Ἡ
θρησκεία ἀποκρίνεται στὸν πιὸ βαθὺ καημὸ τοῦ ἀνθρώπου: τὸν καημὸ τῆς ἀθανασίας.
Εἶναι ἡ σχεδία ποὺ τὸν φέρνει, μέσα ἀπ' τὸ φόβο καὶ περνώντας τον ἀπ' τὸ τρομερὸ
ρίγος τοῦ χάους, στὸ ἀκρωτήρι τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας. Τὸν λυτρώνει ἀπὸ τὸν
παραλογισμό, τοῦ ἀποκαλύπτει τὶς ἐσχατιὲς τῆς ἀλήθειας — τὸ σκοπὸ τῆς ἐπίγειας
παρουσίας του καὶ τὴν μετὰ θάνατο πραγματικότητα — καὶ ὑπερπληρώνει τὴν ψυχή
του μὲ τὸν εὐλογημένο ζῆλο τῆς ἁγιότητας. Ἡ θρησκεία εἶναι τὸ ἔργο τῆς
φανέρωσης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ συμπόρευσή τους μέσα στὴν ἐποχὴ τῆς ἐλευθερίας
καὶ τῆς εὐθύνης ποὺ εἶναι ὁ βίος αὐτός.
Φανερὸ πὼς μιλώντας γιὰ θρησκεία, ἔχουμε οὐσιαστικὰ στὸ νοῦ μας τὸν Χριστιανισμό, τὴ θρησκεία ποὺ δὲν τεχνουργήθηκε ἀπ' τὸ μεταφυσικὸ δέος τοῦ ἀνθρώπου ἀλλ' ἀποκαλύφθηκε ἀπ' τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ ἀδιάκοπα ἀποκαλύπτεται στοὺς πιστοὺς διὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Φανερὸ πὼς μιλώντας γιὰ θρησκεία, ἔχουμε οὐσιαστικὰ στὸ νοῦ μας τὸν Χριστιανισμό, τὴ θρησκεία ποὺ δὲν τεχνουργήθηκε ἀπ' τὸ μεταφυσικὸ δέος τοῦ ἀνθρώπου ἀλλ' ἀποκαλύφθηκε ἀπ' τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ ἀδιάκοπα ἀποκαλύπτεται στοὺς πιστοὺς διὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐνῶ, λοιπόν, ἡ θρησκεία — ἡ χριστιανικὴ θρησκεία — εἶναι τὰ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς ζωῆς, ὑποφέρει ἐπὶ αἰῶνες ἀλλὰ ὑποφέρει ἔντονα καὶ στὴν ἐποχή μας ἀπὸ μία μεγάλη κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ ἐνῶ φαίνονται εὐσεβεῖς κι ἀφοσιωμένοι σ' αὐτήν, οὐσιαστικὰ δὲν εἶναι. Δὲν πρόκειται, ὅπως εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ ὑποθέσει κανείς, γιὰ ὑποκριτές. Ἡ ὑποκρισία ἔχει μέσα της τὸ στοιχεῖο τοῦ ἑκούσιου, τῆς θέλησης τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὴν ἐπαγγέλλεται. Ὁ ὑποκριτὴς γνωρίζει πὼς εἶναι ὑποκριτὴς καὶ ἡ συνείδησή του καταφάσκει, συμφωνεῖ σ' αὐτὴ τὴν ἀγυρτεία. Ἐκεῖνος χρησιμοποιεῖ τὴ θρησκεία γιὰ σκοποὺς δικούς του, κοινωνικῆς προβολῆς, οἰκονομικῶν ὠφελημάτων καὶ λοιπά. Ἀντίθετα, ὁ εὐσεβοφανὴς δὲν γνωρίζει σωστὰ τὴν κατάστασή του. Νομίζει, ἢ καλύτερα, πιστεύει πὼς εἶναι εὐσεβής. Δὲν περνᾶ ἀπ' τὴ συνείδησή του ἡ σκιὰ κανενὸς δισταγμοῦ, καμμιᾶς ἀμφιβολίας. Πιστεύει πὼς ἐκφράζει στὸ ἀκέραιο τὸ πνεῦμα τῆς θρησκείας κι ἀκόμη κάτι περισσότερο: πὼς ἔχει ταχθεῖ ἄνωθεν νὰ τὴν ὑπερασπίζει καὶ νὰ διώχνει ἔξω ἀπ' τὸ ναὸ τοὺς διάφορους κολυβιστὲς καὶ μεταπράτες κάθε ἐποχῆς. Ὁ εὐσεβοφανὴς ζεῖ ἐπιφανειακά, ζεῖ ἐλαττωματικὰ τὸν Χριστιανισμὸ κι ἐπειδὴ τὸ βίωμά του δὲν πάει σὲ βάθος, δὲν ἔχει οὐσία πνευματική, εὔκολα τὸν ὠθεῖ στὸ θρησκευτικὸ φανατισμὸ ποὺ εἶναι ὁ πιὸ σκληρός, ὁ πιὸ ὀλέθριος κι ὁ πιὸ βλάσφημός του Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνθρώπου φανατισμός.
Δὲ μπορῶ νὰ φανταστῶ ἄνθρωπο ἀληθινὰ εὐσεβῆ ποὺ νὰ εἶναι καὶ φανατικός. Σταθερὸς στὶς ἀρχὲς καὶ στὶς πεποιθήσεις τοῦ ναί, ἀλλὰ φανατικὸς ὄχι. Γιατί ὁ φανατισμὸς εἶναι βιασμὸς τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ φανατικοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων στοὺς ὁποίους κατευθύνεται, εἶναι σκοτισμὸς τῆς συνείδησης ποὺ δὲν τρέφεται καὶ δὲν φρονηματίζεται παρὰ μονάχα μὲ τὴν ἐλευθερία. Ὁ φανατισμὸς ἔχει ἀπὸ τὴ φύση του ἕνα στοιχεῖο ἔντονης κι ἐπίμονης ἐπιθετικότητας, ἔχει ὅλο τὸ δηλητήριο τῆς μισαλλοδοξίας. Ἀλλὰ ὁ ἀληθινὰ εὐσεβὴς δὲν εἶναι οὔτε ἐπιθετικὸς οὔτε μισαλλόδοξος, γιατί ζεῖ καὶ τρέφεται πνευματικά, καὶ φωτίζεται συνειδησιακὰ ἀπὸ τὸ δόγμα τῶν δογμάτων ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη, δηλαδὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι».
