«Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2.19-20).
Μία ἀπό τίς πιό συγκλονιστικές ἐκφράσεις ἀγάπης πρός τόν Χριστό ἀκούσαμε νά διατυπώνει στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος.
Δέν ἔχει σημασία, ἐάν ἀρχικά ἦταν διώκτης τῶν χριστιανῶν, γιατί τότε ἀγνοοῦσε ποιός εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ μεταστροφή του ὅμως μετά τό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ ἔκανε τόν ἀπόστολο Παῦλο ὄχι ἁπλῶς ἔνθερμο κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου ἀλλά καί ἀπόλυτα ἀφοσιωμένο στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτή τήν ἀγάπη ἐκφράζει ἐπανειλημμένα στίς ἐπιστολές του, περιγράφοντάς μας συγχρόνως καί τό πραγματικό περιεχόμενο τῆς ἀγάπης. Καί αὐτό εἶναι ἡ ταύτιση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό. Αὐτός δηλαδή πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ἐπιθυμεῖ σφοδρά νά ὁμοιάσει στόν Χριστό, νά γίνει ὅπως Ἐκεῖνος, νά ζεῖ μαζί του καί νά τόν αἰσθάνεται δίπλα του σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του.
Κάτι ἀνάλογο, ἄλλωστε, δέν εἶναι καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἄλλο ἄνθρωπο; Δέν θέλουμε νά ὁμοιάζουμε αὐτούς πού ἀγαποῦμε; Δέν θέλουμε νά κάνουμε ὅ,τι κάνουν καί νά εἴμεθα ὅπου εἶναι; Καί ἐάν αὐτό θέλουμε γιά τούς ἀνθρώπους, πολύ περισσότερο εἶναι φυσικό νά τό ἐπιθυμοῦμε καί νά τό ἐπιδιώκουμε γιά τόν Χριστό.
Πῶς ὅμως μποροῦμε νά δείξουμε τήν ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό; Μᾶς τό ἐξηγεῖ, ὅπως εἴπαμε, στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».
Τί ἔκανε ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἀπό ὅλους μᾶς ἀγάπησε τόσο πολύ, ὥστε ταπεινώθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά χάρη μας;