Ποιὰ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς λέξης «νηστεία»; Ἐδῶ χρειάζεται ἀπόλυτη προσοχὴ, ἔτσι ὥστε νὰ διατηρηθεῖ μία κανονικὴ ἰσορροπία μεταξὺ τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ. Στὸ ἐξωτερικὸ ἐπίπεδο, ἡ νηστεία περιέχει φυσικὴ ἀποχὴ ἀπὸ φαγητὰ καὶ ποτὰ καὶ, χωρὶς τέτοιαν ἐξωτερικὴ ἀποχὴ, δὲν μπορεῖ νὰ τηρηθεῖ μία ὁλοκληρωμένη καὶ ἀληθινὴ νηστεία: Ὅμως οἱ κανονισμοὶ γιὰ τὸ φαγητὸ καὶ τὸ ποτὸ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ἀντιμετωπίζονται ὡς αὐτοσκοπὸς, γιατί ἡ ἀσκητικὴ νηστεία ἔχει πάντα ἕναν ἐσωτερικὸ καὶ ἀφανῆ σκοπό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία ἑνότητα σώματος καὶ ψυχῆς, «ἐξ ἀοράτου τὲ καὶ ὁρατῆς μὲ ζῶον συμπῆξαι φύσεως» μὲ τὰ λόγια του Τριωδίου, καὶ ἡ ἀσκητική μας νηστεία θὰ ἔπρεπε νὰ περιλαμβάνει ταυτόχρονα καὶ τὶς δυὸ αὐτὲς φύσεις.
Ἡ τάση νὰ δίνεται ὑπερβολικὴ ἔμφαση σὲ ἐσωτερικοὺς κανονισμοὺς σχετικὰ μὲ τὴν τροφὴ, μὲ ἕνα νομικίστικο τρόπο, καὶ ἡ ἀντίθετη τάση νὰ περιφρονοῦνται αὐτοὶ οἱ κανονισμοὶ σὰν ἀπαρχαιωμένοι καὶ ἄχρηστοι, εἶναι καὶ οἱ δυὸ ἀξιοθρήνητες σὰν προδοσία τῆς πραγματικῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, διαταράσσεται ἡ κανονικὴ ἰσορροπία μεταξὺ ἐξωτερικοῦ καὶ ἐσωτερικού.
Ἡ δεύτερη τάση εἶναι ἀναμφίβολα ἡ πιὸ ἐπικρατοῦσα στὶς μέρες μας, ἰδιαίτερα στὴ Δύση. Μέχρι τὸν ΙΔ΄ αἰώνα, οἱ πλεῖστοι Δυτικοὶ Χριστιανοί ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς ἀδελφούς τους στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἀπεῖχαν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὄχι μόνον ἀπὸ κρέας ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ζωικὰ προϊόντα, ὅπως τὰ αὐγά, τὸ γάλα, τὸ βούτυρο καὶ τὸ τυρί. Στὴν Ἀνατολὴ καὶ ὅμοια στὴ Δύση, ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀπαιτοῦσε μία αὐστηρὴ σωματικὴ προσπάθεια. Ἀλλὰ στὴ Δυτικὴ Χριστιανοσύνη, τὰ τελευταῖα πεντακόσια χρόνια, οἱ σωματικὲς ἀπαιτήσεις τῆς νηστείας ἔχουν μειωθεῖ σταθερᾶ, μέχρι ποὺ τώρα εἶναι λίγο περισσότερο ἀπὸ συμβολική. Διερωτᾶται κανεὶς, πόσοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τρῶνε τηγανίτες τὴν τελευταία ἡμέρα Ἀποκριᾶς τῶν Δυτικῶν, γνωρίζουν τὸν ἀρχικὸ λόγο γι’ αὐτὸ τὸ ἔθιμο (γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν ὅλα τὰ αὐγὰ καὶ τὸ βούτυρο, ποὺ ἔμειναν πρὶν ἀρχίσει ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς); Ὁ σύγχρονος Ὀρθόδοξος κόσμος, μία καὶ εἶναι ἐκτεθειμένος στὴ Δυτικὴ ἐκκοσμίκευση, ἀρχίζει ἐπίσης νὰ ἀκολουθεῖ τὸ ἴδιο μονοπάτι αὐτῆς τῆς χαλάρωσης.
