Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ´ ΛΟΥΚΑ: Να πλουτίσουμε σε έλεος και αγάπη.



(Λουκ. 12.16-21)

«Ἄφρων, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ».
Καθώς ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προετοιμάζει γιά νά ἑορτάσουμε τό κοσμο­σω­τήριο γεγονός τῆς γεν­νήσεως τοῦ Χριστοῦ, πού ἦλθε στόν κόσμο προ­κει­μένου νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ σημερινή εὐαγγελική παραβολή μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ὑποχρέωση πού ἔχουμε νά μεριμνοῦμε καί ἐμεῖς γιά τή σωτηρία μας καί νά μήν ἀδιαφοροῦμε. Διότι συχνά, παρότι γνωρίζουμε ὅτι ἡ ψυχή μας εἶναι ὁ πολυτιμότερος θησαυρός τοῦ κόσμου, ἐμεῖς ἀσχολούμεθα μόνο μέ τήν ἀπόκτηση καί διατήρηση τῶν φθειρο­μέ­νων καί φθειρόντων τήν ψυ­χή μας ὑλικῶν ἀγαθῶν.

Δέν θά πρέπει ὅμως νά βιαστοῦμε καί νά ποῦμε ὅτι ἐμᾶς δέν μᾶς ἀφορᾶ ἡ σημερινή πα­ραβολή, γιατί δέν εἴμα­στε πλούσιοι, γιατί δέν ἔχουμε ἀποθῆκες πού δέν μποροῦν νά χωρέσουν τήν πλούσια ἐσοδεία μας, καί ὅτι κατά συνέπεια δέν μποροῦμε νά χαρακτηρισθοῦμε ἄφρονες.
Ὁ Χριστός χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα ἑνός ὑπερ­βο­λικά πλουσίου ἀνθρώ­­που γιά νά δώσει μεγαλύ­τε­­ρη ἔμφαση καί γιά νά μᾶς ἐνεργοποιήσει ὅλους· ὄχι γιά νά καθησυχάσει κά­ποι­ους ἀπό μᾶς μέ τή δικαιο­λογία ὅτι δέν βρισκόμαστε στή θέση τοῦ πλουσίου.
Ἄλλωστε, ἄν γιά κάποιο λόγο ὁ πλούσιος τῆς σημε­ρινῆς παραβολῆς κατακρί­νε­ται καί χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Χριστό ὡς ἄφρων, αὐτός δέν εἶναι ὁ πλοῦτος, δέν εἶναι ἡ κτήση τοῦ πλού­­του ἀλλά ἡ χρήση του. Δέν ὀνομάζεται, ἀδελφοί μου, ἄφρων ὁ πλούσιος, για­τί τόν ἀπέκτησε μέ ἄδι­κες πράξεις ἤ γιατί ἔφταιγε ἐκεῖνος, ἐπειδή ἡ χώρα του εὐφό­ρησε καί τά κτήματά του ἔδωσαν πολλούς καρ­πούς. Χαρα­κτη­ρίζεται ἄ­φρων, για­τί δέν ἔκανε καλή δια­χεί­ριση τοῦ πλούτου του. Χαρα­κτη­ρίζεται ἄ­φρων, για­τί φρό­ντισε νά διασφα­λί­σει τόν ἐπίγειο πλοῦτο του, ἀλ­λά δέν ἐνδιαφέρ­θη­κε νά συγ­κεντρώσει τόν πνευ­ματικό καί οὐράνιο πλοῦ­­το πού χρειαζόταν γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Θησαύρισε «ἐν ἑαυ­τῷ», θη­σαύ­ρισε γι᾽ αὐ­τή τή ζωή, δέν πλούτισε ὅμως «εἰς Θε­όν», δέν ἀπέ­κτη­σε, δηλαδή ὅσα θά χρεια­ζόταν γιά νά μπορέσει νά σταθεῖ ἐνώ­πιον τοῦ θρόνου τῆς κρί­σεως τοῦ Θεοῦ πλού­σιος καί ὄχι γυμνός καί ταλαί­πω­­ρος.
