός
άνθρωπος «νεώτερος γιός», σαν νεωτεριστής κι αποστάτης στο πατρικό θέλημα.
«Πατέρα, δώσε μου το μερίδιό μου από την
περιουσία μας». Περιουσία του ανθρώπου είναι το λογικό, με επακολούθημα την
αυτεξουσιότητα γιατί κάθε λογικό είναι αυτεξούσιο. Μας παραχωρεί ο Κύριος το
λόγο, για να τον χρησιμοποιούμε κατά το θέλημά μας, σαν δικό μας κτήμα. Και τον
παραχωρεί σ’ όλους εξίσου, γιατί όλοι είμαστε εξίσου λογικοί, εξίσου
αυτεξούσιοι. Άλλοι όμως κάνουμε λογική χρήση της τιμητικής παραχώρησης κι άλλοι
εξευτελίζουμε το θείο δώρο. Και όλα γενικά όσα μας έχει δώσει Θεός, ας τα
θεωρήσουμε περιουσία μας, τον ουρανό, τη γη, την πλάση όλη, το νόμο, τους
προφήτες. Αλλά ο μικρός γιός ενώ είδε τον ουρανό, και τον θεοποίησε, τη γη και
την προσκύνησε, δεν θέλησε να πορευτεί στις γραμμές του νόμου, δολιεύτηκε τους
λόγους των προφητών. Ο μεγαλύτερος όμως γιός τα χρησιμοποίησε όλα για τη δόξα
του Θεού.