«Καί προσελθών ἥψατο τῆς σοροῦ … καί εἶπεν· νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι» (Λουκ. 7.14).
Ἕνα πολύ γνωστό θαῦμα ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως ἑνός νεαροῦ παιδιοῦ. Ὁ Χριστός συνάντησε τή νεκρική πομπή στήν εἴσοδο τῆς πόλεως Ναΐν καί ὁ πόνος μιᾶς χήρας μητέρας πού ἔχασε τό παιδί της, ἄγγιξε τήν ψυχή του.
Γνώριζε ὁ Ζωοδότης Κύριος πόσο μεγάλο εἶναι τό δῶρο τῆς ζωῆς γιά τόν ἄνθρωπο καί τί σημαίνει ἡ ἀπώλειά της. Γι᾽ αὐτό καί πλησίασε πρῶτα τή μητέρα γιά νά τήν παρηγορήσει καί νά τήν προτρέψει νά μήν κλαίει. Καί μπορεῖ ἡ μητέρα νά ἀπόρησε, μπορεῖ οἱ συγγενεῖς καί οἱ φίλοι νά διερωτήθηκαν πῶς θά μποροῦσε μία μητέρα πού εἶχε χάσει τό παιδί της νά μήν κλαίει, ὁ Χριστός ὅμως γνώριζε τί τῆς ἔλεγε. Γνώριζε ὅτι ὡς Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου μπορεῖ νά χαρίσει καί πάλι στό νεκρό παιδί τή ζωή, μπορεῖ νά τό ἐπαναφέρει ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη καί νά παρηγορήσει τήν ἀπαρηγόρητη μητέρα του.