Διότι τά ὑλικά ἀγαθά δέν μᾶς συνοδεύουν, ἀδελφοί μου, στήν αἰ­ώ­­νια ζωή. Μέ­νουν ἐδῶ, στή γῆ, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται καί στήν ὁποία ἀνήκουν. Μέ­νουν μαζί μέ τό σῶμα μας πού διαλύεται καί ἀπο­συν­τίθεται, πού μετατρέπεται σέ γῆ καί σποδό. Γιατί ὅλα τά ὑλικά καί ἐγκόσμια ἀγα­θά μας, ὅσο πολύτιμα καί νά εἶναι, εἶ­ναι «γῆ καί σπο­δός», εἶναι μάταια καί ἄ­χρη­στα, ἐφόσον δέν μπο­ροῦν νά μᾶς βοηθήσουν τήν ἡμέρα καί τήν ὥρα πού θά ἔχουμε τή μεγα­λύ­τερη ἀνάγκη, κατά τήν ἡμέρα, δη­­λαδή, καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως. Γι᾽ αὐτό καί «ὁ θησαυ­ρί­ζων ἐν ἑαυ­τῷ» πλούσιος κα­­τα­­κρί­νεται ἀπό τόν Χρι­στό καί χαρακτη­ρ­ί­­ζεται ἄ­φρων. Ὄχι γιατί συγκέ­ν­τρω­σε ἐπί­γεια πλού­τη, ἀλ­λά γιατί δέν ἐνδια­φέρ­θηκε νά συγκεντρώσει καί πλού­τη πνευμα­τικά. Καί αὐτό ἀφορᾶ, ἀδελφοί μου, ὅλους μας· εἴτε εἴμα­στε πλούσιοι σέ ὑλικά ἀγα­θά εἴτε ὄχι. Τά πνευματικά ἀγαθά εἶναι τά ἀναγκαῖα καί αὐτά θά πρέπει νά φρο­ντίζουμε νά ἀποκτήσουμε.
Ποιά εἶναι ὅμως τά πνευ­μα­τικά πλούτη καί ποιός εἶναι «ὁ εἰς Θεόν πλου­­τῶν»;
«Ὁ εἰς Θεόν πλουτῶν» εἶ­ναι ἐκεῖ­νος πού ἔχει πλοῦ­το ὅμοιο μέ τοῦ Θεοῦ. Καί τί εἴδους εἶναι ὁ πλοῦ­τος πού ἔχει ὁ Θεός; Μᾶς τό ἀποκα­λύ­πτει ἡ ἁγία Γραφή. «Ὁ Θεός», γρά­φει ὁ ἀπό­στολος Παῦλος, «πλού­σιος ὤν ἐν ἐλέει διά τήν πολλήν ἀγάπην αὐτοῦ, ἥν ἠγάπη­σεν ἡμᾶς …».
Πλού­σιος, λοι­πόν, σέ ἔλε­ος καί ἀγά­πη εἶναι ὁ Θεός καί αὐτά ζητᾶ καί ἀπό μᾶς νά ἀπο­κτή­σουμε.
Ἔλεος καί ἀγάπη ὄχι πρός τόν ἑαυτό μας, γιά νά τόν συγ­χωροῦμε καί νά τόν δικαιο­λογοῦμε γιά ὅσα κά­νει, ἀλ­λά πρός τούς ἀδελ­φούς μας, διότι οἱ δύο αὐ­τές ἰδιό­τητες, οἱ δύο αὐτές ἀρετές, εἶναι περιεκτικές πολ­λοῦ πλού­του πνευμα­τι­κοῦ πού μᾶς συνοδεύει κα­τά τήν ἡμέ­ρα τοῦ θανάτου μας μέ­χρι τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Ἔλεος καί ἀγάπη εἶναι τά συστατικά στοι­χεῖα τοῦ πλούτου πού πρέ­πει νά ἀποκτήσουμε. Δέν κοστίζουν χρή­ματα, ἀλλά χρειάζονται ἀγώνα καί προ­σπάθεια. Δέν φθείρονται καί δέν κλέ­πτο­νται, διότι ἀνήκουν στήν κατη­γορία τῶν οὐρανίων θη­σαυ­ρῶν, τούς ὁποίους «οὔτε σῄς οὔτε βρῶσις ἀφα­νίζει, οὔτε κλέπται διορύσσουσι οὐδέ κλέπτου­σι». Δέν δαπανῶνται ἀλλά αὐξάνονται ὅσο προσφέ­ρο­νται στούς ἀνθρώπους, για­τί τά πολλα­πλασιάζει ὁ Θεός. Δέν ἔχουν ἀξία ἐπί­γεια, εἶναι ὅμως πολύτιμοι γιά τόν Θεό καί κάνουν τόν ἄνθρωπο αἰώνια πλούσιο, γιατί τοῦ ἀνοίγουν τούς θη­σαυρούς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Αὐτοί εἶναι, ἀδελφοί μου, οἱ πραγματικοί θησαυ­ροί καί ὁ ἀλη­θι­νός πλοῦ­τος, πού μᾶς ἐξασφαλίζει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε νά μή βρε­θοῦμε στή θλι­βερή κατάσταση τοῦ ἄφρο­­νος πλουσίου καί πο­λύ πε­ρισσό­τερο νά μή βρε­θοῦμε ἀναπο­λό­γητοι ἐνώ­πιον τοῦ βήματος τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀλλά νά ἀξιω­θοῦ­με νά ἀπο­λαύσουμε τά οὐρά­νια ἀγαθά αἰω­νίως. Ἀμήν.

 Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...