Ὁ εὐσεβοφανὴς εἶναι αὐστηρὸς τηρητὴς τῶν δογμάτων ἀλλὰ γι' αὐτὸν τὰ δόγματα εἶναι ξερά, σχηματοποιημένα, ἀφοῦ δὲν τὰ ζωοποιεῖ ἡ χάρη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη. Τὰ δόγματα εἶναι γι' αὐτὸν τύποι κι ὄχι οὐσία, λόγια καὶ ὄχι πάθος, κούφιες διακηρύξεις κι ὄχι ἀγωνιώδη βιώματα τῆς ψυχῆς. Ἐν ὀνόματι τῶν δογμάτων εἶναι ἕτοιμος νὰ καταδιώξει, νὰ συκοφαντήσει, νὰ ἐξουθενώσει τοὺς ἄλλους καὶ λησμονεῖ πὼς ὁ Θεὸς ἔχει φύγει ἀπὸ μέσα του ἀφοῦ ἔχει πάψει νὰ νιώθει ἀγάπη καὶ συμπόνια.
Αὐτοί, οἱ εὐσεβοφανεῖς μὲ τὴν ἀλλοπρόσαλλη καὶ χριστιανικὰ βλάσφημη συμπεριφορά τους, ὅλο κι ἀπομακρύνουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ θρησκεία, ὅλο καὶ περισσότερο παγώνουν τὸν ζῆλο καὶ τὴν πίστη τῶν πολλῶν, ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ διασέρνουν τ' ὄνομα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τ' ὄνομα τῆς ἀγάπης. Πιστεύουν πὼς ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντάξει, ἔχουν τὴ βεβαιότητα καὶ τὴ συχαμερὴ προπέτεια τῆς «ἀρετῆς» τους, εἶναι σίγουροι πὼς θὰ φύγουν ἀπ' τὸν κόσμο αὐτὸ δικαιωμένοι καὶ πὼς θὰ κερδίσουν χωρὶς ἀμφιβολία τὴν ἐπουράνια βασιλεία... Ἔτσι, θεωροῦν τὸν ἑαυτὸ τους ὑποχρεωμένο ν' «ἀγωνίζεται», νὰ ἐλέγχει, νὰ κατακεραυνώνει τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ τοὺς ἀπειλεῖ μὲ τὴν κόλαση καὶ μὲ τὸν ἠθικὸ ἀφανισμό. Λησμονοῦν πὼς ὁ ἀληθινὰ εὐσεβὴς «διστάζει» ἀδιάκοπα κι ἀδιάκοπα ἐλέγχει τὰ ἔργα καὶ τὴ στάση του γιὰ νὰ δεῖ ἂν ἀληθινὰ βρίσκονται μέσα στὸ χῶρο τῆς ἀγάπης, τοῦ Θεοῦ. «Ὁ δοκῶν ἐστάναι, βλεπέτω μὴ πέσῃ».
Οἱ εὐσεβοφανεῖς ὅμως ἔχουν ἕνα «ὕφος» καὶ μία σιγουριὰ κυριολεκτικὰ ἀπάνθρωπα. Συνοφρυωμένοι καὶ σπουδαιοφανεῖς, φέρνουν σ' ἐκείνους ποὺ τοὺς συναπαντοῦν ἀηδία, ὄχι μονάχα γι' αὐτούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς τίμιες καὶ ἱερὲς θέσεις ποὺ ὑποστηρίζουν. Διασείρουν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ παραμορφώνουν μὲ τὴ βιαιότητα καὶ τὴ σκληρότητά τους τὴν πίστη. Ἐφευρίσκουν κι ἐπιθέτουν στοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων βάρη δυσβάστακτα μὲ μία κακὴ ἡδονὴ καὶ μία μοχθηρία ποὺ ὅταν τὰ προσέξει κανεὶς, δύσκολα θὰ τὰ ξεχάσει. Καὶ λησμονοῦν πὼς ἡ ἔσχατη Κρίση θὰ γίνει μὲ βάση τὴν Ἀγάπη, καὶ μάλιστα, τὴν Ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους, μέσα στοὺς ὁποίους, κατοικεῖ καὶ περιμένει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Σιγὰ - σιγὰ ἔχουν τόσο πολὺ ξεφύγει, ποὺ ἔχασαν καὶ τὴν αἴσθηση καὶ τὸ μέτρο τοῦ ἀνθρώπου. Ξέχασαν πὼς ἔχει αὐτὸ τὸ ἔξοχο πλάσμα τοῦ Θεοῦ καρδιὰ καὶ πὼς ἡ ἀθάνατη κι ἀγωνιῶσα ψυχὴ του κατοικεῖ μέσα σ' ἕνα κορμὶ εὐαίσθητο κι ἀδύναμο. Αὐτοί, σὰν τοὺς Φαρισαίους, ἐπιθέτουν βάρη πάνω στὰ βάρη καὶ στὸ τέλος, ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς προσέχουν κι ἔχουν ἀπατηθῆ ἀπ' τὴν εὐσεβοφάνειά τους, βλέπουν μ' ἀπελπισία πὼς ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀδύνατο νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας καὶ φεύγουν μακρυά, ἀπογοητευμένοι.