Ἕνας λόγος γι’ αὐτὴν τὴν κάμψη στὴ νηστεία εἶναι σίγουρα ἡ αἱρετικὴ στάση ἀπέναντι στὴν ἀνθρώπινη φύση ἢ ἡ κίβδηλη «πνευματοκρατία», ἡ ὁποία ἀπορρίπτει ἢ παραγνωρίζει τὸ σῶμα, ἀντιμετωπίζοντας τὸν ἄνθρωπο ἀποκλειστικὰ μὲ προϋποθέσεις τοῦ σκεπτόμενου μυαλοῦ του. Σὰν ἀποτέλεσμα, πολλοὶ σύγχρονοι Χριστιανοὶ ἔχουν χάσει τὴν ἀληθινὴ θέα τοῦ ἀνθρώπου, σὰν μίας ὁλοκληρωμένης ἑνότητας τοῦ ὁρατοῦ καὶ τοῦ ἀόρατου: Ἀρνοῦνται τὸν θετικὸ ρόλο ποὺ παίζει τὸ σῶμα στὴν πνευματικὴ ζωή, ξεχνῶντας τὴ διαβεβαίωση τοῦ Ἄπ. Παύλου: «τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμὶν Ἁγίου Πνεύματος ἔστιν… δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν» (Α΄ Κόρ. ς΄, 19—20).
Ἄλλος λόγος γιὰ τὴν κάμψη στὴ νηστεία προβάλλεται στὶς μέρες μας, ὅτι οἱ παραδοσιακοὶ κανόνες δὲν εἶναι πιὰ ἐφαρμόσιμοι σήμερα. Αὐτοὶ οἱ κανόνες προϋποθέτουν, ἔτσι ὑποστηρίζεται, μία κλειστὰ ὀργανωμένη, μὴ πλουραλιστικὴ Χριστιανική, κοινότητα ποὺ ἀκολουθεῖ ἕναν γεωργικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ τώρα πιὰ εἶναι ὅλο καὶ περισσότερο γεγονὸς τοῦ παρελθόντος. Ὑπάρχει μία δόση ἀλήθειας σ’ αὐτὸν τὸν ἰσχυρισμό. Ἀλλὰ χρειάζεται ἐπίσης νὰ λεχθεῖ, ὅτι ἡ νηστεία, ὅπως ἐφαρμοζόταν σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση στὴν Ἐκκλησία, πάντα ἦταν δύσκολη καὶ πάντα συνεπαγόταν κακουχία. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγχρόνους μας εἶναι πρόθυμοι νὰ νηστέψουν γιὰ λόγους ὑγείας ἢ ὀμορφιᾶς ἢ γιὰ νὰ χάσουν βάρος. Δὲν μποροῦμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ νὰ κάνουμε τὰ ἴδια γιὰ χάρη τῆς οὐράνιας Βασιλείας; Γιατί γινόταν ἡ αὐταπάρνηση εὐχαρίστως δεκτὴ ἀπὸ προηγούμενες γενιὲς Ὀρθοδόξων, κι ἀπό μᾶς τοὺς διαδόχους τους σήμερα νὰ ἀποδεικνύεται ἕνα τόσο ἀνυπόφορο φορτίο; Κάποτε ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ διερωτήθηκε, γιατί τὰ θαύματα τῆς χάριτος ἦταν τόσο ἄφθονα ἔκδηλα στὸ παρελθόν, ἐνῶ δὲν ἤσαν πιὰ φανερὰ στὶς μέρες του, καὶ σ’ αὐτὸ ἀπάντησε: «Μονάχα ἕνα πράγμα λείπει, ἡ σταθερὴ ἀποφασιστικότητα».
