Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ζήνων:
«Ἐκεῖνος ποὺ θέλει ν᾿ ἀκούσει
γρήγορα ὁ Θεὸς τὴν προσευχή του, μόλις σταθεῖ ὄρθιος καὶ ὑψώσει
τὰ χέρια του γιὰ νὰ προσευχηθεῖ πρὸς τὸ Θεό, πρὶν ἀπ᾿ ὅλα καὶ προτοῦ ἀκόμα
εὐχηθεῖ γιὰ τὴ
δική του ψυχή, ἂς
προσευχηθεῖ
ἀπὸ τὰ
κατάβαθα τῆς
ψυχῆς του γιὰ τοὺς ἐχθρούς
του. Καὶ μ᾿ αὐτή
του τὴν πράξη, γιὰ ὅτι κι ἂν παρακαλέσει τὸ Θεό, θὰ εἰσακουστεῖ».
Ἐνῷ
καθόταν κάποτε ὁ
ἀββᾶς Ἰωάννης
ὁ Κολοβὸς μπροστὰ ἀπὸ
τὴν ἐκκλησία, τὸν περιτριγύρισαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ τοῦ ἐμπιστεύονταν
τοὺς λογισμούς τους. Τὸν εἶδε κάποιος ἀπ᾿
τοὺς Γέροντες καὶ ἐπειδὴ πολεμήθηκε ἀπὸ
φθόνο, τοῦ
εἶπε:
«Τὸ κανάτι σου, Ἰωάννη, εἶναι γεμάτο δηλητήριο».
Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης τοῦ εἶπε:
«Ἔτσι εἶναι, ἀββᾶ. Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπες,
γιατὶ βλέπεις μόνο τὰ ἔξω. Καὶ τί δὲν θὰ εἶχες
ἀκόμη νὰ πεῖς, ἂν ἔβλεπες
καὶ τὰ μέσα;»
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο ὅτι, ὅταν μιλοῦσε στοὺς ἀδελφοὺς στὴν ἐκκλησία, αὐτὸν
τὸν λόγο μόνο ἔλεγε:
«Ἀδελφοί, συγχωρῆστε καὶ θὰ συγχωρηθοῦν καὶ οἱ
δικές σας ἁμαρτίες».