Ὁ Χριστιανισμός, μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο κι ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ζωῆς του, εἶναι ἁπλός, καταδεχτικός, σεμνὸς κι «ἀγαπητικός». Σήμερα κοντεύει νὰ γίνει γριφώδης πνευματικὴ πραγματικότητα, ἔτσι ποὺ τὸν ἔχει ἐξαντλητικὰ «ἐπεξεργαστεῖ» κι ἀναλύσει ὁ ἐγωισμὸς τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Οἱ εὐσεβοφανεῖς μὲ τὴν πολιτεία τους, ἀπογυμνώνουν τὴ θρησκεία ἀπ' τὸ μυστήριο ποὺ τὴν ζωοποιεῖ καὶ τὴ μεταμορφώνουν, παραχαράζοντάς τη, σὲ κοινωνικὴ σκοπιμότητα. Μπαίνουν στὶς ἐκκλησίες καὶ δὲν τρέμει τίποτα μέσα τους μὴ τυχὸν καὶ εἶναι ἀνάξιοι. Ἔχουν τὴ σιγουριὰ καὶ τὴν αὐταρέσκεια τῶν μανιακῶν ποὺ δὲν σέβονται οὐσιαστικὰ τίποτα καὶ δὲν στέκονται μπροστὰ στὸν ἄλλο, τὸν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο, μὲ σεβασμὸ καὶ κατανόηση. Ποιὸς ὅμως νὰ δείξει κατανόηση; Αὐτοί; Μὰ αὐτοὶ ἔχουν κάνει τὴν εὐσέβεια ὑπόθεση τοῦ ἐγωισμοῦ τους κι ἐλέγχουν καὶ καταδιώκουν τοὺς ἄλλους γιατί δὲν ξέρουν τί εἶναι αὐτὴ ἡ γλυκειά, ἡ ἀνθρώπινη κίνηση τῆς ψυχῆς ποὺ λέγεται ἐπιείκεια. Ἂν μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν χωρὶς νὰ φανοῦν, ἂν μποροῦσαν λ.χ. νὰ ἐξολοθρεύσουν μὲ θάνατο τοὺς ἀντιπάλους τους, θὰ τὸ ἔκαναν χωρὶς ἐνδοιασμὸ καὶ «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη ἀλλὰ ἡ δική τους καρδιὰ ἔχει σκουλικιάσει ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια καὶ τὸ μίσος.
Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν τὰ Συναξάρια τῶν ἁγίων. Ἐκεῖ βλέπουμε πὼς οἱ ἀληθινὰ εὐσεβεῖς, οἱ ἀληθινὰ ἅγιοι ἦταν σεμνοί, καλόβολοι, ἐπιεικεῖς κι ἀφανάτιστοι. Ἦταν ἀπροκατάληπτοι καὶ γαλήνιοι. Ἔμοιαζαν μὲ τὰ λούλουδα ποὺ φυτρώνουν στὸ φράχτη τοῦ περιβολιοῦ: εὐωδίαζαν ἀπὸ ἀρετὴ καὶ ντρέπονταν. Αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴ διάσταση τῆς ἀνθρωπιᾶς, ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ σφάλματα ξεπλυμένα μὲ δάκρυα καὶ ταπεινοσύνη, μᾶς ξαναδίνουν τὴν ἀληθινή, τὴν καθαρὴ γεύση τῆς θρησκείας, καὶ θεσπίζουν ἀκατάπαυστα τὸ κριτήριο τὸ μοναδικό: τῆς ἀγάπης.
Κάτω ἀπ' τὸ δικό τους ὑπόδειγμα, ἡ ἀγυρτεία τῶν εὐσεβοφανῶν τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ὁλοφάνερη. Ἡ ἔκπτωσή τους καὶ ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, δεδηλωμένη. Τρομοκρατοῦν ἢ ξιππάζουν μονάχα τοὺς ἀφελεῖς κι ἐμπορεύονται ἀδίσταχτα τ' ὄνομα τῆς χριστιανικῆς θρησκείας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὰ πλέγματά τους. Δὲν ξέρουν τί θὰ πεῖ καρδιά, τί θὰ πεῖ συμπάθεια, τί σεμνότητα. Νομίζουν πὼς ἡ τιμὴ τοῦ Θεοῦ κρέμεται στ' ἀδίσταχτα χέρια τους γιατί οὐσιαστικὰ δὲν πιστεύουν πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀγρυπνεῖ καὶ κατευθύνει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Σκοτώνουν ἀδιάκοπα ψυχὲς καὶ συντείνουν, μέσα σ' ἐτούτη τὴ δύσκολη γιὰ τὸ πνεῦμα, τὴν ὑλόφρονη, τὴ βλάσφημη ἐποχή, ὁ κόσμος ν' ἀποχριστιανίζεται καὶ ὁ Χριστιανισμὸς νὰ γίνεται ἕνα παρελθὸν ποὺ ὅλο κι ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Θεέ μου, σοῦ ἐξομολογοῦμαι ἐγώ, ἕνας πολὺ ἁμαρτωλός, πὼς οἱ εὐσεβοφανεῖς ποὺ ἐπαγγέλονται τοὺς δικούς Σου, φέρνουν στὴν ψυχή μου ναυτία καὶ ἀηδία!
Ἡ
θρησκεία ἀποκρίνεται στὸν πιὸ βαθὺ καημὸ τοῦ ἀνθρώπου: τὸν καημὸ τῆς ἀθανασίας.
Εἶναι ἡ σχεδία ποὺ τὸν φέρνει, μέσα ἀπ' τὸ φόβο καὶ περνώντας τον ἀπ' τὸ τρομερὸ
ρίγος τοῦ χάους, στὸ ἀκρωτήρι τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας. Τὸν λυτρώνει ἀπὸ τὸν
παραλογισμό, τοῦ ἀποκαλύπτει τὶς ἐσχατιὲς τῆς ἀλήθειας — τὸ σκοπὸ τῆς ἐπίγειας
παρουσίας του καὶ τὴν μετὰ θάνατο πραγματικότητα — καὶ ὑπερπληρώνει τὴν ψυχή
του μὲ τὸν εὐλογημένο ζῆλο τῆς ἁγιότητας. Ἡ θρησκεία εἶναι τὸ ἔργο τῆς
φανέρωσης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ συμπόρευσή τους μέσα στὴν ἐποχὴ τῆς ἐλευθερίας
καὶ τῆς εὐθύνης ποὺ εἶναι ὁ βίος αὐτός.