Ὁ πρωταρχικὸς σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι νὰ μᾶς κάνει νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν ἐξασκεῖται σοβαρά, ἡ Σαρακοστιανὴ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ φαγητὸ (ἰδιαίτερα τὶς πρῶτες μέρες) περικλείει μία σημαντικὴ δόση πραγματικὴς πείνας κι ἐπίσης ἕνα συναίσθημα κόπωσης καὶ σωματικῆς ἐξάντλησης. Ὁ σκοπὸς της εἶναι νὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ τὴ σειρὰ της σ’ ἕνα συναίσθημα ἐσωτερικῆς ταπείνωσης καὶ συντριβῆς· νὰ μᾶς φέρει, δηλαδή, στὸ σημεῖο, ὅπου μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσουμε ὅλη τὴν ἰσχὺ τῆς δήλωσης τοῦ Χριστοῦ: «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. ιε΄, 5). Ἂν πάντοτε χορταίνουμε καὶ ξεδιψοῦμε πλήρως, εὔκολα ἀναπτύσσουμε μία λανθασμένη αἴσθηση αὐτονομίας καὶ αὐτάρκειας. Ἡ τήρηση μίας σωματικῆς νηστείας κλονίζει αὐτὴν τὴν ἁμαρτωλὴ αὐτάρκεια. Μᾶς ἀπογυμνώνει ἀπὸ τὴν ἐπίπλαστη ἀσφάλεια τοῦ Φαρισαίου (ὁ ὁποῖος νήστευε, εἶναι ἀλήθεια, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὸ σωστὸ πνεῦμα). Ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μᾶς δίνει τὴ σωτήρια αὐτὴ — δυσαρέσκεια τοῦ Τελώνη. (Λούκ. ιη΄, 10—13). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποστολὴ τῆς πείνας καὶ τῆς κόπωσης: γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ τὴν ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Θὰ ἦταν, ὅμως, παραπλανητικὸ νὰ μιλοῦμε γι’ αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς κόπωσης καὶ τῆς πείνας. Ἡ ἐγκράτεια ὁδηγεῖ, ὄχι κυρίως σ’ αὐτὸ ἀλλὰ ἐπίσης σὲ ἕνα συναίσθημα φωτισμοῦ, ἐγρήγορσης, ἐλευθερίας καὶ χαρᾶς. Ἀκόμα κι ἂν ἡ νηστεία κατ’ ἀρχὴν ἀποδεικνύεται ἐξασθενητικὴ, ἀργότερα ἀνακαλύπτουμε ὅτι μᾶς καθιστὰ ἰκανοὺς νὰ κοιμόμαστε λιγότερο, νὰ σκεφτόμαστε καθαρότερα καὶ νὰ ἐργαζόμαστε πιὸ ἀποφασιστικά. Ὅπως ἀναγνωρίζουν πολλοὶ γιατροί, οἱ περιοδικὲς νηστεῖες συμβάλλουν στὴ σωματικὴ ὑγεία. Ἐνῶ περιέχει γνήσια αὐταπάρνηση, ἡ νηστεία δὲν ζητᾶ νὰ βλάψει τὸ σῶμα μας ἀλλὰ μᾶλλον νὰ ἀποκαταστήσει σ’ αὐτὸ τὴν ὑγεία καὶ τὴν ἰσορροπία του. Οἱ πλεῖστοι ἀπό μᾶς στὸν Δυτικὸ κόσμο συνήθως τρῶμε περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι χρειαζόμαστε. Ἡ νηστεία ἀπελευθερώνει τὸ σῶμα μας ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸ βάρος καὶ τὸ κάνει πρόθυμο σύντροφο στὸ ἔργο τῆς προσευχῆς, ἀκοίμητο καὶ εὐαίσθητο στὴ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Θὰ προσεχθεῖ, ὅτι στὴν κοινὴ Ὀρθόδοξη χρήση οἱ λέξεις «νηστεία» καὶ «ἐγκράτεια» χρησιμοποιοῦνται ἐναλλακτικά. Πρὶν τὴν Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἔκανε μία σαφῆ διάκριση μεταξὺ τῶν δυὸ ὅρων: Ἡ ἐγκράτεια ἀφοροῦσε τὸ εἶδος τοῦ φαγητοῦ ποὺ ἐτρώγετο, ἄσχετα ἀπὸ τὴν ποσότητα, ἐνῶ νηστεία σήμαινε ἕνα περιορισμὸ στὸν ἀριθμὸ τῶν γευμάτων ἢ στὴν ποσότητα τοῦ φαγητοῦ, ποὺ μποροῦσε κάποιος νὰ πάρει. Ἔτσι, γιὰ μερικὲς μέρες ἀπαιτοῦντο καὶ τὰ δυό, καὶ ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ νηστεία. Ἐναλλακτικὰ, ἡ μία μποροῦσε νὰ παραγράφει, ἡ ἄλλη ὄχι. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν γίνεται μία ξεκάθαρη διάκριση μεταξὺ τῶν δυὸ λέξεων. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ὑπάρχει συχνὰ ἕνας περιορισμὸς σχετικὰ μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν γευμάτων ποὺ πρέπει κανεὶς νὰ τρώει καθημερινά ἀλλὰ, ὅταν δίνεται ἄδεια γιὰ ἕνα γεῦμα, δὲν ὑπάρχει περιορισμὸς σχετικὰ μὲ τὴν ποσότητα τῆς τροφῆς ποὺ ἐπιτρέπεται κάποιος νὰ φάει. Οἱ Πατέρες ἁπλῶς δηλώνουν σὰν μία κατευθυντήρια ἀρχὴ, ὅτι δὲν θὰ ἔπρεπε ποτὲ νὰ τρῶμε μέχρι κορεσμοῦ ἀλλὰ νὰ σηκωνόμαστε πάντα ἀπὸ τὸ τραπέζι, νοιώθοντας ὅτι θὰ μπορούσαμε νὰ φᾶμε περισσότερο κι ὅτι εἴμαστε τώρα ἕτοιμοι γιὰ προσευχή.
