«Οὐκ ἔστιν καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις» (Ματθ. 15.26).
Στά μέρη τῆς Τύρου καί τῆς Σιδῶνος μᾶς μεταφέρει, ἀδελφοί μου, τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστός συναντᾶ μιά Χαναναία γυναίκα, μία γυναίκα πού πιστεύει στά εἴδωλα, ὅμως προστρέχει πρός τόν Χριστό καί αἰτεῖται τό ἔλεός του. Δέν ζητᾶ κάποια προσωπική χάρη, ἀλλά τόν παρακαλεῖ νά θεραπεύσει τήν κόρη της, ἡ ὁποία «κακῶς δαιμονίζεται».
Εἶχε ἀκούσει, ἀσφαλῶς, ἡ Χαναναία γιά τά θαύματα τοῦ Ἰησοῦ, καί ἀπελπισμένη ἀπό τήν κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν ἡ κόρη της, ἐπιχειρεῖ νά κάνει κάτι πού ξεπερνοῦσε τά ὅριά της. Ἄν καί ἡ ἴδια δέν ἔχει γνωρίσει τόν ἀληθινό Θεό, ἀναγνωρίζει ὅμως τή δύναμή του ἐπάνω στά δαιμόνια τά ὁποῖα ταλαιπωροῦν καί καταδυναστεύουν τό παιδί της. Γι᾽ αὐτό καί τρέχει πίσω ἀπό τόν Χριστό, καί φωνάζει καί παρακαλεῖ καί ἱκετεύει τό ἔλεός του.
Παράδοξη ἡ στάση της γιά τά ἀνθρώπινα κριτήριά μας, ὅμως ἀκόμη πιό παράδοξη ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐλεήμονος καί φιλανθρώπου. Τήν ἀκούει, ἀλλά δείχνει νά ἀδιαφορεῖ. Τήν βλέπει νά τρέχει πίσω του, ἀλλά τήν ἀγνοεῖ. Γνωρίζει ὡς παντογνώστης ὄχι μόνο τό πρόβλημά της ἀλλά καί τή μύχια πίστη της, φαίνεται ὅμως νά μή δίνει σημασία. Σιωπᾶ. Καί ἡ γυναίκα συνεχίζει νά κραυγάζει σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε οἱ μαθητές του ἐνοχλοῦνται καί τοῦ ζητοῦν νά κάνει κάτι γιά νά φύγει καί νά τούς ἀφήσει στήν ἡσυχία τους.