Φανερὸ πὼς μιλώντας γιὰ θρησκεία, ἔχουμε οὐσιαστικὰ στὸ νοῦ μας τὸν Χριστιανισμό, τὴ θρησκεία ποὺ δὲν τεχνουργήθηκε ἀπ' τὸ μεταφυσικὸ δέος τοῦ ἀνθρώπου ἀλλ' ἀποκαλύφθηκε ἀπ' τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ ἀδιάκοπα ἀποκαλύπτεται στοὺς πιστοὺς διὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐνῶ, λοιπόν, ἡ θρησκεία — ἡ χριστιανικὴ θρησκεία — εἶναι τὰ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς ζωῆς, ὑποφέρει ἐπὶ αἰῶνες ἀλλὰ ὑποφέρει ἔντονα καὶ στὴν ἐποχή μας ἀπὸ μία μεγάλη κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ ἐνῶ φαίνονται εὐσεβεῖς κι ἀφοσιωμένοι σ' αὐτήν, οὐσιαστικὰ δὲν εἶναι. Δὲν πρόκειται, ὅπως εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ ὑποθέσει κανείς, γιὰ ὑποκριτές. Ἡ ὑποκρισία ἔχει μέσα της τὸ στοιχεῖο τοῦ ἑκούσιου, τῆς θέλησης τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὴν ἐπαγγέλλεται. Ὁ ὑποκριτὴς γνωρίζει πὼς εἶναι ὑποκριτὴς καὶ ἡ συνείδησή του καταφάσκει, συμφωνεῖ σ' αὐτὴ τὴν ἀγυρτεία. Ἐκεῖνος χρησιμοποιεῖ τὴ θρησκεία γιὰ σκοποὺς δικούς του, κοινωνικῆς προβολῆς, οἰκονομικῶν ὠφελημάτων καὶ λοιπά. Ἀντίθετα, ὁ εὐσεβοφανὴς δὲν γνωρίζει σωστὰ τὴν κατάστασή του. Νομίζει, ἢ καλύτερα, πιστεύει πὼς εἶναι εὐσεβής. Δὲν περνᾶ ἀπ' τὴ συνείδησή του ἡ σκιὰ κανενὸς δισταγμοῦ, καμμιᾶς ἀμφιβολίας. Πιστεύει πὼς ἐκφράζει στὸ ἀκέραιο τὸ πνεῦμα τῆς θρησκείας κι ἀκόμη κάτι περισσότερο: πὼς ἔχει ταχθεῖ ἄνωθεν νὰ τὴν ὑπερασπίζει καὶ νὰ διώχνει ἔξω ἀπ' τὸ ναὸ τοὺς διάφορους κολυβιστὲς καὶ μεταπράτες κάθε ἐποχῆς. Ὁ εὐσεβοφανὴς ζεῖ ἐπιφανειακά, ζεῖ ἐλαττωματικὰ τὸν Χριστιανισμὸ κι ἐπειδὴ τὸ βίωμά του δὲν πάει σὲ βάθος, δὲν ἔχει οὐσία πνευματική, εὔκολα τὸν ὠθεῖ στὸ θρησκευτικὸ φανατισμὸ ποὺ εἶναι ὁ πιὸ σκληρός, ὁ πιὸ ὀλέθριος κι ὁ πιὸ βλάσφημός του Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνθρώπου φανατισμός.
Δὲ μπορῶ νὰ φανταστῶ ἄνθρωπο ἀληθινὰ εὐσεβῆ ποὺ νὰ εἶναι καὶ φανατικός. Σταθερὸς στὶς ἀρχὲς καὶ στὶς πεποιθήσεις τοῦ ναί, ἀλλὰ φανατικὸς ὄχι. Γιατί ὁ φανατισμὸς εἶναι βιασμὸς τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ φανατικοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων στοὺς ὁποίους κατευθύνεται, εἶναι σκοτισμὸς τῆς συνείδησης ποὺ δὲν τρέφεται καὶ δὲν φρονηματίζεται παρὰ μονάχα μὲ τὴν ἐλευθερία. Ὁ φανατισμὸς ἔχει ἀπὸ τὴ φύση του ἕνα στοιχεῖο ἔντονης κι ἐπίμονης ἐπιθετικότητας, ἔχει ὅλο τὸ δηλητήριο τῆς μισαλλοδοξίας. Ἀλλὰ ὁ ἀληθινὰ εὐσεβὴς δὲν εἶναι οὔτε ἐπιθετικὸς οὔτε μισαλλόδοξος, γιατί ζεῖ καὶ τρέφεται πνευματικά, καὶ φωτίζεται συνειδησιακὰ ἀπὸ τὸ δόγμα τῶν δογμάτων ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη, δηλαδὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι».
Ὁ εὐσεβοφανὴς εἶναι αὐστηρὸς τηρητὴς τῶν δογμάτων ἀλλὰ γι' αὐτὸν τὰ δόγματα εἶναι ξερά, σχηματοποιημένα, ἀφοῦ δὲν τὰ ζωοποιεῖ ἡ χάρη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη. Τὰ δόγματα εἶναι γι' αὐτὸν τύποι κι ὄχι οὐσία, λόγια καὶ ὄχι πάθος, κούφιες διακηρύξεις κι ὄχι ἀγωνιώδη βιώματα τῆς ψυχῆς. Ἐν ὀνόματι τῶν δογμάτων εἶναι ἕτοιμος νὰ καταδιώξει, νὰ συκοφαντήσει, νὰ ἐξουθενώσει τοὺς ἄλλους καὶ λησμονεῖ πὼς ὁ Θεὸς ἔχει φύγει ἀπὸ μέσα του ἀφοῦ ἔχει πάψει νὰ νιώθει ἀγάπη καὶ συμπόνια.