Εἶναι σημαντικὸ νὰ μὴν παραβλέπουμε τὶς σωματικὲς ἀπαιτήσεις τῆς νηστείας ἀλλὰ εἶναι ἀκόμα πιὸ σημαντικὸ νὰ μὴν παραβλέπουμε τὴν πνευματική της σημασία. Ἡ νηστεία δὲν εἶναι μόνο ζήτημα δίαιτας. Εἶναι ἠθικὸ, ὅπως καὶ σωματικό. Ἡ πραγματικὴ νηστεία πρέπει νὰ μεταστραφεῖ στὴν καρδιὰ καὶ στὴ θέληση. Πρέπει νὰ ἐπιστρέφει στὸ Θεό, πρέπει νὰ γυρίσει σὰν τὸν Ἄσωτο στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα μας. Μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυστοστόμου «ἐγκράτεια σημαίνει ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ φαγητὰ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες». «Ἡ νηστεία», ἐπιμένει, «ἔπρεπε νὰ τηρεῖται, ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ στόμα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, τὰ πόδια, τὰ χέρια καὶ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος»: τὸ μάτι πρέπει νὰ ἀπέχει ἀπὸ αἰσχρὰ θεάματα, τὸ αὐτὶ ἀπὸ κακεντρεχῆ φλυαρία, τὰ χέρια ἀπὸ πράξεις ἀδικίας.
Εἶναι ἄσκοπο νὰ νηστεύεις ἀπὸ φαγητό, διαμαρτύρεται ὁ Μέγας Βασίλειος, καὶ νὰ ἐντρυφᾶς στὴν κατάκριση καὶ στὴ συκοφαντία. Τὸ ἴδιο σημεῖο φαίνεται στὸ Τριώδιο, ἰδιαίτερα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς: «Νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντὸς πάθους…Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον, τῷ Κυρίῳ· ἀληθὴς νηστεία, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, καὶ ἐπιορκίας· ἡ τούτων ἔνδεια, νηστεία ἐστίν, ἀληθὴς καὶ εὐπρόσδεκτος…Νηστείαν οὐκ ἀποχὴν βρωμάτων μόνον τελέσωμεν, ἀλλὰ παντὸς ὑλικοῦ πάθους ἀλλοτρίωσιν».
