«Καἰ ἠκολούθησεν αὐτῷ δοξάζων τόν Θεόν» (Λουκ. 18.43).
Μέ αὐτή τή φράση ὁλοκληρώνει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Λουκᾶς τήν περιγραφή τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς. Ἕνας τυφλός ἐπαιτεῖ καθισμένος ἔξω ἀπό τήν εἴσοδο τῆς πόλεως. Καί ὅταν ὁ Χριστός περνᾶ καί ὁ τυφλός πληροφορεῖται ποιός εἶναι, ζητᾶ τό ἔλεός του, ζητᾶ ἀπό Αὐτόν πού εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου νά τοῦ χαρίσει τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν. Ὁ Χριστός, ὅπως πάντα, ἀνταποκρίνεται στό αἴτημά του, ἀφοῦ τόν ρωτήσει ἄν πιστεύει. Καί τό θαῦμα γίνεται καί ὁ τυφλός ἀναβλέπει. Καί δέν ἀναβλέπει μόνο σωματικά ἀλλά καί ψυχικά. Γι᾽ αὐτό καί μόλις θεραπεύεται, ἀκολουθεῖ τόν Ἰησοῦ καί δοξάζει τόν Θεό.