Αὐτοί, οἱ εὐσεβοφανεῖς μὲ τὴν ἀλλοπρόσαλλη καὶ χριστιανικὰ βλάσφημη συμπεριφορά τους, ὅλο κι ἀπομακρύνουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ θρησκεία, ὅλο καὶ περισσότερο παγώνουν τὸν ζῆλο καὶ τὴν πίστη τῶν πολλῶν, ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ διασέρνουν τ' ὄνομα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τ' ὄνομα τῆς ἀγάπης. Πιστεύουν πὼς ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντάξει, ἔχουν τὴ βεβαιότητα καὶ τὴ συχαμερὴ προπέτεια τῆς «ἀρετῆς» τους, εἶναι σίγουροι πὼς θὰ φύγουν ἀπ' τὸν κόσμο αὐτὸ δικαιωμένοι καὶ πὼς θὰ κερδίσουν χωρὶς ἀμφιβολία τὴν ἐπουράνια βασιλεία... Ἔτσι, θεωροῦν τὸν ἑαυτὸ τους ὑποχρεωμένο ν' «ἀγωνίζεται», νὰ ἐλέγχει, νὰ κατακεραυνώνει τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ τοὺς ἀπειλεῖ μὲ τὴν κόλαση καὶ μὲ τὸν ἠθικὸ ἀφανισμό. Λησμονοῦν πὼς ὁ ἀληθινὰ εὐσεβὴς «διστάζει» ἀδιάκοπα κι ἀδιάκοπα ἐλέγχει τὰ ἔργα καὶ τὴ στάση του γιὰ νὰ δεῖ ἂν ἀληθινὰ βρίσκονται μέσα στὸ χῶρο τῆς ἀγάπης, τοῦ Θεοῦ. «Ὁ δοκῶν ἐστάναι, βλεπέτω μὴ πέσῃ».
Οἱ εὐσεβοφανεῖς ὅμως ἔχουν ἕνα «ὕφος» καὶ μία σιγουριὰ κυριολεκτικὰ ἀπάνθρωπα. Συνοφρυωμένοι καὶ σπουδαιοφανεῖς, φέρνουν σ' ἐκείνους ποὺ τοὺς συναπαντοῦν ἀηδία, ὄχι μονάχα γι' αὐτούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς τίμιες καὶ ἱερὲς θέσεις ποὺ ὑποστηρίζουν. Διασείρουν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ παραμορφώνουν μὲ τὴ βιαιότητα καὶ τὴ σκληρότητά τους τὴν πίστη. Ἐφευρίσκουν κι ἐπιθέτουν στοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων βάρη δυσβάστακτα μὲ μία κακὴ ἡδονὴ καὶ μία μοχθηρία ποὺ ὅταν τὰ προσέξει κανεὶς, δύσκολα θὰ τὰ ξεχάσει. Καὶ λησμονοῦν πὼς ἡ ἔσχατη Κρίση θὰ γίνει μὲ βάση τὴν Ἀγάπη, καὶ μάλιστα, τὴν Ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους, μέσα στοὺς ὁποίους, κατοικεῖ καὶ περιμένει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Σιγὰ - σιγὰ ἔχουν τόσο πολὺ ξεφύγει, ποὺ ἔχασαν καὶ τὴν αἴσθηση καὶ τὸ μέτρο τοῦ ἀνθρώπου. Ξέχασαν πὼς ἔχει αὐτὸ τὸ ἔξοχο πλάσμα τοῦ Θεοῦ καρδιὰ καὶ πὼς ἡ ἀθάνατη κι ἀγωνιῶσα ψυχὴ του κατοικεῖ μέσα σ' ἕνα κορμὶ εὐαίσθητο κι ἀδύναμο. Αὐτοί, σὰν τοὺς Φαρισαίους, ἐπιθέτουν βάρη πάνω στὰ βάρη καὶ στὸ τέλος, ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς προσέχουν κι ἔχουν ἀπατηθῆ ἀπ' τὴν εὐσεβοφάνειά τους, βλέπουν μ' ἀπελπισία πὼς ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀδύνατο νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας καὶ φεύγουν μακρυά, ἀπογοητευμένοι.
Ὁ Χριστιανισμός, μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο κι ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ζωῆς του, εἶναι ἁπλός, καταδεχτικός, σεμνὸς κι «ἀγαπητικός». Σήμερα κοντεύει νὰ γίνει γριφώδης πνευματικὴ πραγματικότητα, ἔτσι ποὺ τὸν ἔχει ἐξαντλητικὰ «ἐπεξεργαστεῖ» κι ἀναλύσει ὁ ἐγωισμὸς τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Οἱ εὐσεβοφανεῖς μὲ τὴν πολιτεία τους, ἀπογυμνώνουν τὴ θρησκεία ἀπ' τὸ μυστήριο ποὺ τὴν ζωοποιεῖ καὶ τὴ μεταμορφώνουν, παραχαράζοντάς τη, σὲ κοινωνικὴ σκοπιμότητα. Μπαίνουν στὶς ἐκκλησίες καὶ δὲν τρέμει τίποτα μέσα τους μὴ τυχὸν καὶ εἶναι ἀνάξιοι. Ἔχουν τὴ σιγουριὰ καὶ τὴν αὐταρέσκεια τῶν μανιακῶν ποὺ δὲν σέβονται οὐσιαστικὰ τίποτα καὶ δὲν στέκονται μπροστὰ στὸν ἄλλο, τὸν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο, μὲ σεβασμὸ καὶ κατανόηση. Ποιὸς ὅμως νὰ δείξει κατανόηση; Αὐτοί; Μὰ αὐτοὶ ἔχουν κάνει τὴν εὐσέβεια ὑπόθεση τοῦ ἐγωισμοῦ τους κι ἐλέγχουν καὶ καταδιώκουν τοὺς ἄλλους γιατί δὲν ξέρουν τί εἶναι αὐτὴ ἡ γλυκειά, ἡ ἀνθρώπινη κίνηση τῆς ψυχῆς ποὺ λέγεται ἐπιείκεια. Ἂν μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν χωρὶς νὰ φανοῦν, ἂν μποροῦσαν λ.χ. νὰ ἐξολοθρεύσουν μὲ θάνατο τοὺς ἀντιπάλους τους, θὰ τὸ ἔκαναν χωρὶς ἐνδοιασμὸ καὶ «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη ἀλλὰ ἡ δική τους καρδιὰ ἔχει σκουλικιάσει ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια καὶ τὸ μίσος.
Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν τὰ Συναξάρια τῶν ἁγίων. Ἐκεῖ βλέπουμε πὼς οἱ ἀληθινὰ εὐσεβεῖς, οἱ ἀληθινὰ ἅγιοι ἦταν σεμνοί, καλόβολοι, ἐπιεικεῖς κι ἀφανάτιστοι. Ἦταν ἀπροκατάληπτοι καὶ γαλήνιοι. Ἔμοιαζαν μὲ τὰ λούλουδα ποὺ φυτρώνουν στὸ φράχτη τοῦ περιβολιοῦ: εὐωδίαζαν ἀπὸ ἀρετὴ καὶ ντρέπονταν. Αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴ διάσταση τῆς ἀνθρωπιᾶς, ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ σφάλματα ξεπλυμένα μὲ δάκρυα καὶ ταπεινοσύνη, μᾶς ξαναδίνουν τὴν ἀληθινή, τὴν καθαρὴ γεύση τῆς θρησκείας, καὶ θεσπίζουν ἀκατάπαυστα τὸ κριτήριο τὸ μοναδικό: τῆς ἀγάπης.
Κάτω ἀπ' τὸ δικό τους ὑπόδειγμα, ἡ ἀγυρτεία τῶν εὐσεβοφανῶν τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ὁλοφάνερη. Ἡ ἔκπτωσή τους καὶ ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, δεδηλωμένη. Τρομοκρατοῦν ἢ ξιππάζουν μονάχα τοὺς ἀφελεῖς κι ἐμπορεύονται ἀδίσταχτα τ' ὄνομα τῆς χριστιανικῆς θρησκείας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὰ πλέγματά τους. Δὲν ξέρουν τί θὰ πεῖ καρδιά, τί θὰ πεῖ συμπάθεια, τί σεμνότητα. Νομίζουν πὼς ἡ τιμὴ τοῦ Θεοῦ κρέμεται στ' ἀδίσταχτα χέρια τους γιατί οὐσιαστικὰ δὲν πιστεύουν πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀγρυπνεῖ καὶ κατευθύνει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Σκοτώνουν ἀδιάκοπα ψυχὲς καὶ συντείνουν, μέσα σ' ἐτούτη τὴ δύσκολη γιὰ τὸ πνεῦμα, τὴν ὑλόφρονη, τὴ βλάσφημη ἐποχή, ὁ κόσμος ν' ἀποχριστιανίζεται καὶ ὁ Χριστιανισμὸς νὰ γίνεται ἕνα παρελθὸν ποὺ ὅλο κι ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Θεέ μου, σοῦ ἐξομολογοῦμαι ἐγώ, ἕνας πολὺ ἁμαρτωλός, πὼς οἱ εὐσεβοφανεῖς ποὺ ἐπαγγέλονται τοὺς δικούς Σου, φέρνουν στὴν ψυχή μου ναυτία καὶ ἀηδία!
Φανερὸ πὼς μιλώντας γιὰ θρησκεία, ἔχουμε οὐσιαστικὰ στὸ νοῦ μας τὸν Χριστιανισμό, τὴ θρησκεία ποὺ δὲν τεχνουργήθηκε ἀπ' τὸ μεταφυσικὸ δέος τοῦ ἀνθρώπου ἀλλ' ἀποκαλύφθηκε ἀπ' τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ ἀδιάκοπα ἀποκαλύπτεται στοὺς πιστοὺς διὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐνῶ, λοιπόν, ἡ θρησκεία — ἡ χριστιανικὴ θρησκεία — εἶναι τὰ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς ζωῆς, ὑποφέρει ἐπὶ αἰῶνες ἀλλὰ ὑποφέρει ἔντονα καὶ στὴν ἐποχή μας ἀπὸ μία μεγάλη κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ ἐνῶ φαίνονται εὐσεβεῖς κι ἀφοσιωμένοι σ' αὐτήν, οὐσιαστικὰ δὲν εἶναι. Δὲν πρόκειται, ὅπως εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ ὑποθέσει κανείς, γιὰ ὑποκριτές. Ἡ ὑποκρισία ἔχει μέσα της τὸ στοιχεῖο τοῦ ἑκούσιου, τῆς θέλησης τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὴν ἐπαγγέλλεται. Ὁ ὑποκριτὴς γνωρίζει πὼς εἶναι ὑποκριτὴς καὶ ἡ συνείδησή του καταφάσκει, συμφωνεῖ σ' αὐτὴ τὴν ἀγυρτεία. Ἐκεῖνος χρησιμοποιεῖ τὴ θρησκεία γιὰ σκοποὺς δικούς του, κοινωνικῆς προβολῆς, οἰκονομικῶν ὠφελημάτων καὶ λοιπά. Ἀντίθετα, ὁ εὐσεβοφανὴς δὲν γνωρίζει σωστὰ τὴν κατάστασή του. Νομίζει, ἢ καλύτερα, πιστεύει πὼς εἶναι εὐσεβής. Δὲν περνᾶ ἀπ' τὴ συνείδησή του ἡ σκιὰ κανενὸς δισταγμοῦ, καμμιᾶς ἀμφιβολίας. Πιστεύει πὼς ἐκφράζει στὸ ἀκέραιο τὸ πνεῦμα τῆς θρησκείας κι ἀκόμη κάτι περισσότερο: πὼς ἔχει ταχθεῖ ἄνωθεν νὰ τὴν ὑπερασπίζει καὶ νὰ διώχνει ἔξω ἀπ' τὸ ναὸ τοὺς διάφορους κολυβιστὲς καὶ μεταπράτες κάθε ἐποχῆς. Ὁ εὐσεβοφανὴς ζεῖ ἐπιφανειακά, ζεῖ ἐλαττωματικὰ τὸν Χριστιανισμὸ κι ἐπειδὴ τὸ βίωμά του δὲν πάει σὲ βάθος, δὲν ἔχει οὐσία πνευματική, εὔκολα τὸν ὠθεῖ στὸ θρησκευτικὸ φανατισμὸ ποὺ εἶναι ὁ πιὸ σκληρός, ὁ πιὸ ὀλέθριος κι ὁ πιὸ βλάσφημός του Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνθρώπου φανατισμός.
