Ἡ Κυριακὴ
τοῦ Θωμᾶ ἀποτελεῖ
γιὰ τὴν τοπικὴ
Ἐκκλησία ἡμέρα ἑορτασμοῦ,
τιμῆς καὶ μνήμης, τοῦ
ἐνδόξου μαρτυρίου τῶν δύο χιλιάδων
Ναουσαίων ἡρώων μαρτύρων ποὺ σφαγιάσθησαν
τὸ 1822 κατὰ τὸ
ὁλοκαύτωμα τῆς ἡρωϊκῆς
πόλεως τῆς Νάουσας καὶ ἀναγνωρίστηκαν
ἐπισήμως ἀπὸ
τὸ Οἰκουμενικό μας
Πατριαρχεῖο.
Εἶχε προηγηθεῖ
τὸν Φεβρουάριο κατὰ τὴν
Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας
ἡ κήρυξη τῆς ἐπαναστάσεως
κατὰ τῶν δυναστῶν,
ἡ μεγάλη μάχη στὸ μοναστήρι τῆς
Παναγίας Δοβρᾶ τὸν Μάρτιο, ἐνῷ
τὸν Ἀπρίλιο ἡ
πολιορκία τῆς πόλεως ἀπὸ
τὸν τοῦρκο στρατάρχη,
γιὸ ὀρθοδόξου ἱερέως,
τὸν αἱμοσταγῆ
Ἀμποὺ Λουμποὺτ
πασᾶ. Ἡ Νάουσα ἀντιστάθηκε
γενναῖα, ὅμως οἱ
τοῦρκοι εἰσῆλθαν
στὴν πόλη καὶ τὴν
κατέστρεψαν ὁλοσχερῶς. Ὅσοι
ἄνδρες συνελήφθησαν, ὡδηγήθηκαν τὴν
Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ
στὸ μεγάλο φυσικὸ μπαλκόνι τῆς
πόλης, τὸ Κιόσκι, ὅπου ὁ
ἴδιος ὁ πασᾶς
εἶχε ἑτοιμάσει τὴν
σκηνή του, γιὰ νὰ ἐπιβλέπῃ
τὴν ἐκτέλεση τῶν
αἰχμαλώτων. Χίλιοι διακόσιοι σαράντα ἕνας
αἰχμάλωτοι, προτοῦ ἀποκεφαλιστοῦν,
ῥωτήθηκαν ἂν ἤθελαν
νὰ ἀρνηθοῦν
τὸν Χριστὸ καὶ
νὰ γίνουν μουσουλμάνοι, γιὰ
νὰ σωθοῦν. Κανένας ἀπὸ
αὐτοὺς δὲν
πρόδωσε τὴν πίστη στὸν Ἀναστάντα
Χριστό καὶ μὲ τὸ
«Χριστὸς Ἀνέστη» νὰ
ἀντηχῇ στὰ
χείλη τους πορεύθηκαν πρὸς τὸ μαρτύριο. Οἱ
ἀποκεφαλισμοὶ σταμάτησαν,
μόνον ὅταν τὸ ἀκέφαλο
σῶμα τοῦ τελευταίου μάρτυρα,
τοῦ ἁγίου Νικόλαου
Κοκοβίτου, σηκώθηκε, πῆρε τὸ κεφάλι του στὰ
χέρια, περπάτησε, πήδηξε ἕνα ῥυάκι, πέρασε
στὴν ἄλλη ὄχθη
καὶ σταμάτησε λίγο πιό πέρα. Οἱ
ὑπόλοιποι αἰχμάλωτοι ἀπαγχονίστηκαν
στὸν μεγάλο πλάτανο, δίπλα στὴ
σωρὸ τῶν καρατομημένων
μαρτύρων.