Ἡ βαθύτερη σημασία τῆς νηστείας συνοψίζεται μὲ τὸν καλύτερο τρόπο στὴν τριάδα: Προσευχή, νηστεία, ἀγαθοεργία. Χωρισμένη ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ συμμετοχὴ τῶν ἁγίων μυστηρίων, ἀσυντρόφευτη ἀπὸ πράξεις ἐλέους ἡ νηστεία μας γίνεται φαρισαϊκὴ ἢ ἀκόμα δαιμονική. Δὲν ὁδηγεῖ στὴ συντριβὴ καὶ στὴ χαρὰ ἀλλὰ στὴν ἔπαρση, τὴν ἐσωτερικὴ ἔνταση καὶ ἐριστικότητα. Ὁ δεσμὸς μεταξὺ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας καταδεικνύεται σωστὰ ἀπὸ τὸν π. Ἀλέξανδρο Ἐλχανίνωφ. Ἕνας ἀρνητὴς τῆς νηστείας τοῦ λέει: «Ἡ δουλειά μᾶς ζημιώνει καὶ γινόμαστε νευρικοί. .. Δὲν ἔχω δεῖ ποτὲ ὑπηρέτες (στὴν προεπαναστατικὴ Ρωσία) τόσο κακοδιάθετους, ὅσο κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τελευταίων ἡμερῶν τῆς Ἁγίας Ἑβδομάδας. Ὁλοφάνερα, ἡ νηστεία ἔχει μία πολὺ κακὴ ἐπίδραση πάνω στὰ νεῦρα». Σ’ αὐτὸ ὁ π. Ἀλέξανδρος ἀπαντᾶ: «ἔχεις ἀπόλυτο δίκαιο… ἂν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ ἀπὸ μία πιὸ ἔντονη πνευματικὴ ζωὴ, ὁδηγεῖ βασικὰ σὲ μία αὐξημένη κατάσταση νευρικότητας. Εἶναι φυσικὸ, ὅτι οἱ ὑπηρέτες ποὺ νήστευαν αὐστηρὰ καὶ οἱ ὁποῖοι ἐξαναγκάζονταν νὰ ἐργαστοῦν σκληρὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἐνῶ δὲν τοὺς δινόταν ἄδεια νὰ ἐκκλησιαστοῦν, ὅτι θὰ ἤσαν θυμωμένοι καὶ νευρικοί».
Ἔτσι, ἡ νηστεία εἶναι χωρὶς ἀξία ἢ ἀκόμη βλαβερὴ, ὅταν δὲν συνδυάζεται μὲ τὴν προσευχή. Στὸ Εὐαγγέλιο, ὁ διάβολος ἐκβάλλεται ὄχι μόνο μὲ νηστεία ἀλλὰ μὲ «προσευχὴ καὶ νηστεία» (Μάτθ. Ἰζ’ 21, Μάρκ. θ’ 29)’ καὶ γιὰ τοὺς πρώτους Χριστιανοὺς ἀναφέρεται, ὄχι μονάχα ὅτι νήστεψαν ἀλλὰ ὅτι «νήστεψαν καὶ προσευχήθηκαν» (Πράξ. ιγ΄, 3, παράβαλε ιδ΄, 23). Καὶ στὶς δυό, καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀντικρίζεται ἡ νηστεία, ὄχι σὰν ἕνας σκοπὸς ἀλλὰ σὰν μία βοήθεια σὲ πιὸ ἔντονη καὶ ζωντανὴ προσευχή, σὰν προπαρασκευὴ γιὰ πιὸ ἀποφασιστικὴ δραστηριότητα ἢ γιὰ ἄμεση συνάντηση μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι ἡ σαρανταήμερη νηστεία τοῦ Κυρίου μας στὴν ἔρημο ἦταν ἡ ἄμεση προετοιμασία γιὰ τὴ δημόσια διακονία του (Μάτθ. δ΄, 1—11). Ὅταν ὁ Μωυσῆς νήστεψε (Ἐξόδ. λδ΄, 28) στὸ Ὅρος Σινὰ καὶ ὁ Ἠλίας στὸ Ὅρος Χωρὴβ (Γ΄ Βασιλ. ιθ΄, 8—12), ἡ νηστεία καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις συνδεόταν μὲ μία θεοφάνεια. Ἡ ἴδια σύνδεση μεταξὺ νηστείας καὶ θέας τοῦ Θεοῦ εἶναι φανερὴ στὴν περίπτωση τοῦ Ἄπ. Πέτρου (Πράξ. ι΄, 9—10): «Ἀνέβηκε στὸ ὑπερῶο γύρω στὸ μεσημέρι, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Ἐκεῖ πείνασε καὶ ἤθελε νὰ φάει. Ἐνῶ ἑτοίμαζαν φαγητό, εἶδε σὲ ἔκσταση ἕνα ὅραμα» κι ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Τέτοιος εἶναι πάντα ὁ σκοπὸς τῆς ἀσκητικῆς νηστείας, γιὰ νὰ μᾶς καταστήσει ἱκανούς, ὅπως τὸ θέτει τὸ Τριώδιο, νὰ «προσέλθωμεν ὄρει τὸ τῶν εὐχῶν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.