Δὲ μπορῶ νὰ φανταστῶ ἄνθρωπο ἀληθινὰ εὐσεβῆ ποὺ νὰ εἶναι καὶ φανατικός. Σταθερὸς στὶς ἀρχὲς καὶ στὶς πεποιθήσεις τοῦ ναί, ἀλλὰ φανατικὸς ὄχι. Γιατί ὁ φανατισμὸς εἶναι βιασμὸς τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ φανατικοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων στοὺς ὁποίους κατευθύνεται, εἶναι σκοτισμὸς τῆς συνείδησης ποὺ δὲν τρέφεται καὶ δὲν φρονηματίζεται παρὰ μονάχα μὲ τὴν ἐλευθερία. Ὁ φανατισμὸς ἔχει ἀπὸ τὴ φύση του ἕνα στοιχεῖο ἔντονης κι ἐπίμονης ἐπιθετικότητας, ἔχει ὅλο τὸ δηλητήριο τῆς μισαλλοδοξίας. Ἀλλὰ ὁ ἀληθινὰ εὐσεβὴς δὲν εἶναι οὔτε ἐπιθετικὸς οὔτε μισαλλόδοξος, γιατί ζεῖ καὶ τρέφεται πνευματικά, καὶ φωτίζεται συνειδησιακὰ ἀπὸ τὸ δόγμα τῶν δογμάτων ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη, δηλαδὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι».
Ὁ εὐσεβοφανὴς εἶναι αὐστηρὸς τηρητὴς τῶν δογμάτων ἀλλὰ γι' αὐτὸν τὰ δόγματα εἶναι ξερά, σχηματοποιημένα, ἀφοῦ δὲν τὰ ζωοποιεῖ ἡ χάρη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη. Τὰ δόγματα εἶναι γι' αὐτὸν τύποι κι ὄχι οὐσία, λόγια καὶ ὄχι πάθος, κούφιες διακηρύξεις κι ὄχι ἀγωνιώδη βιώματα τῆς ψυχῆς. Ἐν ὀνόματι τῶν δογμάτων εἶναι ἕτοιμος νὰ καταδιώξει, νὰ συκοφαντήσει, νὰ ἐξουθενώσει τοὺς ἄλλους καὶ λησμονεῖ πὼς ὁ Θεὸς ἔχει φύγει ἀπὸ μέσα του ἀφοῦ ἔχει πάψει νὰ νιώθει ἀγάπη καὶ συμπόνια.
Αὐτοί, οἱ εὐσεβοφανεῖς μὲ τὴν ἀλλοπρόσαλλη καὶ χριστιανικὰ βλάσφημη συμπεριφορά τους, ὅλο κι ἀπομακρύνουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ θρησκεία, ὅλο καὶ περισσότερο παγώνουν τὸν ζῆλο καὶ τὴν πίστη τῶν πολλῶν, ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ διασέρνουν τ' ὄνομα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τ' ὄνομα τῆς ἀγάπης. Πιστεύουν πὼς ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντάξει, ἔχουν τὴ βεβαιότητα καὶ τὴ συχαμερὴ προπέτεια τῆς «ἀρετῆς» τους, εἶναι σίγουροι πὼς θὰ φύγουν ἀπ' τὸν κόσμο αὐτὸ δικαιωμένοι καὶ πὼς θὰ κερδίσουν χωρὶς ἀμφιβολία τὴν ἐπουράνια βασιλεία... Ἔτσι, θεωροῦν τὸν ἑαυτὸ τους ὑποχρεωμένο ν' «ἀγωνίζεται», νὰ ἐλέγχει, νὰ κατακεραυνώνει τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ τοὺς ἀπειλεῖ μὲ τὴν κόλαση καὶ μὲ τὸν ἠθικὸ ἀφανισμό. Λησμονοῦν πὼς ὁ ἀληθινὰ εὐσεβὴς «διστάζει» ἀδιάκοπα κι ἀδιάκοπα ἐλέγχει τὰ ἔργα καὶ τὴ στάση του γιὰ νὰ δεῖ ἂν ἀληθινὰ βρίσκονται μέσα στὸ χῶρο τῆς ἀγάπης, τοῦ Θεοῦ. «Ὁ δοκῶν ἐστάναι, βλεπέτω μὴ πέσῃ».
Οἱ εὐσεβοφανεῖς ὅμως ἔχουν ἕνα «ὕφος» καὶ μία σιγουριὰ κυριολεκτικὰ ἀπάνθρωπα. Συνοφρυωμένοι καὶ σπουδαιοφανεῖς, φέρνουν σ' ἐκείνους ποὺ τοὺς συναπαντοῦν ἀηδία, ὄχι μονάχα γι' αὐτούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς τίμιες καὶ ἱερὲς θέσεις ποὺ ὑποστηρίζουν. Διασείρουν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ παραμορφώνουν μὲ τὴ βιαιότητα καὶ τὴ σκληρότητά τους τὴν πίστη. Ἐφευρίσκουν κι ἐπιθέτουν στοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων βάρη δυσβάστακτα μὲ μία κακὴ ἡδονὴ καὶ μία μοχθηρία ποὺ ὅταν τὰ προσέξει κανεὶς, δύσκολα θὰ τὰ ξεχάσει. Καὶ λησμονοῦν πὼς ἡ ἔσχατη Κρίση θὰ γίνει μὲ βάση τὴν Ἀγάπη, καὶ μάλιστα, τὴν Ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους, μέσα στοὺς ὁποίους, κατοικεῖ καὶ περιμένει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Σιγὰ - σιγὰ ἔχουν τόσο πολὺ ξεφύγει, ποὺ ἔχασαν καὶ τὴν αἴσθηση καὶ τὸ μέτρο τοῦ ἀνθρώπου. Ξέχασαν πὼς ἔχει αὐτὸ τὸ ἔξοχο πλάσμα τοῦ Θεοῦ καρδιὰ καὶ πὼς ἡ ἀθάνατη κι ἀγωνιῶσα ψυχὴ του κατοικεῖ μέσα σ' ἕνα κορμὶ εὐαίσθητο κι ἀδύναμο. Αὐτοί, σὰν τοὺς Φαρισαίους, ἐπιθέτουν βάρη πάνω στὰ βάρη καὶ στὸ τέλος, ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς προσέχουν κι ἔχουν ἀπατηθῆ ἀπ' τὴν εὐσεβοφάνειά τους, βλέπουν μ' ἀπελπισία πὼς ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀδύνατο νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας καὶ φεύγουν μακρυά, ἀπογοητευμένοι.
