«Μή φοβοῦ μόνον
πίστευε καί σωθήσεται» (Λουκ. 8.50).
Ἕνας ταλαίπωρος
πατέρας, ἕνας ἄρχων τῆς συναγωγῆς, ὁ Ἰάειρος, πλησιάζει, ὅπως ἀκούσαμε πρό ὀλίγου
στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, τόν Χριστό καί τοῦ ζητᾶ νά θεραπεύσει τή θυγατέρα
του. Προσέρχεται στόν Χριστό μέ πίστη, πού τόν κάνει νά ἀδιαφορεῖ γιά τό ἀξίωμα
καί τήν ὑψηλή κοινωνική του θέση, πού τόν κάνει νά ἀδιαφορεῖ γιά τό τί θά ποῦν
ὅσοι πού τόν βλέπει νά ζητᾶ τή θεραπεία
τῆς θυγατέρας του ἀπό τόν Χριστό.
Ὁ Ἰησοῦς ὡς
καρδιογνώστης γνωρίζει τήν πίστη του καί θέλει νά τήν ἀναδείξει. Θέλει νά
διδάξει στούς ἀνθρώπους πού τόν περιστοιχίζουν, γιατί αὐτή ἡ πίστη εἶναι τό
θεμέλιο τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτό καί ἐπιτρέπει νά πεθάνει ἡ θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου,
ὥστε νά δοκιμασθεῖ ἀκόμη περισσότερο τό μέγεθος τῆς πίστεώς του καί νά λάμψει
σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο.
«Μή φοβοῦ, μόνον πίστευε καί σωθήσεται».
Πίστη καί
σωτηρία εἶναι τό δίπολο πού προβάλλει τό σημερινό θαῦμα τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου,
ἀλλά καί τό ἄλλο θαῦμα, πού ἀκούσαμε τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, αὐτό τῆς θεραπείας
τῆς αἱμορροούσης γυναίκας.