«Καί ἀπῆλθεν καθ᾽ ὅλην τήν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς» (Λουκ. 8.39).
Δύο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες ἀντιδράσεις μᾶς παρουσίασε στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Δύο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες ἀντιδράσεις σέ ἕνα θαῦμα πού ἐπιτέλεσε ὁ Ἰησοῦς ἔξω ἀπό τήν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν. Τό θαῦμα δέν εἶναι ἦταν ἕνα ἁπλό θαῦμα, μία ἁπλῆ θεραπεία. Ἦταν ἡ ἀπαλλαγή ἑνός ταλαίπωρου ἀνθρώπου ἀπό τά δαιμόνια πού κυριαρχοῦσαν μέσα του καί τόν εἶχαν μετατρέψει σέ ὄργανό τους. Χιλιάδες ἦταν οἱ δαίμνονες στήν ψυχή του, καθώς οἱ ἴδιοι ὁμολόγησαν, ἀπαντώντας «λεγεών», στήν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ ποιό εἶναι τό ὄνομά τους.
Ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονιζομένου δέν ἦταν ὅμως ἡ μόνη ἀπόδειξη τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἐξουσίας του ἀκόμη καί ἐπί τῶν δαιμονίων. Ἡ δύναμή του ἐπιβεβαιώθηκε ἀκόμη περισσότερο, ὅταν ἐπέτρεψε στά δαιμόνια νά εἰσέλθουν σέ μία ἀγέλη χοίρων πού βρισκόταν ἐκεῖ κοντά, ὅπως τοῦ ζήτησαν, καί νά τήν ὁδηγήσουν στό γκρεμό.
Ἔτσι ὁ Χριστός δέν θεράπευσε μόνο τόν δαιμονισμένο, ἀλλά προσπάθησε νά θεραπεύσει καί τούς Γαδαρηνούς ἀπό τήν ἀδιαφορία τους πρός τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπηγόρευε τήν ἐκτροφή χοίρων. Ἐκεῖνοι ὅμως δέν θέλησαν νά συνειδητοποιήσουν τό σφάλμα καί τήν ἀνυπακοή τους, καί ἀντί νά μετανοήσουν, νά ζητήσουν συγχώρηση, ζήτησαν ἀπό τόν Χριστό νά μήν μπεῖ στήν πόλη τους, ἀλλά νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό αὐτήν.