Ὁ Χριστιανισμός, μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο κι ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ζωῆς του, εἶναι ἁπλός, καταδεχτικός, σεμνὸς κι «ἀγαπητικός». Σήμερα κοντεύει νὰ γίνει γριφώδης πνευματικὴ πραγματικότητα, ἔτσι ποὺ τὸν ἔχει ἐξαντλητικὰ «ἐπεξεργαστεῖ» κι ἀναλύσει ὁ ἐγωισμὸς τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Οἱ εὐσεβοφανεῖς μὲ τὴν πολιτεία τους, ἀπογυμνώνουν τὴ θρησκεία ἀπ' τὸ μυστήριο ποὺ τὴν ζωοποιεῖ καὶ τὴ μεταμορφώνουν, παραχαράζοντάς τη, σὲ κοινωνικὴ σκοπιμότητα. Μπαίνουν στὶς ἐκκλησίες καὶ δὲν τρέμει τίποτα μέσα τους μὴ τυχὸν καὶ εἶναι ἀνάξιοι. Ἔχουν τὴ σιγουριὰ καὶ τὴν αὐταρέσκεια τῶν μανιακῶν ποὺ δὲν σέβονται οὐσιαστικὰ τίποτα καὶ δὲν στέκονται μπροστὰ στὸν ἄλλο, τὸν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο, μὲ σεβασμὸ καὶ κατανόηση. Ποιὸς ὅμως νὰ δείξει κατανόηση; Αὐτοί; Μὰ αὐτοὶ ἔχουν κάνει τὴν εὐσέβεια ὑπόθεση τοῦ ἐγωισμοῦ τους κι ἐλέγχουν καὶ καταδιώκουν τοὺς ἄλλους γιατί δὲν ξέρουν τί εἶναι αὐτὴ ἡ γλυκειά, ἡ ἀνθρώπινη κίνηση τῆς ψυχῆς ποὺ λέγεται ἐπιείκεια. Ἂν μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν χωρὶς νὰ φανοῦν, ἂν μποροῦσαν λ.χ. νὰ ἐξολοθρεύσουν μὲ θάνατο τοὺς ἀντιπάλους τους, θὰ τὸ ἔκαναν χωρὶς ἐνδοιασμὸ καὶ «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη ἀλλὰ ἡ δική τους καρδιὰ ἔχει σκουλικιάσει ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια καὶ τὸ μίσος.
Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν τὰ Συναξάρια τῶν ἁγίων. Ἐκεῖ βλέπουμε πὼς οἱ ἀληθινὰ εὐσεβεῖς, οἱ ἀληθινὰ ἅγιοι ἦταν σεμνοί, καλόβολοι, ἐπιεικεῖς κι ἀφανάτιστοι. Ἦταν ἀπροκατάληπτοι καὶ γαλήνιοι. Ἔμοιαζαν μὲ τὰ λούλουδα ποὺ φυτρώνουν στὸ φράχτη τοῦ περιβολιοῦ: εὐωδίαζαν ἀπὸ ἀρετὴ καὶ ντρέπονταν. Αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴ διάσταση τῆς ἀνθρωπιᾶς, ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ σφάλματα ξεπλυμένα μὲ δάκρυα καὶ ταπεινοσύνη, μᾶς ξαναδίνουν τὴν ἀληθινή, τὴν καθαρὴ γεύση τῆς θρησκείας, καὶ θεσπίζουν ἀκατάπαυστα τὸ κριτήριο τὸ μοναδικό: τῆς ἀγάπης.
Κάτω ἀπ' τὸ δικό τους ὑπόδειγμα, ἡ ἀγυρτεία τῶν εὐσεβοφανῶν τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ὁλοφάνερη. Ἡ ἔκπτωσή τους καὶ ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, δεδηλωμένη. Τρομοκρατοῦν ἢ ξιππάζουν μονάχα τοὺς ἀφελεῖς κι ἐμπορεύονται ἀδίσταχτα τ' ὄνομα τῆς χριστιανικῆς θρησκείας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὰ πλέγματά τους. Δὲν ξέρουν τί θὰ πεῖ καρδιά, τί θὰ πεῖ συμπάθεια, τί σεμνότητα. Νομίζουν πὼς ἡ τιμὴ τοῦ Θεοῦ κρέμεται στ' ἀδίσταχτα χέρια τους γιατί οὐσιαστικὰ δὲν πιστεύουν πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀγρυπνεῖ καὶ κατευθύνει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Σκοτώνουν ἀδιάκοπα ψυχὲς καὶ συντείνουν, μέσα σ' ἐτούτη τὴ δύσκολη γιὰ τὸ πνεῦμα, τὴν ὑλόφρονη, τὴ βλάσφημη ἐποχή, ὁ κόσμος ν' ἀποχριστιανίζεται καὶ ὁ Χριστιανισμὸς νὰ γίνεται ἕνα παρελθὸν ποὺ ὅλο κι ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Θεέ μου, σοῦ ἐξομολογοῦμαι ἐγώ, ἕνας πολὺ ἁμαρτωλός, πὼς οἱ εὐσεβοφανεῖς ποὺ ἐπαγγέλονται τοὺς δικούς Σου, φέρνουν στὴν ψυχή μου ναυτία καὶ ἀηδία!
Τσιρόπουλος Κώστας
πηγή:εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.